Οδηγίες προς δανειολήπτες: Η Ένσταση Ελευθερώσεως του Εγγυητή

Τι λέει ο νόμος
Open Image Modal
manusapon kasosod via Getty Images

Η πρώτη αντίδραση του παράσχοντος εγγύηση υπέρ άλλου δανειολήπτη,  σε περίπτωση που κληθεί λόγω αφερεγγυότητας του τελευταίου να καταβάλει εν όλω ή εν μέρει το χρέος του, είναι να καλέσει τον δανειστή να ικανοποιηθεί πρώτα από την περιουσία του πρωτοφειλέτη, πριν στραφεί εναντίον του.

Η φυσική αυτή, ενστικτώδης θα λέγαμε, άμυνα του εγγυητή έχει την έκφρασή της και στο κείμενο του Αστικού Κώδικα, όπου είναι γνωστή ως ένσταση διζήσεως (άρθρο 855 Αστικού Κώδικα).

Η εν λόγω ένσταση όμως σπάνια ευδοκιμεί στη δικαστηριακή πρακτική, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των εγγυήσεων παρέχεται για την εξασφάλιση τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων, όπου η παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της έχει παγιωθεί ως Γενικός Όρος Συναλλαγών.

Αποτέλεσμα είναι ο εγγυητής να έχει απολέσει εγκύρως, με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου περί καταναλωτή, την προστασία που του παρέχει η διάταξη ήδη με την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης.

Παρά ταύτα, η προστασία που επιφυλάσσει ο νομοθέτης για τον κατά κανόνα διακατεχόμενο από αλτρουιστική διάθεση εγγυητή δεν εξαντλείται εκεί. 

Ισχυρή άμυνα, σε περίπτωση επιγενόμενης αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη, το οποίο είναι και το συνήθως συμβαίνον όταν ενεργοποιείται η ευθύνη εκ της εγγυήσεως από το δανειστή, δύναται να προσφέρει η διάταξη του άρθρου 862 του Αστικού Κώδικα, η οποία και θεμελιώνει την ένσταση ελευθερώσεως του εγγυητή. 

Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη.

Πρόκειται ουσιαστικά, για την αντίστροφη της διζήσεως ένσταση, αφού ακριβώς επειδή o πρωτοφειλέτης είναι πλέον αφερέγγυος, πληρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου, ο εγγυητής απαλλάσσεται από την ευθύνη του. 

Δύο είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης διάταξης: 

α) Πρώτον, η ελευθέρωση σημαίνει την πλήρη και οριστική απόσβεση της οφειλής εκ της εγγύησης, ήτοι την αδυναμία του δανειστή να στραφεί κατά του εγγυητή. 

β) Δεύτερον, παραίτηση εκ μέρους του εγγυητή από την ένσταση αυτή θα είναι άκυρη στο μέτρο που απαλλάσσει τον δανειστή από δόλο και βαριά αμέλεια.

Αλλά και η απαλλαγή από ελαφριά αμέλεια θα είναι, στην περίπτωση των τραπεζικών συμβάσεων που παρουσιάζει το μεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον, άκυρη, καθώς εφαρμογή θα έχει η διάταξη του άρθρου 332§2 β’ του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται τέτοια απαλλαγή εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση που περιέχεται τέτοια απαλλακτική ρήτρα στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της τράπεζας - οι οποίοι εξ ορισμού δεν καθίστανται ποτέ αντικείμενο διαπραγματεύσεων - ο εγγυητής δεν απεκδύεται εγκύρως του εν λόγω δικαιώματος, αδιάφορη δε είναι η ιδιότητά του ή μη ως καταναλωτή.

Επομένως, σε αντίθεση με την παραίτηση από την ένσταση διζήσεως, όπου δυσχερώς τίθεται ζήτημα ακυρότητας της εν λόγω ρήτρας, στο πεδίο της ένστασης ελευθερώσεως, το σύνηθες είναι οι τυχόν παραιτήσεις να είναι άκυρες.

Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης περί ελευθέρωσης είναι:

α) αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή από την περιουσία του πρωτοφειλέτη και 

β) πταίσμα του δανειστή από το οποίο τελικά προήλθε η αδυναμία ικανοποίησης.  

Α. Ως αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή από τον οφειλέτη νοείται όχι απλώς η έλλειψη ρευστότητας, αλλά η πλήρης αδυναμία κάλυψης της απαίτησης από το συνολικό ενεργητικό της περιουσίας του, ακόμη και με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης.

Έτσι, εφόσον ο πρωτοφειλέτης πτώχευσε ή περιήλθε σε άλλη παρόμοια νομική ή πραγματική κατάσταση που δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, τότε καταφάσκεται η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής.

Αντίθετα, εφόσον υφίστανται επαρκείς ασφάλειες, εμπράγματες ή άλλες, υπέρ του δανειστή, δεν γίνεται δεκτή αδυναμία ικανοποίησης.

Με άλλα λόγια, το κρίσιμο στοιχείο είναι ο δανειστής να είναι αδύνατον να εισπράξει την απαίτησή του με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και δικαστικά, από τον πρωτοφειλέτη γιατί απλά η όλη αξία της περιουσίας του τελευταίου δεν μπορεί πλέον να την καλύψει.

Η νομολογία έχει ως προς αυτό το στοιχείο αναγάγει την κήρυξη της πτώχευσης σε τεκμήριο, η οποία ναι μεν είναι ικανή, αλλά όχι απαραίτητα αναγκαία συνθήκη για τη διαπίστωση της αδυναμίας ικανοποίησης του δανειστή, η οποία, όπως είπαμε, μπορεί να στηρίζεται και σε άλλα πραγματικά ή νομικά γεγονότα.

Παράδειγμα τέτοιας πραγματικής κατάστασης από το ιστορικό υποθέσεων που χειριστήκαμε ήταν η παύση εργασιών εταιρείας-πρωτοφειλέτιδας στον κλάδο του αυτοκινήτου, η εκποίηση σε τιμές υπερβολικά χαμηλές του συνόλου του ενεργητικού της (εργαλεία, μηχανήματα, ανταλλακτικά κλπ) και η εγκατάλειψη της έδρας με μεταφορά σε πλασματική, συγκεκριμένα σε διεύθυνση όπου βρισκόταν μόνον μια σφραγισμένη αποθήκη.

Επίσης, σε άλλη υπόθεση, στοιχεία που συνηγορούσαν στην αδυναμία ικανοποίησης από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία ήταν τα αρνητικά ίδια κεφάλαιά της, η αποδεικνυόμενη από τους ισολογισμούς της μηδενική σχεδόν ρευστότητα και οι συνεχιζόμενες ζημιογόνες χρήσεις. 

Τέλος σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κρίθηκε ότι κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση καθότι «αποδείχθηκε ότι η πρωτοφειλέτιδα μισθώτρια εταιρεία περιήλθε σε οικονομική αδυναμία και κατέστη αναξιόχρεη, γεγονός που οδήγησε στη λύση αυτής…».

Στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να αποδείξουμε την αδυναμία ικανοποίησης από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία ήταν τα αρνητικά ίδια κεφάλαια, η διενέργεια κατάσχεσης εξοπλισμού από τρίτους δανειστές και τελικώς η λύση αυτής. 

Β. Όσον αφορά την υπαιτιότητα του δανειστή (το «πταίσμα» του), αρκεί κάθε βαθμός πταίσματος, ακόμη και η ελαφριά αμέλεια. Η πταισματική συμπεριφορά του δανειστή δεν είναι απαραίτητο φυσικά να εντοπίζεται στην πρόκληση από αυτόν της αφερεγγυότητας του οφειλέτη αλλά αφορά κυρίως στην αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής του λόγω αυτής.

Με άλλα λόγια, για να γίνει δεκτή η ένσταση ελευθερώσεως, δεν είναι απαραίτητο να έχει προκαλέσει ο δανειστής (συνήθως πιστωτικό ίδρυμα) την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη, αλλά αρκεί να αμέλησε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα εξασφάλισης ή/και είσπραξης της απαίτησής του εγκαίρως, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο που απαιτεί πλέον την ικανοποίησή του από τον εγγυητή, ο πρωτοφειλέτης να έχει καταστεί αναξιόχρεος κατά τρόπο που κάθε προσπάθεια προς το σκοπό αυτό να είναι εκ προοιμίου ανώφελη. 

Τέτοια πταισματική συμπεριφορά αποτελεί, λόγου χάρη, η παροχή αφειδώς πιστώσεων στον πρωτοφειλέτη με συνέπεια την υπέρμετρη διόγκωση του παθητικού του τελευταίου, η επί μακρόν αμέλεια ως προς την εγγραφή βαρών, κυρίως υποθηκών ή προσημειώσεων, καθώς και λήψης άλλων ασφαλιστικών μέτρων όπως λ.χ. συντηρητικής κατάσχεσης ή, ακόμη, η συναίνεση σε αλλεπάλληλες παρατάσεις του χρόνου εξόφλησης της οφειλής εν αγνοία του εγγυητή και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος άπρακτου, χωρίς τη δικαστική επιδίωξη είσπραξης της απαίτησης παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης είχε περιέλθει σε υπερημερία ή διαφαινόταν η επικείμενη οικονομική του αδυναμία.

Πρέπει λοιπόν, είτε ο δανειστής να συνέβαλε στην επιγενόμενη αδυναμία του οφειλέτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, είτε να επέτρεψε, συνήθως λόγω τήρησης παθητικής στάσης, την απαλλοτρίωση της περιουσίας του οφειλέτη, ακόμη και από τρίτους δανειστές του, με αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητάς του να ικανοποιηθεί, έστω αναγκαστικώς, από αυτήν.

Σχετικό παράδειγμα: σε έτερη υπόθεση το πιστωτικό ίδρυμα προχωρούσε σε σταδιακή επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης δανείου επί 8 και πλέον έτη χωρίς παροχή οποιασδήποτε ασφάλειας και με απουσία εκτέλεσης οποιασδήποτε δικαστικής ενέργειας.

Ταυτόχρονα, ακόμη και μετά την περιέλευση του οφειλέτη σε καθεστώς οριστικής καθυστέρησης, παρέλειψε να καταγγείλει τη σύμβαση επί 3 έτη, όπως επίσης και τη δικαστική επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων πλέον οφειλών του για ακόμη 3 έτη, ενώ στο διάστημα αυτό η δανειολήπτρια εταιρεία λύεται και εισέρχεται στο στάδιο της εκκαθάρισης και τρίτοι δανειστές ικανοποιούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις τους επισπεύδοντας πλειστηριασμό των περιουσιακών της στοιχείων.

Επομένως, τώρα που πλέον το πιστωτικό ίδρυμα διεκδικεί την απαίτησή του από τον εγγυητή-φυσικό πρόσωπο, ο τελευταίος νομίμως και βασίμως προβάλλει την ένσταση ελευθερώσεως με αποτέλεσμα την απαλλαγή του από τον εγγυητική του ευθύνη, καθώς ήταν αμέλεια της τράπεζας που όταν μπορούσε να ικανοποιηθεί από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία δεν το έπραξε μέσω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. 

Σε έτερη υπόθεση που κρίθηκε πρόσφατα από το Εφετείο Αθηνών (2021), αποφασίστηκε ότι «ενόψει όλων των ανωτέρω η ενάγουσα αν και μπορούσε, συνεκτιμώντας και την προηγούμενη συμπεριφορά της πρωτοφειλέτιδας μισθώτριας, να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική της αδυναμία, από αμέλεια παρέλειψε να απαιτήσει την άμεση είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων, επιπλέον δε, όπως προεκτέθηκε, εν αγνοία του εκκαλούντος εγγυητή, παρέτεινε την προθεσμία εξόφλησης των τριών πρώτων οφειλόμενων μισθωμάτων, με αποτέλεσμα η οφειλή να αυξηθεί στο ανωτέρω ποσό».

Το αποτέλεσμα ήταν η απαλλαγή του εγγυητή από οφειλή ύψους άνω των 120.000 ευρώ.

Τέλος σε πρόσφατη πάλι απόφαση του 2021 (Εφετείο Αθηνών) έγινε δεκτή η απαλλαγή του εγγυητή τραπεζικού δανείου με το εξής σκεπτικό: «Η εναγόμενη τράπεζα παρέλειψε να διεξάγει δίκη είτε και οποιεσδήποτε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως ή διαδικασίες λήψης ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση της απαίτησης της όπως πχ καταγγελία δανείου και αίτηση για έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής, αίτηση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, κατάσχεση κινητής και ακίνητης περιουσίας εναντίον το άνω πρωτοφειλέτη.

Λόγω δε της παραλείψεως αυτής ο ... πώλησε σε τρίτους τα προαναφερόμενα οχήματα κι έτσι η εναγομένη αδυνατεί να κατασχέσει τούτα».

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο εγγυητής φέρει, προκειμένου να επιτύχει δικαστικά την απαλλαγή του βάσει της ένστασης ελευθερώσεως, μια σειρά από δικονομικά βάρη.

Οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή των ως άνω στοιχείων ώστε το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί της πλήρωσης του πραγματικού της διάταξης και να αναγνωρίσει την απόσβεση της εγγύησης.

Έτσι, απαιτείται καλή προετοιμασία του αγωγικού δικογράφου και συλλογή των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων.

Μέσω αυτών, θα πρέπει να επιτυγχάνεται η απόδειξη του κρίσιμου χρονικού ορόσημου, πριν το οποίο υφίστατο δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή από την περιουσία του πρωτοφειλέτη και μετά το οποίο η τελευταία απωλέσθη οριστικά και αμετάκλητα, ενώ θα πρέπει το χρονικό αυτό σημείο να έπεται πταισματικής συμπεριφοράς της δανείστριας τράπεζας και να καλύπτεται από αυτήν.

Στο κλασικό παράδειγμα λοιπόν, της ελευθέρωσης, θα πρέπει ο εγγυητής να αποδεικνύει την πτώχευση του πρωτοφειλέτη και το πότε επήλθε αυτή και, πριν την κήρυξη της, την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων ικανών να ικανοποιήσουν την απαίτηση του δανειστή (εξοπλισμός, ακίνητα, απαιτήσεις κατά τρίτων κοκ.), έστω και με την αναγκαστική εκποίησή τους, και την παράλειψη του τελευταίου να επιδιώξει την εξασφάλιση της απαίτησής του ή τη δικαστική της επιδίωξη για ικανό χρονικό διάστημα.

Έτσι, για παράδειγμα, δεν αρκεί απλή επίκληση της αρχικής δυνατότητας ικανοποίησης του οφειλέτη από το δανειστή πριν αυτός καταστεί αναξιόχρεος, αλλά απαιτείται και αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων και της αντίστοιχης αξίας τους, η οποία πρέπει να υπερβαίνει κατά ποσό την εγγυηθείσα απαίτηση της τράπεζας.

Ο σκόπελος όμως αυτός παρακάμπτεται με την εις βάθος μελέτη της εκάστοτε υπόθεσης και την ενδελεχή συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών μέσων (ενίοτε και μέσω λήψης εισαγγελικών παραγγελιών χορήγησης εγγράφων).

Για παράδειγμα σε πρόσφατη απόφαση που χειριστήκαμε και εκδόθηκε απόφαση του Εφετείου Αθηνών (2021) η οποία και έκανε δεκτή την ένσταση ελευθερώσεως, κρίθηκε ότι η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία κατέστη αναξιόχρεη πολύ αργότερα από το χρόνο που θα μπορούσε η δανείστρια εταιρεία να στραφεί εναντίον της ενώ «αποδείχθηκε ότι η ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης σε βάρος της πρωτοφειλέτιδας ήταν αρχικώς δυνατή, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο που έγιναν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τα ένδικα μισθώματα, η τελευταία διέθετε ικανή προς τούτο περιουσία.

Ειδικότερα διέθετε μεταξύ άλλων κινητά πράγματα (γραφεία, ντουλάπια, καναπέδες, καρέκλες, βιβλιοθήκες, τραπεζάκια, συσκευές τηλεφώνου, οικιακά είδη, οικιακές συσκευές, συσκευές τηλεφώνου, πληκτρολόγια, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οθόνες Η/Υ, ηχεία Η/Υ, εκτυπωτές, φωτοτυπικά μηχανήματα, μηχανήματα επεξεργασίας ξύλου, εργαλειοθήκες, εργαλεία μηχανουργείου και βαφείου, ημιτελή σκάφη, μηχανές σκαφών, ταχύπλοο σκάφος κλπ)…».

 

  • * Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι Δικηγόρος Αθηνών, Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com