Καταμεσήμερο και κατακαλόκαιρο κατέπλευσε στο λιμάνι το m/s‘’Aquarius’’. Στο Φισκάρδο. Ο τόπος φλεγόταν όπως κι εκείνος από την επιθυμία της επιστροφής. Μόλις τους κάβους εδέσανε ξαμοληθήκανε μιλεούνια οι τουρίστες. Από τα μεγάφωνα τους ανακοίνωσαν τον χρόνο παραμονής. Ελάχιστος και ανεπαρκής με διαφορετική αίσθηση για τον καθένα. Ομοίως και η αξιοποίησή του για τα ‘’αξιοθέατα’’: Ψώνια, φαγητό ή καφέ στην προκυμαία με τους σκαφάτους . Με το αίσθημα της τρικυμίας στα σωθικά αποβιβάστηκε και ο Μαρκόνης. Από τους τελευταίους ‘’τουρίστες’’ και σε απόσταση από το πλήθος που ενίσχυε την πλήξη του.
‘’Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μές στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν` ένα πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες.’’
(Καφάρ, από το ‘’Μαραμπού’’)
Φορούσε λευκό πουκάμισο με ελαφρά ανασηκωμένα τα μανίκια να κρύβουν τη γοργόνα στο μπράτσο του και ναυτικό σκούφο. Μ` ένα σάρτο βρέθηκε στη στεριά και στάθηκε να κοιτάζει. Η ματιά του αγκάλιασε το λιμάνι. Δεν έβλεπε τίποτα από εκείνα που τον γοήτευαν. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού λικνίζονταν νωχελικά τα κότερα αραδιασμένα στη σειρά με σημαίες εξωτικές. Η μέρα είχε το χούι να φανερώνει τα πάντα. Σε πρώτο πλάνο. Αφτιασίδωτα. Εκείνος προτιμούσε τη νύχτα που έκρυβε τις ατέλειες του ‘’πολιτισμού’’. Και ετούτη η μέρα είχε πολλές. Κοίταξε πίσω. Οι αναμονές των παιδικών χρόνων ήταν έτοιμες για το πανωσήκωμα. Από τεσσάρων ετών που τον οδήγησε εκεί η Κεφαλονίτισσα μάνα στην επιστροφή τους από τη Μαντζουρία μέχρι και ετούτη την περίεργη μέρα στην κάψα του καλοκαιριού, εξήντα χρόνια Πούσι
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ` είν` αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.
Έχτιζε, αγκωνάρια μνήμης που τα κουβαλούσε μέσα του. Αυτά ευθύνονταν για την επιστροφή. Δε χόρταινε ανάσες. Ετούτη η στεριά δεν ήταν ‘’μπάσσα ‘’ είχε υψώματα που τον τραβούσαν από μακριά. Άναψε τσιγάρο. Ακόμα πιο πίσω από τον Κόλια ακολουθούσε μια παρέα σε αναζήτηση. Ολομόναχος, όπως πάντα απομακρύνθηκε στο πλήθος και εχάθη. Έκανε ν` αναθυμηθεί, μα τίποτα! Όλα καινά! Είχε κενά! Εξ ανάγκης διεξήλθε του πλήθους παραλιακά. Ποια παραλία; Η θάλασσα κρυμμένη από τα κότερα σαν υποψία γυάλιζε και ασφυκτιούσε βαριανασαίνοντας με κείνον τον παφλασμό που έδινε σήμα ύπαρξης.
Ο ασυρματιστής έπιασε στον αέρα τον πόνο της ενθυμούμενος τον Καρυωτάκη. Στο ‘’εγκώμιο της θαλάσσης’’ ο Μαραμπού αναγνώριζε ότι ‘’Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ` όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.’’
Διέσχισε το δρόμο αναγκαστικά. Ανάμεσα στη θάλασσα και τη κοσμοθάλασσα. Μόνο οι σερβιτόροι διέκοπταν κάθετα τη ροή του πλήθους που δεν γνώριζε τον προορισμό. Πήρε βαθιά ανάσα και πρόσω ολοταχώς. Έπλεε σε πέλαγο ανησυχίας.
Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
( Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου, από τη συλλογή Μαραμπού)
Οι θύμησες των παιδικών χρόνων τον οδήγησαν στον αφρό.
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
Όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα `δινα-«Πάψε, Σεβάχ»- για να `μουνα παιδί!
(Μουσώνας, από τη συλλογή Τραβέρσο)
Στην πρώτη γωνία έστριψε και στηρίχτηκε στον τοίχο με τον κισσό. Ανακουφισμένος. Τους ξέφυγε. Παρ` ότι κοσμοπολίτης δεν είχε συνηθίσει τον κόσμο.
Κμοκαλόγερο θα τον έλεγες, ουχί κοσμικό. Το Φισκάρδο τη σήμερον χαρακτηρίζει η κοσμικότης. Και η ‘’τρέλλα’’ πρόσθεσαν κάποιοι απ` τη παρέα πίσω απ` τον Κόλια που απέφευγαν κι αυτοί όπως ο διάολος το λιβάνι την κοσμοσυρροή. Ιδιοτροπία, ταίριαξε η Θαλασσινή, τη λέξη με τον τόπο. Ιδιοτροπία Κεφαλλήνων, θέλετε να πείτε και σκίρτησε μέσα της η καταγωγή. Την κοίταξαν και γέλασαν ακολουθώντας τη δική τους αναζήτηση.
Έστριψαν κι αυτοί στο στενό πίσω του. Ξαφνικά τον έχασαν από τα μάτια τους. Ο κισσός μόνος. Ρωτούσαν διάφορους για το σπίτι του Μαραμπού. Ο χρόνος απειλητικός δεν άφηνε περιθώρια. Ψάχνοντας ανηφόρισαν μέχρι την εκκλησία. Το πρώτο σφύριγμα του πλοίου ακούστηκε καθαρά. Τους έπιασε πανικός. Θα έφευγαν από το Φισκάρδο χωρίς να του κάμουν επίσκεψη; Το δεύτερο σφύριγμα τους βρήκε στο κατέβασμα και στη μέση της διαδρομής. Οι κρεμασμένες από τα μαγαζιά πουκαμίσες και παντελόνες ανέμιζαν στο στενό του Μαραμπού και τον έκρυβαν από τα περίεργα βλέμματα. Η Θαλασσινή στο φύσημα του αγέρα τον οσμίστηκε. Καθισμένος μπροστά στην πόρτα του παλιού σπιτιού- του σπιτιού του έδειχνε ήρεμος και αποφασισμένος να μείνει.
Κάπνιζε και δεν έλεγε να σηκωθεί αν και το βαπόρι είχε δώσει τα σινιάλα του. Οι θύμησες- βαρίδια τον κρατούσαν ακίνητο. Σιγοψιθύριζε.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ` του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ.
(Καραντί, από τη συλλογή Πούσι)
Η στεριανή ζάλη έκανε την εμφάνισή της όταν η Θαλασσινή μαγεμένη τον πλησίασε. Στο τελευταίο σφύριγμα του Aquarius εκείνη τον περίμενε. Η παρέα της φώναξε: Τρέξε το βαπόρι λύνει τους κάβους. Δεν τους άκουσε. Άραγε ο Κόλιας θα προτιμούσε τη στεριανή ζάλη ή τη Θαλασσινή; Σήκωσε τα μάτια του κι ένιωσε την αύρα της. Ο μπούσουλας αλίμονο εχάθη! Την τελευταία στιγμή τα ξέχασε όλα. Άλλες θύμησες του έδωσαν φτερά. Πέταξε ξοπίσω της στο λιμάνι με το τελευταίο σινιάλο του έρωτα. Χαρούμενη και η γοργόνα στο μπράτσο του που δεν θα την άφηνε άβρεχτη.
Όλα πρίμα! Σαλπάρουμε! Ακούστηκε ο καπετάνιος και από τον ασύρματο ‘’Σπουδή θαλάσσης’’(19-1-1975)
Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ` όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το `χουνε στα δίπλα ή και λοξά.
(Από τη συλλογή Τραβέρσο)
Υ.Γ Σημείωμα για τον τελευταίο Απόπλου του Μαραμπού 10 Φεβρουαρίου 1975.