Δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική και βιώσιμη προσέγγιση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας χωρίς την άρση της υπαρξιακής απειλής που αποτελεί για τον ελληνισμό της Κύπρου η Τουρκική κατοχή
Open Image Modal
24 Σεπτεμβρίου 2024 Συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρ.Τ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΟΗΕ
Anadolu via Getty Images

Του Κώστα Υφαντή, Καθηγητή διεθνών σχέσεων και Πρόεδρου του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο 

Τώρα που έχουν περάσει κάποιες ημέρες από την πρόσφατη δια ζώσης επαφή του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, είναι ίσως πιο αξιόπιστη η αξιολόγηση της έκτης συνάντησης των δύο σε κάτι περισσότερο από ένα χρόνο. Είναι νομίζω χρήσιμες μερικές επιγραμματικές παρατηρήσεις. 

Πρώτον, ήδη η συνάντηση έχει πάψει να απασχολεί την κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Αυτό αποκαλύπτει ότι αφ’ ενός επιβεβαιώθηκαν οι χαμηλές προσδοκίες και αφ’ ετέρου ότι η διαφύλαξη του ήρεμου κλίματος εξακολουθεί να είναι βασική μέριμνα και προτεραιότητα, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία. 

Δεύτερον, αυτές οι χαμηλές προσδοκίες καταδεικνύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών παραμένουν αγεφύρωτες. Η βασική θέση της Τουρκίας που κωδικοποιημένα έχει προσδιοριστεί με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» πολύ δύσκολα θα επιτρέψει μια όχι προσχηματική διαδικασία διαλόγου. 

Τρίτον, η αναφορά του Τούρκου Προέδρου στην ομιλία του στην Γενική Συνέλευση στην «δέσμευση» της Τουρκίας στο Διεθνές Δίκαιο δεν είναι καινούργια. Η Άγκυρα παγίως επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς όμως να ξεφεύγει από γενικές διατυπώσεις και αοριστολογίες. Την ίδια στιγμή, έστω και αυτές οι γενικές και αόριστες αναφορές καταδεικνύει ότι η Άγκυρα επιθυμεί να επενδύει τις πολιτικές της επιλογές με επιφάσεις διεθνούς νομιμότητας. 

Τέταρτον, ακόμη και αν οι προσδοκίες στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών είναι χαμηλές, στο Κυπριακό δυστυχώς δεν δικαιολογείται η παραμικρή αισιοδοξία. Αν δεν συμβεί κάποια δραματική στρατηγικού χαρακτήρα στροφή, για την Τουρκία και την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, το Κυπριακό δεν πρόκειται να «λυθεί» παρά μόνο με την αναγνώριση της διχοτόμησης. Αναρωτιέται κανείς τι μένει να συζητηθεί αν προηγουμένως αναγνωρισθούν τα κατεχόμενα ως κυρίαρχη κρατική οντότητα. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι μάλλον ουτοπία να επιδιώκεται η επανέναρξη της διαδικασίας. Ακόμη και αν ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση πιθανότατα θα καταρρεύσει εν τη αφετηρία της, όπως συνέβη με την πενταμερή του 2021. Τελικά, υπάρχει πολιτικό κεφάλαιο να επενδυθεί σε μία ακόμη προσπάθεια; 

Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι κατά την γνώμη μου, δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική και βιώσιμη προσέγγιση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας χωρίς την διευθέτηση του Κυπριακού και την άρση της υπαρξιακής απειλής που αποτελεί για τον ελληνισμό της Κύπρου η Τουρκική κατοχή. 

Τέλος, η σημερινή συγκυρία από ορισμένες φωνές στην ελληνική δημόσια σφαίρα θεωρείται μια όχι καλή κατάσταση για τα ελληνικά συμφέροντα. Είναι κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, μια στρατηγικά έωλη αξιολόγηση. Η επιλογή δεν είναι μεταξύ της σημερινής κατάστασης και μιας άλλης όπου η Τουρκία υποχωρεί και υποχρεώνεται να προσαρμοστεί με τις δικές μας προτιμήσεις. Η επιλογή είναι μεταξύ μιας προσεκτικής και χωρίς κατευναστικές παρορμήσεις προσέγγισης και της επόμενης κρίσης. Καλό να είναι να προετοιμαζόμαστε για την δεύτερη, χωρίς να υπονομεύουμε την πρώτη.