Περίπου 180 χώρες κατέληξαν χθες Παρασκευή σε συμφωνία για μια ρύθμιση των εξαγωγών πλαστικών απορριμμάτων, οκτώ εκατομμύρια τόνοι των οποίων καταλήγουν ετησίως στους ωκεανούς, ανακοίνωσαν οι διοργανωτές διάσκεψης που έγινε για το θέμα αυτό.
Οι 1.400 εκπρόσωποι των συμβαλλομένων κρατών στις Συμβάσεις της Βασιλείας, του Ρότερνταμ και της Στοκχόλμης συζήτησαν για 12 ημέρες αυτό το «πολύ επείγον θέμα» για το περιβάλλον του πλανήτη και την υγεία των κατοίκων του.
Η «Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων απορριμμάτων και την εξάλειψή τους», είναι μια διεθνής συνθήκη η οποία έχει συναφθεί για να περιοριστεί η μεταφορά επικίνδυνων απορριμμάτων μεταξύ των χωρών.
«Είμαι υπερήφανος που οι συμβαλλόμενοι στην Σύμβαση της Βασιλείας κατέληξαν σε συμφωνία για έναν παγκόσμιο και νομικά δεσμευτικό μηχανισμό για τη διαχείριση των πλαστικών απορριμμάτων», σημείωσε ο Ρολφ Παγέτ, ο εκτελεστικός γραμματέας των τριών αυτών συμβάσεων του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (PNUE).
Το δίκτυο IPEN, το οποίο συσπειρώνει εκατοντάδες μη κυβερνητικές οργανώσεις στον κόσμο, χαιρέτισε την απόφαση αυτή, η οποία θα επιτρέψει στις χώρες να «αρνούνται πλαστικά απορρίμματα που δεν είναι ανακυκλώσιμα».
«Με την τροποποίηση αυτή, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες θα έχουν για πρώτη φορά πληροφορίες για τα πλαστικά απορρίμματα που εισέρχονται στο έδαφός τους και θα έχουν το δικαίωμα να τα αρνηθούν», σχολίασε σε ανακοίνωσή της η Σάρα Μπροσέ, επιστημονική σύμβουλος του IPEN.
«Εδώ και πάρα πολύ καιρό, οι ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, εξήγαγαν τα πλαστικά και τοξικά τους απορρίμματα σε χώρες της Ασίας λέγοντας ότι θα ανακυκλωθούν εκεί. Ωστόσο αντί γι’αυτό, η πλειονότητα των μολυσμένων αυτών απορριμμάτων, καθώς δεν μπορούσε να ανακυκλωθεί, πεταγόταν ή καιγόταν, ή ακόμη κατέληγε στον βυθό του ωκεανού».
Ο όγκος των πλαστικών απορριμμάτων που μολύνουν τις θάλασσες υπολογίζεται σε 100 εκατομμύρια τόνους.
Σύμφωνα με το IPEN, οι νέοι περιορισμοί που πρότεινε η Νορβηγία προσέκρουσαν στην σφοδρή αντίθεση των ΗΠΑ, της Βραζιλίας, της Αργεντινής και των χημικών βιομηχανιών.
Το 2018, υπενθυμίζει το δίκτυο αυτό, οι ΗΠΑ εξήγαγαν 157.000 μεγάλα εμπορευματοκιβώτια θαλάσσιας μεταφοράς με πλαστικά απορρίμματα προς αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες είχαν ήδη υποστεί μεγάλη μόλυνση εξαιτίας των πλαστικών. «Η νέα απόφαση του ΟΗΕ θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να διαχειρίζονται οι ίδιες τα πλαστικά τους απορρίμματα στο μέλλον», επισημαίνει.
Για να πάψει πλέον να είναι ο πρώτος προορισμός παγκοσμίως για ανακύκλωση, η Κίνα απαγόρευσε στις αρχές του 2018 την εισαγωγή πλαστικών και απορριμμάτων πολλών άλλων κατηγοριών επίσης, τα οποία ανακύκλωνε ως τότε.
Τα πλαστικά απορρίμματα των ανεπτυγμένων χωρών άρχισαν τότε μαζικά να ανακατευθύνονται προς πολλές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, κυρίως την Μαλαισία, όπου έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους κινεζικές βιομηχανίες ανακύκλωσης.
Στην Κίνα οι εισαγωγές πλαστικών μειώθηκαν από 600.000 τόνους μηνιαίως το 2016 σε 30.000 τόνους μηνιαίως το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης της Greenpeace και της μκο Παγκόσμια Συμμαχία για Eναλλακτικές Λύσεις στην Καύση (GAIA).
Την ίδια ώρα οι συμβαλλόμενοι στην Σύμβαση της Στοκχόλμης για τους ανθεκτικούς οργανικούς ρύπους (POP) προσέθεσαν χθες δύο μολυσματικά προϊόντα, το APFO και το Dicofol, στον κατάλογό τους, ο οποίος έχει πλέον 30 POP.
To APFO χρησιμοποιείται σε αντικολλητικές επιστρώσεις μαγειρικών σκευών, όπως και στην κατασκευή υφασμάτων, χαλιών, μπογιάς και αφρών πυρόσβεσης.
Το Dicofol είναι ένα φυτοφάρμακο, αρκετά κοντινό στο DDT, το οποίο είναι πολύ επιβλαβές, κυρίως για τα πουλιά και τα ψάρια.
(Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ)