Η πρώτη παράδοση γερμανικών βαρέων όπλων έφτασε στην Ουκρανία, με τον Ουκρανό υπουργό Άμυνας Ολέκσι Ρεζίνοφ να ευχαριστεί τον Γερμανό ομόλογό του στο Twitter για τα αυτοκινούμενα οβιδοβόλα που είχε υποσχεθεί να στείλει το Βερολίνο.
«Έχουμε αναπλήρωση!...Το γερμανικό Panzerhaubitze 2000 με εκπαιδευμένα ουκρανικά πληρώματα εντάχθηκε στην οικογένεια του ουκρανικού πυροβολικού», δήλωσε ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η Ουκρανία έχει παρακαλέσει τη Δύση να στείλει περισσότερο οπλισμό πυροβολικού καθώς η χώρα εξαντλείται από πυρομαχικά στο υπάρχον οπλοστάσιο της, σοβιετικής εποχής, το οποίο είναι υποδεέστερο από αυτό της Ρωσίας.
Το Panzerhaubitze 2000 είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα πυροβολικού στα αποθέματα της Μπούντεσβερ (ενοπλες δυνάμεις της Γερμανίας) και μπορεί να χτυπήσει στόχους σε απόσταση 40 χιλιομέτρων.
Η Γερμανία δεσμεύτηκε τον Μάιο να προμηθεύσει το Κίεβο με επτά αυτοκινούμενα οβιδοβόλα, προσθέτοντας τα στα πέντε τέτοια συστήματα πυροβολικού που υποσχέθηκαν οι Κάτω Χώρες.
Ο Aντρέι Γέρμακ, ο επικεφαλής του γραφείου του προέδρου της Ουκρανίας, δημοσίευσε μια λίστα με άλλα όπλα που υποσχέθηκε η Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων 30 τανκς Gepard και τρεις εκτοξευτές πολλαπλών πυραύλων MARS II, καθώς και 500 πυραύλους Stinger με ώμο.
Το Κίεβο έχει δηλώσει προηγουμένως ότι χρειάζεται 1.000 οβίδες, 500 άρματα μάχης και 1.000 drones μεταξύ άλλων βαρέων όπλων για να απωθήσει τα ρωσικά στρατεύματα, τα οποία εισέβαλαν στη χώρα τον Φεβρουάριο και κατέχουν πλέον περίπου το 20% της επικράτειάς του.
Άλλες χώρες που προμήθευσαν την Ουκρανία με αυτοκινούμενα και ρυμουλκούμενα οβιδοβόλα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Γαλλία, η Νορβηγία και η Πολωνία.