Η διεθνής ένταση που εκκόλαψε ο πόλεμος της Ουκρανίας και το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του ακόμη πιο επικίνδυνου πολέμου στην Μέση Ανατολή δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα των Μεταψυχροπολεμικών στρατηγικών επιλογών των ηγεμονικών δυνάμεων τις οποίες καμιά ανάλυση κρίσεων της διεθνούς πολιτικής δεν μπορεί να αγνοεί ή να παραβλέπει.
Εάν τα κύρια αίτια αυτών των δύο μεγάλων πολέμων δεν είναι κατανοητά κάθε συζήτηση είναι καταδικασμένη να διολισθαίνει σε ανορθολογικές διαμάχες επηρεασμένες από υποκειμενισμούς και από συνήθεις επικοινωνιακές πρακτικές προπαγανδιστικού χαρακτήρα των εμπλεκομένων κρατών.
Ακόμη πιο σημαντικό εντός κάθε κράτους αποτελεί προϋπόθεση ορθολογιστικών αποφάσεων που εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον η κυριαρχία αξιολογικά ουδέτερων περιγραφών και ορθών ερμηνειών των στρατηγικών εξελίξεων. Οι αποφάσεις έπονται και είθισται να εντάσσονται σε λογικές των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων εντός του ανταγωνιστικού και πολύ συχνά συγκρουσιακού διεθνούς συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα σε ρευστές μεταβατικές ιστορικές φάσεις όπως η συντρέχουσα προϋπόθεση ορθής κατανόησης των αιτιών και για λήψη ρεαλιστικών αποφάσεων απαιτείται θέαση της μεγάλης εικόνας και των πραγματικών γεγονότων της Μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Οι ψευδαισθήσεις της Μεταψυχροπολεμικής εποχής
Προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο προσανατολισμός προς μια νέα εποχή και οι προϋποθέσεις που θα διασφάλιζαν πιο σταθερές πλανητικές στρατηγικές ισορροπίες αποτελούσε, όπως μερικοί υποστήριζαν ένα πολιτικά και στρατηγικά εφικτό στρατηγικό σκοπό των σύγχρονων κρατών. Το γεγονός εξάλλου ότι τα εσχατολογικά ιδεολογικά δόγματα που επί σχεδόν ένα αιώνα χρησίμευαν ως μεταμφίεση ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος της διπολικής ηγεμονικής διαπάλης μπήκαν στα ράφια της ιστορίας, θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για νέες εθνοκρατοκεντρικές λογικές που εδράζονταν όχι πάνω σε ανυπόστατες εσχατολογικές παραδοχές για ένα εξομοιωμένο και εξισωμένο πλανήτη αλλά σε προσεγγίσεις συμβατές με τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του σύγχρονου διεθνούς συστήματος όπως ρητά ορίζεται στον Χάρτη του ΟΗΕ.
Πιο συγκεκριμένα, στρατηγικές επιλογές που θα ευνοούσαν ορθολογιστικές προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων
α) για πιο ενισχυμένους διεθνείς θεσμούς διαχείρισης των κινδύνων πυρηνικού πολέμου
β) άσκηση κοινωνικοπολιτικών και διακυβερνητικών ελέγχων των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων διεθνικών χρηματοοικονομικών και επικοινωνιακών δρώντων
γ) ενδοκρατικό και διακυβερνητικό έλεγχο των τρομοκρατικών οργανώσεων και
δ) συμφωνίες για ελεγχόμενες μεταναστευτικές ροές.
Τέτοιες αποφάσεις αφενός απαιτούσαν πρωτοβουλίες πρωτίστως των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως -όπως μερικοί υποστήριζαν- των ΗΠΑ, και αφετέρου, θα μπορούσαν να αντλήσουν ιδέες από παρελθούσες μετακρατοκεντρικές εμπειρίες που σκοπό θα είχαν πιο αποτελεσματική και συμφέρουσα για όλους διεθνή διακυβέρνηση. Ταυτόχρονα θα αποσκοπούσαν όχι μόνο στην ενίσχυση της κρατικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας ως καθεστώτος των διεθνών σχέσεων όπως ορίζει ο Χάρτης του ΟΗΕ, αλλά επιπλέον θα δρομολογούσαν ένα προσανατολισμό προς ένα πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικό κρατοκεντρικό σύστημα.
Ως προς αυτό, τονίζεται και υπογραμμίζεται ότι όταν γίνεται λόγος για πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό εντός ενός κρατοκεντρικού κόσμου δεν αφορά κάποια ιδεολογική ή κανονιστική αντίληψη αλλά τις προϋποθέσεις ούτως ώστε πάνω στην πλάστιγγα κόστους / οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων των κρατών να ευνοείται η υιοθέτηση αποφάσεων που προκαλούν περισσότερο όφελος παρά ζημιές και βλάβες στα εμπλεκόμενα κράτη.
Αντί αυτών είχαμε εκκόλαψη νέων ανυπόστατων θολών ιδεών και μηδενιστικών παραδοχών για ένα εθνικά στερημένο και ενωμένο πλανήτη, οι οποίες με κάθε λογικό κριτήριο ήταν ασύμβατες με την δομή και τις λειτουργίες του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπως διαμορφώθηκε και όπως εξελισσόταν τους δύο τελευταίους αιώνες.
Πλανητικές στρατηγικές ισορροπίες
Στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων, διόλου τυχαία η Θουκυδίδεια στρατηγική ανάλυση αναφερόταν όχι σε ουτοπίες και εσχατολογίες, αλλά σε ορθολογιστικές στρατηγικές που ρεαλιστικά και προς όφελος όλων θα προσανατολίζονταν προς ένα modus vivendi πλανητικών στρατηγικών ισορροπιών που θα ευνοούσαν την περιφερειακή και πλανητική σταθερότητα.
Ένας τέτοιος ρεαλιστικός προσανατολισμός απαιτούσε, μεταξύ άλλων
α) ένα νέο σύστημα οικονομικών, θεσμικών και πολιτικών σχέσεων που θα έφερναν την Ρωσία πιο κοντά στην Ευρώπη και στην Δύση,
β) η προσέγγιση της Ρωσίας μεταξύ άλλων είχε στρατηγικό σκοπό την διευκόλυνση μιας ήπιας εξισορρόπησης της ισχύος της Κίνας και
γ) θα μείωνε τις διενέξεις στις περιφέρειες και κυρίως στις ζώνες της Νότιας Ευρώπης, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Τα λάθη των ΗΠΑ
Για το γεγονός ότι δεν υιοθετήθηκε ένας τέτοιος προσανατολισμός, εξ αντικειμένου, ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό οι στρατηγικές των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες μετά το 1990 αποτελούσε το συντριπτικά ισχυρότερο κράτος του πλανήτη. Όπως πολλοί αναλυτές της στρατηγικής προειδοποιούσαν μια νέα πόλωση Δύσης Ρωσίας θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν τερματιζόταν η Ατλαντική Συμμαχία οι σκοποί της οποίας εκπληρώθηκαν μετά την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Όχι μόνο δεν υιοθετήθηκε αυτή η προσέγγιση αλλά η Συμμαχία επεκτάθηκε στην Κεντρική Ευρώπη, γεγονός που αναπόδραστα εκκόλαψε διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των δύο ισχυρότερων Μεταψυχροπολεμικών πυρηνικών δυνάμεων.
Επιπλέον, όσον αφορά την Ουκρανία οι προσεγγίσεις διαρκείας τριών δεκαετιών ενίσχυσαν αυτές τις τάσεις και όπως πολλοί προειδοποιούσαν οδήγησε σε σύγκρουση που εγκλώβισε τους δύσμοιρους Ουκρανούς στις Συμπληγάδες της αναμενόμενα επιθετικής Ρωσίας και των στρατηγικών των δυτικών κρατών που με κάθε αντικειμενικό κριτήριο εμπεριέχουν αβάστακτες αντιφάσεις. Έστω και αργοπορημένα ολοένα και περισσότεροι διερωτώνται για τους σκοπούς που εξυπηρετεί αυτή η σύγκρουση.
Επιπλέον, η εξώθηση της πολλαπλώς στρατηγικά αντιφατικής Ρωσίας προς την Κίνα είναι εξέλιξη βαθύτατων μελλοντικών στρατηγικών προεκτάσεων. Ακόμη πιο σημαντικό, οι σπασμωδικές στρατηγικές προσεγγίσεις των ΗΠΑ στις περιφέρειες και οι επεμβάσεις που αποσκοπούσαν να εκμεταλλευθούν τα κενά ισχύος που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, όχι μόνο αποσταθεροποίησαν πολλές περιφέρειες προκαλώντας αβάστακτες συμφορές σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά επιπλέον αναμενόμενα οδήγησαν στο γνωστό φαινόμενο της στρατηγικής υπερεπέκτασης.
Όπως πάντα ίσχυε στην ιστορία και όπως η στρατηγική ανάλυση αδιάλειπτα εξηγεί, η υπερεπέκταση θα είχε αρνητικές προεκτάσεις για τα Αμερικανικά συμφέροντα. Καταμαρτυρούμενα, τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ υποχωρούν σταδιακά και άτακτα από τις ζώνες στις οποίες διείσδυσαν τις δύο πρώτες Μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες με σκοπό την απόκτηση στρατηγικής υπεροχής και μεγαλύτερο έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πόρων. Η σχεδόν άτακτη υποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφχανιστάν και από περιοχές της Μέσης Ανατολής συνεχίζεται. Αυτές είναι οι αναπόδραστες συνέπειες κάθε στρατηγικής υπερεπέκτασης.
Το χρονίζον Παλαιστινιακό ζήτημα
Ακόμη πιο σημαντικό τα πιο πάνω γεγονότα και πολλά άλλα που αποσταθεροποιούσαν την Νότια Ευρώπη, την Μεσόγειο και την Μέση και Άπω Ανατολή, δημιούργησαν αντίρροπες τάσεις στις προσπάθειες των δύο τελευταίων δεκαετιών για να υπάρξει προσέγγιση και διέξοδος όσον αφορά το χρονίζον παλαιστινιακό ζήτημα (συζητήσεις για δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους - 1991, 1993,1994 και Όσλο ΙΙ, συντείνουσες προσεγγίσεις όπως οι «συμφωνίες του Αβραάμ»).
Εν μέσω κρίσεων και επεμβάσεων πάντως, έγιναν πολλές και σοβαρές προσπάθειες να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που αφορούσαν την δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους και που για ιστορικούς λόγους σχετίζονταν με αντικειμενικές δυσκολίες που δημιουργούνταν από τις εκατέρωθεν θέσεις. Για παράδειγμα, την χάραξη των συνόρων του Παλαιστινιακού κράτους, το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, το μέλλον των προσφύγων, η ασφάλεια του Ισραήλ και η ισραηλινή θέση ότι το Παλαιστινιακό κράτος αρχικά τουλάχιστον να έχει μόνο αστυνομικές δυνάμεις και καθόλου στρατιωτικές δυνάμεις. Μείζον ζήτημα, επίσης, είναι οι έποικοι του Ισραήλ οι οποίοι, πρέπει να τονιστεί, με κάθε κριτήριο διεθνούς δικαίου είναι παράνομοι.
Αναμενόμενα οι συζητήσεις γύρω από τον νέο πόλεμο στην Μέση Ανατολή, τον τρόπο που συνδέεται ή σχετίζεται με τον Πόλεμο της Ουκρανίας και το πως θα εξελιχθεί επηρεάζονται από την ρευστότητα και την αβεβαιότητα των στρατηγικών επιλογών των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων δυνάμεων και περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Σε γενικές γραμμές δεν ενδείκνυνται προβλέψεις αλλά καλή θέαση της μεγάλης εικόνας των στρατηγικών των εμπλεκομένων και προσπάθεια να φωτιστούν οι κατά τα άλλα γνωστές συνέπειες μιας κλιμάκωσης πέραν της Μεσανατολικής περιφέρειας. Κρίσιμης σημασίας είναι επίσης, να μην διατυπώνονται γνώμες που συνιστούν ύβρη για την κοινή λογική κάθε πολιτισμένου ανθρώπου. Για παράδειγμα, να αμφισβητείται η ευαισθησία κάποιου για τον θάνατο εγκλημάτων που οφείλεται είτε στην εγκληματική δράση τρομοκρατών όπως της Χαμάς είτε σε στρατηγικές αποφάσεις εγκληματικών προεκτάσεων όπως ο βομβαρδισμός και ο θάνατος αμάχων από το Ισραηλινό κράτος. Ιδιαίτερα όταν ένας φορέας επιστημονικών τίτλων παρεμβαίνει, απαιτείται να εξαντλεί όλα τα περιθώρια αξιολογικά ουδέτερης περιγραφής και να αποφεύγει να εισέρχεται στις Συμπληγάδες φανατισμένων αντιμαχιών που την σύγχρονη εποχή στο διαδίκτυο ενίοτε είναι οξύτατα υβριστικές και κατά κανόνα υπογράφονται με ψευδώνυμα.
Και τώρα τι;
Ολοκληρώνοντας, θα μπορούσαν να υπογραμμιστούν τα εξής όσον αφορά τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων που άρχισε μετά το ειδεχθές τρομοκρατικό πλήγμα της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Πρώτον, απαιτείται να συνεκτιμάται δεόντως το γεγονός ότι καταμαρτυρήθηκε η αδυναμία των διεθνών θεσμών να παρέμβουν σε μια τόσο σημαντική διεθνή κρίση και πολύ περισσότερο να διαχειριστούν την έξοδο από την κρίση.
Δεύτερον, στην αρχή του παρόντος έγινε αναφορά στην θέση που πολλοί διατύπωναν Μεταψυχροπολεμικά για την ανάγκη και το συμφέρον όλων των κρατών συμπεριλαμβανομένων των ηγεμονικών δυνάμεων να υπάρξουν νέες μορφές διεθνούς διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση ακραία επικίνδυνων φαινομένων.
Τα ελλείμματα καταμαρτυρήθηκαν τόσο από την ύπαρξη της Χαμάς και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων αλλά και τις σχέσεις τους με άλλα κράτη που ανενδοίαστα συνδέονται μαζί τους, συχνά συμπράττουν και είναι κατ’ ουσία αδιάφοροι για τα τρομακτικά τρομοκρατικά εγκλήματα όπως αυτό της 7ης Οκτωβρίου και για γεγονότα που ακολούθησαν με την Ισραηλινή αντεπίθεση.
Τα ελλείμματα καταμαρτυρήθηκαν, επίσης, επειδή ολοένα και περισσότερο δηλώνονται ή υπονοούνται ακραία επικίνδυνες θέσεις γύρω από τον ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου ο οποίος είναι κάτι το αδιανόητο εξ ου και στο παρελθόν υπήρξαν συμφωνίες που τώρα αποδυναμώνονται εάν όχι και σταδιακά ακυρώνονται.
Τρίτον, ενώ αναμφίβολα ο πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς στην Γάζα είναι ήδη φρικτών και αβάστακτων συνεπειών που θλίβουν κάθε πολιτισμένο άνθρωπο, ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που απαιτείται να τυγχάνει προσεκτικής ανάλυσης είναι το ενδεχόμενο κλιμάκωσης. Η κλιμάκωση έχει πολλά πιθανά στάδια και στην συγκεκριμένη περίπτωση που συζητάμε η κόκκινη γραμμή είναι μια κατευθείαν σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ στην οποία δηλώσεις και ισχυρές τάσεις που απορρέουν από την αποφασιστική εμπλοκή των ΗΠΑ δείχνουν ότι ενδέχεται να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση.
Ο παράγοντας Τουρκία
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να θιγεί, είναι η εμπλοκή της Τουρκίας. Ενώ εξ αντικειμένου δημιουργούνται πολλές απορίες για το «τι ξέρει ο Ερντογάν που δεν γνωρίζουμε εμείς» για να προσεγγίζει έτσι την κρίση κινούμενος αντίρροπα στο Ισραήλ και στις θέσεις των δυτικών δυνάμεων, είναι σίγουρο ότι η Άγκυρα αποφάσισε εν μέσω μιας τόσο μεγάλης κρίσης -οι προεκτάσεις της οποίας δεν τελειώνουν ακόμη και εάν υπάρξει άμεση εκεχειρία στην Γάζα- να προσανατολιστεί στρατηγικά προς τον Μουσουλμανικό κόσμο.
Αυτό δεν εκπλήττει εάν κανείς μελετά τον Αχμέτ Νταβούτογλου πρώην πρωθυπουργό και μέντορα της παρούσης πολιτικής εξουσίας και κυρίως του Ερτογάν και του Φιντάν. Χωρίς να επεκταθούμε εδώ για αυτό το μείζονος στρατηγικής σημασίας ζήτημα που αφορά ζωτικά την Ελλάδα, χρήζει να τονιστεί ότι ενώ ολοφάνερα η Τουρκία στρατηγικά σχοινοβατεί επικίνδυνα, τίποτα δεν είναι γραμμικά κινούμενο και βέβαιο. Αφενός, τα τελευταία χρόνια απέδειξε ότι σχοινοβατώντας στρατηγικά περισσότερο κερδίζει παρά χάνει και αφετέρου, οι διαιρέσεις εάν όχι και η αμηχανία στο δυτικό στρατόπεδο σε συνδυασμό με την εξέλιξη του πολέμου της Ουκρανίας αυξάνει τις δυνατότητες τις Άγκυρας για ελιγμούς και συναλλαγές.
Βέβαια, αυτό δεν ισχύει εάν διασχίσει κάποιες κόκκινες γραμμές και εάν υπάρξει μεγαλύτερη και βαθύτατων προεκτάσεων μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής.