Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος:
Η ουκρανική αντίσταση έναντι των Πολωνών κορυφώθηκε τα επόμενα είκοσι χρόνια. Μη αντέχοντας την πίεση των Κοζάκων και των αλλεπάλληλων αγροτικών εξεγέρσεων, ο βασιλιάς της Πολωνίας Βλαδίσλαος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία της ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρα για τον Καθησυχασμό των Πολιτών της Ελληνικής Πίστης).
Οι Πολωνοί επέτρεπαν πια στους ορθόδοξους να κτίζουν εκκλησίες, σχολεία, τυπογραφεία, να ιδρύουν αδελφότητες και να εκλέγουν ιεράρχες, ενώ η εκκλησιαστική περιουσία μοιράστηκε μεταξύ ορθόδοξης και ενωτικής Εκκλησίας. Μητροπολίτης Κιέβου εκλέχθηκε ο Πέτρος Μογίλα, σημαντική μορφή ολόκληρης της Ορθοδοξίας. Ίδρυσε το Κολέγιο Μογίλα στο Κίεβο, που είχε σκοπό οι σπουδαστές του να μπορούν να αντικρούουν τα επιχειρήματα των άλλων χριστιανικών δογμάτων.
Για τα δεδομένα της εποχής πρόσφερε πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση, με μαθήματα γραμματικής, ρητορικής, ποίησης, φιλοσοφίας, μαθηματικών, αστρονομίας, μουσικής και θεολογίας. Τα μαθήματα γίνονταν στα λατινικά, αλλά οι σπουδαστές μάθαιναν ουκρανικά, πολωνικά και ελληνικά. Αυτή η πνευματική προσπάθεια απέφερε γρήγορα καρπούς: ομάδα θεολόγων υπό τον πρύτανη του κολεγίου Ισάια Κοζλόβσκι συνέταξε την Ομολογία Ορθοδόξου Πίστεως, που το 1640 εγκρίθηκε από τους Ανατολικούς Πατριάρχες και αποτέλεσε βασικό εγχειρίδιο στην πάλη με καθολικούς και προτεστάντες.
Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, η πνευματικά πιο ανεπτυγμένη ουκρανική Εκκλησία επηρέασε βαθιά τη ρωσική και το 1685 ιδρύθηκε στη Μόσχα Σλαβο-ελληνικο-λατινική Ακαδημία στο πρότυπο της Ακαδημίας του Μογίλα. Η σπορά του Κύριλλου Λούκαρη, σαράντα χρόνια πριν, απέδωσε μεγάλη σοδειά.
Η πνευματική ανάταση έδωσε νέα ώθηση στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για εκδίωξη των Πολωνών. Ο σότνικ (βαθμός αντίστοιχου του λοχαγού στους Κοζάκους) Μπογκντάν Χμελνίτσκι, το 1648, ενώθηκε με τους Κοζάκους της Ζαπορίζια. Συνήψε συμμαχία με τους Τατάρους της Κριμαίας και άρχισε να στρατολογεί στρατό σε ολόκληρη την Ουκρανία.
Στις μάχες που έδωσε την ίδια χρονιά, κατατρόπωσε τα πολωνικά στρατεύματα και απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας ενώ, τον Ιανουάριο του 1649, απελευθέρωσε και το Κίεβο. Την ίδια χρονιά, ζήτησε τη συμπαράσταση της Ρωσίας, αλλά εκείνη δεν επιθυμούσε να εμπλακεί. Νίκησε για ακόμη μια φορά το πολωνικό εκστρατευτικό σώμα και ανάγκασε τους Πολωνούς να υπογράψουν συνθήκη που αναγνώριζε στην Ουκρανία καθεστώς αυτονομίας, γεγονός που δεν ικανοποίησε καθόλου τους αγρότες που παρέμεναν δουλοπάροικοι της πολωνικής και ουκρανικής φεουδαρχίας.
Το 1651, πολωνικά στρατεύματα από τα δυτικά, σε συντονισμό με λιθουανικά από τον βορρά και τη συνεπικουρία 20.000 Γερμανών μισθοφόρων, επιτέθηκαν εκ νέου στην Ουκρανία. Οι Ουκρανοί ζήτησαν εκ νέου τη βοήθεια της Ρωσίας, η οποία και πάλι την αρνήθηκε. Μη αντέχοντας τον συνδυασμό των επιθέσεων, αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη που επέστρεφε τη δυτική Ουκρανία στην Πολωνία.
Ο Χμελνίτσκι δεν έμεινε άπραγος, στράφηκε στα παραδουνάβια πριγκιπάτα για να βρει νέους συμμάχους και να δημιουργήσει μια μεγάλη ομοσπονδία της Πολωνίας, Λιθουανίας και Ουκρανίας, στην οποία όμως θα ήταν ισότιμα μέλη. Αλλά και αυτό το σχέδιο ναυάγησε γιατί ο διάδοχος της Μολδαβίας, Τιμόθεος, που είχε νυμφευθεί την κόρη του, σκοτώθηκε σε μάχη με τους Πολωνούς.
Στα τέλη του 1653, η Ρωσία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην Πολωνία και ο Χμελνίτσκι, βλέποντας τα υπόλοιπα σχέδιά του να ναυαγούν, στράφηκε στην ένωση με τη Ρωσία ως τελευταία σανίδα σωτηρίας του κινήματός του. Στο Περεγιασλάβ της κεντρικής Ουκρανίας, τον Μάρτιο του 1654, Ρώσοι και Ουκρανοί συμφώνησαν η Ουκρανία να βρεθεί υπό την προστασία του τσάρου, αλλά ως ανεξάρτητο κράτος (χατμανάτο), που θα εκλέγει τον αρχηγό του και θα διατηρεί δικό του στρατό και νόμισμα.
Γρήγορα ο πόλεμος γενικεύτηκε με τη συμμετοχή τόσο της Ρωσίας όσο και της Σουηδίας. Το 1656, οι Ρώσοι υπέγραψαν χωριστή συμφωνία με την Πολωνία προκαλώντας την οργή του Χμελνίτσκι. Ο Χμελνίτσκι πέθανε τον επόμενο χρόνο με το κλίμα μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών να επιβαρύνεται διαρκώς. Εν τέλει, με τη συνθήκη του Αντρούσοβο, το 1667, Ρωσία και Πολωνία μοίρασαν την Ουκρανία, με τη Ρωσία να λαμβάνει υπό τον έλεγχό της τη χώρα δεξιά του Δνείπερου καθώς και το Κίεβο, που βρίσκεται αριστερά του ποταμού.
Μετά την επανάσταση του Μπογκντάν Χμελνίτσκι, η υποδούλωση της Ουκρανίας από την Πολωνία και τη Λιθουανία, μια περίοδος σχεδόν 350 χρόνων, λαμβάνει τέλος, αλλά πια η Ουκρανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τους «ξάδερφους» Ρώσους που σταδιακά περιορίζουν την αυτονομία της.
Η ουκρανική ιστορία, ενώ θεωρεί τον Χμελνίτσκι εθνικό ήρωα και πατέρα του έθνους, παράλληλα όμως τον μέμφεται [2] για το γεγονός ότι έστρεψε την Ουκρανία προς τη Ρωσία και εγκαινίασε μια νέα εποχή βασάνων για τη χώρα, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η Ουκρανία υπό τσαρική κατοχή
Ο Μεγάλος Πέτρος ήθελε να μετατρέψει τους Κοζάκους σε επικουρικό στρατιωτικό σώμα του ρωσικού στρατού, καταπατώντας τη συμφωνία του Περεγιασλάβ σύμφωνα με την οποία ο στρατός των Κοζάκων θα προορίζεται μόνο για την υπεράσπιση της ρωσικής Ουκρανίας. Ο χατμάνος Ιβάν Μαζέπα, σπουδαγμένος στο κολέγιο του Μογίλα, πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος, κατά την έναρξη του νέου ρωσο-σουηδικού πολέμου ζήτησε από τον τσάρο στρατιωτική βοήθεια έναντι των Πολωνών που, ως σύμμαχοι των Σουηδών, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην ανατολική Ουκρανία.
Ο τσάρος αρνήθηκε τη βοήθεια και ο Μαζέπα, αντιλαμβανόμενος ότι αργά ή γρήγορα τα προνόμιά του θα περιορίζονταν, συμμάχησε με τους Σουηδούς που του υποσχέθηκαν την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. (Όταν η είδηση έφτασε στη Γαλλία, ο Βολταίρος έγραψε: «Η Ουκρανία απέβλεπε πάντα στην ελευθερία της»).
Ελάχιστοι Κοζάκοι τον ακολούθησαν, αρνούμενοι να στραφούν κατά των ομόδοξων Ρώσων, εκτός από τους Κοζάκους της Ζαπορίζια που θεώρησαν τους Σουηδούς ως το μικρότερο κακό.
Στη μάχη της Πολτάβα (βρίσκεται κοντά στο Χάρκοβο), το 1709, οι Σουηδοί ηττήθηκαν και μαζί οι ελπίδες των Ουκρανών για ανεξαρτησία. Ο ρωσικός στρατός κατεδάφισε τη Ζαπορίζια, ιστορικό λίκνο των Κοζάκων, και ο τσάρος διόρισε νέο χατμάνο, τον Ιβάν Σκοποπάντσκι που ήταν και ο τελευταίος σε αυτό το αξίωμα, αφού το 1722 κατήργησαν το αξίωμα [3]. Διατήρησαν την υπόλοιπη δομή του χατμανάτου μέχρι τα χρόνια της Μεγάλης Αικατερίνης.
Επί Αικατερίνης, η Ρωσία, με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1768-1774, κατέλαβε την Κριμαία, ενώ τα επόμενα χρόνια, με τους τρεις διαμελισμούς που επέβαλε στην Πολωνία μεταξύ του 1772-1796, η Ρωσία πήρε τη δυτική Ουκρανία και τη Λευκορωσία4, ενώ η Πολωνία μετατράπηκε σε ένα μικρό κρατίδιο υπό τον έλεγχο της Ρωσίας μέχρι το 1917. Η Ρωσία ενοποίησε την Ουκρανία, αλλά κατήργησε την όποια αυτονομία των Ουκρανών﮲ στη θέση του χατμανάτου δημιούργησε τη Νοβορωσία (Νέα Ρωσία), όρο που επανάφερε ο Πούτιν στον 21ο αιώνα, για να ονομάσει τις αποσχισθείσες περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ.
Η Ουκρανία
στα νεότερα χρόνια
Θάψτε µε όταν πεθάνω
Στην αγαπημένη µου Ουκρανία
Τoν τάφο µου κάντε σαν λόφο ψηλό
Στη μεγάλη πεδιάδα
Τα χωράφια, τις απέραντες στέπες
Του Δνείπερου τις απόκρημνες όχθες
Να βλέπουν τα µάτια µου, τα αυτιά µου να ακούνε
Του ποταμού τον δυνατό βρυχηθμό.
Τάρας Σεφτσένκο,
«Ζαποβίτ» («Διαθήκη»), 1845
Η ιστορία της σύγχρονης Ουκρανίας είναι συνυφασμένη με την πορεία του εθνικού ποιητή της, Τάρας Σεφτσένκο. Γεννήθηκε το 1814 από οικογένεια δουλοπαροίκων, ευτύχησε ο ιδιοκτήτης του να εκτιμήσει το ταλέντο του στη ζωγραφική και στη συγγραφή και να οργανώσει μια λαχειοφόρο αγορά για να συγκεντρωθούν χρήματα ώστε να εξαγοράσει την ελευθερία του. Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και το 1840 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Κομπζάρ».
Το έργο του ήταν εμπνευσμένο από τους παραδοσιακούς οργανοπαίκτες – πολύ συχνά βετεράνοι, τυφλοί ή ανάπηροι, Κοζάκοι πολεμιστές, που τραγουδούσαν τα βάσανα του ουκρανικού λαού. Είναι έργο σταθμός στην αφύπνιση της ουκρανικής εθνικής συνείδησης, αλλά και της ουκρανικής λογοτεχνίας και γλώσσας.
Το 1845, επέστρεψε στην Ουκρανία και εντάχθηκε στη μυστική οργάνωση «Αδελφότητα των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου» που συνδύαζε εθνικά και κοινωνικά αιτήματα, όπως την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας, την καθιέρωση υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία, στη θέση της τσαρικής Ρωσίας, μιας ομοσπονδίας ισότιμων σλαβικών κρατών.
Η Αδελφότητα δημιουργήθηκε το 1840 από τον ιστορικό Νικολάι Κοστομάροφ [5], αλλά γρήγορα το ανατρεπτικό της έργο έγινε αντιληπτό από την τσαρική αστυνομία η οποία, το 1847, συνέλαβε και έστειλε στην εξορία τα ηγετικά της μέλη. Ο Σεφτσένκο έμεινε δέκα χρόνια εξόριστος στα Ουράλια με αυστηρή σύσταση από τον τσάρο Νικόλαο Α΄ να του απαγορευτεί να γράφει και να ζωγραφίζει. Μετά τον θάνατο του τσάρου, 1855, απελευθερώθηκε, αλλά η πολύχρονη φυλάκιση τού στοίχισε και πέθανε το 1861.
Η κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 έδωσε πρόσθετη δυναμική στο εθνικό κίνημα των Ουκρανών, που όμως αντιμετώπιζε από τα πρώτα χρόνια της τσαρικής κατοχής το πρόβλημα της διγλωσσίας· οι μορφωμένες ανώτερες τάξεις ήταν ρωσόφωνες, ενώ τα κατώτερα στρώματα των πόλεων και οι αγρότες ουκρανόφωνοι. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1804, μεταξύ των γλωσσών που επέτρεψε να χρησιμοποιούνται στα δημόσια σχολεία δεν συμπεριέλαβε τα ουκρανικά.
Έτσι, μέχρι το 1917, η ουκρανική γλώσσα δεν διδασκόταν στα σχολεία και όποιος Ουκρανός επιθυμούσε να ανέλθει κοινωνικά έπρεπε αναγκαστικά να εκπαιδευτεί στα ρωσικά και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό να εκρωσιστεί.
Η αναγέννηση της ουκρανικής εθνικής συνείδησης στα μέσα του 19ου αιώνα είχε τόσο θορυβήσει τη ρωσική απολυταρχία ώστε ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄, το 1876, απαγόρευσε βιβλία και περιοδικά στην ουκρανική γλώσσα, την απαγόρευσε ακόμα και στο θέατρο, ενώ απαγόρευσε εκ νέου και τις οργανώσεις των Ουκρανών. Όμως, στο μικρό κομμάτι της Ουκρανίας που βρισκόταν υπό αυστριακό έλεγχο, υπήρχε αρκετή ελευθερία ώστε να διδάσκονται τα ουκρανικά. Και πάλι η Λβιβ, όπως τον 15ο αιώνα, αποτέλεσε το πνευματικό λίκνο της Ουκρανίας.
Με την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας το 1917, οι Ουκρανοί πίστεψαν ότι ήρθε η ώρα της ανεξαρτησίας τους. Τον Απρίλιο του 1917, ένας άλλος Ουκρανός ιστορικός, αλλά και με πλούσια πολιτική δράση, ο Μιχάιλο Χρουσέφσκι [6], νεοεκλεγμένος Πρόεδρος της Κεντρικής Ράντα (Κοινοβουλίου) και παλαιότερα στέλεχος του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος που δραστηριοποιούνταν στη Γαλικία, με αρκετές συλλήψεις και εξορίες στην πλάτη του, κατέληγε στον λόγο του: «…ας ορκιστούμε όλοι σαν ένας άνθρωπος ότι θα υπηρετήσουμε τη μεγάλη υπόθεση ομόφωνα…μέχρι να οικοδομήσουμε την ελεύθερη Ουκρανία!».
Από τα τέλη του 1917, η νεαρή δημοκρατία αντιμετώπιζε πλήθος εχθρών (Κόκκινος Στρατός, στρατός των Λευκών, γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα) που σχεδίαζαν να την καταλάβουν.
Τον Ιανουάριο του 1918, ο Λένιν ζήτησε από τον Κόκκινο Στρατό να καταλάβει το Κίεβο και να εγκαθιδρύσει ένα κατοχικό καθεστώς. Με την υπογραφή της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ, το 1918, δηλαδή την ανακωχή μεταξύ Γερμανών και μπολσεβίκικης Ρωσίας, η Ουκρανία ουδετεροποιήθηκε και τα γερμανικά στρατεύματα έδιωξαν τους μπολσεβίκους από τη χώρα.
Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος με κινήματα και αντικινήματα και έναν πόλεμο με την Πολωνία που ανακατέλαβε, μετά από αιώνες, τη δυτική Ουκρανία και τη διατήρησε μέχρι το 1939, όταν εκ νέου η (χιτλερική) Γερμανία και η (σταλινική) Ρωσία διαμέλισαν και πάλι την Πολωνία (σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ).
Οι μπολσεβίκοι σύντομα αντιλήφθηκαν ότι ο σιτοβολώνας της Ουκρανίας τούς ήταν απαραίτητος για τον ανεφοδιασμό των μεγάλων αστικών κέντρων τους. Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης η εξουσία τους κρεμόταν από μια κλωστή και χωρίς το στάρι της Ουκρανίας δύσκολα θα τη διατηρούσαν. Κατέλαβαν για δεύτερη φορά το Κίεβο, τον Ιανουάριο του 1919, και πρώτη τους δουλειά ήταν η επίταξη τροφίμων. Εν συνεχεία, θα απαγορεύσουν την κυκλοφορία των ουκρανικών εφημερίδων και τη διδασκαλία της ουκρανικής γλώσσας στα σχολεία, θα κλείσουν τα ουκρανικά θέατρα κ.λπ. Τον Αύγουστο του 1919, οι μπολσεβίκοι εκδιώχθηκαν για δεύτερη φορά από το Κίεβο και στην ύπαιθρο ξέσπασε η μεγάλη αγροτική εξέγερση του Μαχνό.
Η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης του ρωσικού εμφυλίου μεταξύ Λευκών και Κόκκινου Στρατού και το Κίεβο κατελήφθη αυτήν τη φορά από τον στρατηγό Ντενίκιν. Αυτός, παρότι θανάσιμος εχθρός των μπολσεβίκων, έτρεφε τα ίδια μεγαλορωσικά συναισθήματα, αποκαλούσε την Ουκρανία «Μικρή Ρωσία», απαγόρευσε την ουκρανική κουλτούρα και επέστρεψε τη γη στους μεγαλογαιοκτήμονες.
Αν ακολουθούσε διαφορετική τακτική έναντι των Ουκρανών, ίσως να είχε περισσότερες πιθανότητες νίκης στον εμφύλιο. Τον Οκτώβριο του 1919, όταν βάδιζε εναντίον της Μόσχας, ο Μαύρος Στρατός του Μαχνό χτυπούσε συστηματικά τις γραμμές ανεφοδιασμού του και αποδεκάτιζε το στράτευμά του (υπολογίζεται ότι σκότωσε πάνω από δεκαοκτώ χιλιάδες στρατιώτες των Λευκών), με αποτέλεσμα να οπισθοχωρήσει νότια. Μετά από έναν σύντομο ρωσο-πολωνικό πόλεμο, τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν για τρίτη φορά, οριστικά πλέον, το Κίεβο.
Μετά από ένα διάλειμμα τριών ετών, η Ουκρανία επανήλθε υπό την κυριαρχία της Ρωσίας· τώρα πια δεν αντιμετώπιζαν την απολυταρχία του τσάρου, αλλά τη δικτατορία του Κόμματος. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στα ανατολικά, στο Χάρκοβο, με το πολυπληθές προλεταριάτο. Μετά από μια τριετία συγκρούσεων, η σοδειά του 1921 ήταν ελάχιστη και ο λιμός που ακολούθησε ήταν η κορύφωση του δράματος. Ο Λένιν αποδέχτηκε την ξένη επισιτιστική βοήθεια που του προσφέρθηκε, παρ’ όλα αυτά όμως τα θύματα του λιμού το 1921-22 στη νότια Ουκρανία υπολογίζονται από 250 χιλ. έως μισό εκατ.
Ο Λένιν αντιλήφθηκε ότι τα χρόνια του πολεμικού κομμουνισμού είχαν κάνει μισητούς τους μπολσεβίκους σε ευρύτατα στρώματα και, παράλληλα με τη ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), χαλάρωσε και τα γκέμια έναντι των μειονοτήτων που περιλάμβανε η Σοβιετική Ένωση.
Στην Ουκρανία, η νέα γραμμή πήρε την ονομασία «ουκρανοποίηση», δηλαδή αναγνώριζε την ουκρανική ταυτότητα και της παραχωρούσε περιθώρια έκφρασης, ενώ στο δημόσιο επέβαλαν τη διγλωσσία απαιτώντας από τους δημόσιους υπαλλήλους να μάθουν ουκρανικά. Αρκετοί διανοούμενοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, μεταξύ των οποίων και ο Χρουσέφσκι [7], παρασυρμένοι από τις υποσχέσεις του Λένιν για πνευματική ελευθερία.
Το 1929, ο Στάλιν, αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε ξεδοντιάσει την αριστερή αντιπολίτευση του Τρότσκι και των στενών συνεργατών του Λένιν, Κάμενεφ-Ζηνόβιεφ, αποφάσισε να εφαρμόσει το πρόγραμμα της κολεκτιβοποίησης της γης. Οι αγρότες σε όλη τη Σοβιετία (και ιδιαιτέρως στην Ουκρανία) αρνήθηκαν να παραδώσουν τη γη τους για να ενταχθούν στα κολχόζ. Καθώς η επιχείρηση της κολεκτιβοποίησης δεν εξελισσόταν σύμφωνα με τις επιθυμίες του Στάλιν, αυτός ζητούσε από τις αγροτικές επαρχίες όλο και μεγαλύτερες ποσότητες σιτηρών προκειμένου να τα εξαγάγει και έτσι να κερδίσει η Σοβιετική Ένωση σκληρό συνάλλαγμα για την αγορά από το εξωτερικό μηχανών απαραίτητων στη βιομηχανία. Για να ιδεολογικοποιήσει την αρπαγή τροφίμων από την ύπαιθρο έκανε χρήση μυθευμάτων περί κουλάκων (ισχυρών μεγαλοαγροτών) που κρύβουν τη σοδειά.
Οι επιτάξεις τροφίμων και η τρομοκρατία στην ύπαιθρο προκάλεσαν εκτεταμένο λιμό, πολύ μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο του 1921-22, ενώ, για να εκδικηθεί την Ουκρανία για τη στάση της τα προηγούμενα χρόνια, αρνήθηκε πεισματικά οποιαδήποτε ξένη επισιτιστική βοήθεια.
Το Χολοντομόρ (από τις λέξεις χολόντ=πείνα και μορ=εξόντωση) που προκάλεσε ο Στάλιν οδήγησε στον θάνατο τουλάχιστον 5 εκατ. πολίτες, εκ των οποίων 3,9 εκατ. Ουκρανοί, ενώ εξανάγκασε εκατοντάδες χιλιάδες «κουλάκους» να μεταναστεύσουν στις βορειοανατολικές αραιοκατοικημένες επαρχίες.
Το Πολιτικό Γραφείο, με δύο μυστικά διατάγματα τον Δεκέμβριο του 1932, κατηγόρησε ως υπεύθυνη για την αποτυχία των επιτάξεων την «ουκρανοποίηση». Η ουκρανική γλώσσα απαγορεύτηκε στη δημόσια σφαίρα, ενώ έκλεισαν όσοι οργανισμοί συνδέονταν με αυτήν όπως πανεπιστήμια, ακαδημίες, μουσεία κ.λπ.
Η Γκεπεού, (προκάτοχος της Κα Γκε Μπε) συνέλαβε και εκτέλεσε ή έστειλε στα γκουλάγκ, που έκτοτε ξεκίνησαν να δουλεύουν με πυρετώδεις ρυθμούς, την ουκρανική διανόηση, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του Κ.Κ. Ουκρανίας που χρεώθηκε την αποτυχία (μόνο το 1932 συνέλαβε 27 χιλ. μέλη του). Ακόμα και μεγαλοστελέχη του ουκρανικού ΚΚ, όπως ο Μίκολα Σκρίπνικ, στενός συνεργάτης του Λένιν και οπαδός της «ουκρανοποίησης», εξωθήθηκαν στην αυτοκτονία.
Μετά την ανεξαρτησία της, η Ουκρανία αναγνώρισε το Χολοντομόρ και, τα τελευταία χρόνια, κάνει προσπάθειες να αναγνωριστεί διεθνώς ως γενοκτονία, αλλά αντιμετωπίζει τη σθεναρή αντίσταση της Ρωσίας η οποία, ακολουθώντας στάση ανάλογη της Τουρκίας για τη γενοκτονία που διέπραξε κατά των ορθοδόξων χριστιανών το διάστημα 1914-1922, υποβαθμίζει τα γεγονότα και πιέζει χώρες που ελέγχει να μην το αναγνωρίσουν.
Το 1954, η Μόσχα εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο η Κριμαία μεταβιβαζόταν από τη Ρωσική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Ουκρανική και ως αιτιολογία προβάλλονταν οι στενοί γεωγραφικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί δεσμοί της με την Ουκρανία.
Οι Ρώσοι κατηγορούν τον Χρουστώφ [8] ότι, ως ουκρανικής καταγωγής από τη μητέρα του, αλλά και ότι –επειδή, ως ανερχόμενο στέλεχος στα χρόνια του Στάλιν, γνώριζε από πρώτο χέρι τα εγκλήματα του σταλινισμού στην Ουκρανία– είχε τύψεις και έκανε την Κριμαία δώρο στην Ουκρανία. Η κόρη του ανταπαντά ότι τα κίνητρά του ήταν πολύ πιο πεζά, μιας και η Κριμαία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης και ηλεκτρικής ενέργειας και ήταν ανάγκη να ενωθεί με την εγγύτερη Ουκρανία.
Το 1990, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην Ουκρανία και, έναν χρόνο αργότερα, σε δημοψήφισμα, το 92,3% των Ουκρανών ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας (το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας στην περιφέρεια του Ντονιέτσκ ήταν 83% και στην Κριμαία 54%).
Τρία χρόνια αργότερα, η ουκρανική ηγεσία διέπραξε ένα σφάλμα που κατατρύχει έκτοτε την Ουκρανία: συναίνεσε να παραδώσει στη Ρωσία τα πυρηνικά όπλα της Σοβιετικής Ένωσης που βρίσκονταν στο έδαφός της, λαμβάνοντας εγγυήσεις για την ακεραιότητα των συνόρων της από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Ρωσία. Ενώ γίνεται τεράστια συζήτηση για το αν υποσχέθηκαν ή όχι οι δυτικοί προφορικά στον Γκορμπατσόφ τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι δημοσιολογούντες «ξεχνούν» ότι το 1994 υπογράφτηκε μια συνθήκη όπου και η ίδια η Ρωσία εγγυούνταν την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Όσο και αν Ουκρανοί και Ρώσοι έχουν κοινή ιστορική και θρησκευτική ρίζα, τους χωρίζουν πια ποταμοί αίματος. Ο ουκρανικός εθνισμός, τους τελευταίους 3,5 αιώνες, έχει οικοδομηθεί μέσω της αντίστασης στους Ρώσους. Η εν εξελίξει ρωσική εισβολή χαλυβδώνει έτι περαιτέρω τους Ουκρανούς και σπρώχνει ακόμα και εκείνους τους ρωσόφωνους που διατηρούσαν επαφές με τη Ρωσία να ενταχθούν πια πλήρως στο ουκρανικό έθνος.
***
*Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, Εναλλακτικές Εκδόσεις 1992, που ταιριάζει και στην περίπτωση της Ουκρανίας.
1 Στην Ελλάδα, ως παραδείγματα επεκτατικών αυτοκρατοριών, αναφερόμαστε πιο συχνά στην αγγλική αυτοκρατορία ή στις ΗΠΑ, μας διαφεύγει όμως ότι το μοσχοβίτικο κράτος, εκκινώντας από μια μικροσκοπική κοιτίδα, έφτασε μέσα σε μερικούς αιώνες να ελέγχει μια έκταση από το Βλαδιβοστόκ έως τα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα και τη Βαρσοβία. Αυτά ήταν τα σύνορα της τσαρικής Ρωσίας το 1913 και που σε μεγάλο βαθμό κληροδότησε στη Σοβιετική Ένωση και στη σύγχρονη Ρωσία.
2 Ο Τάρας Σεφτσένκο δύο αιώνες μετά, σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο, του άσκησε δριμύτατη κριτική για το ότι εντέλει αντικατέστησε τους Πολωνούς επικυρίαρχους με τους Ρώσους.
3 Η ρωσική Εκκλησία αναθεμάτισε τον Μαζέπα και μέχρι την ανεξαρτησία της Ουκρανίας έφερε το στίγμα του προδότη. Από το 1991 σταδιακά αποκαταστάθηκε και το 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκρινε το ανάθεμα ως μη κανονικό.
4 Μεγάλα τμήματα της Πολωνίας έλαβε και η Πρωσία τόσο με τον πρώτο διαμελισμό όσο και με τον δεύτερο, αλλά και μικρότερα η Αυστρία.
5 Ιστορικός και λαογράφος, γιος ενός Ρώσου αριστοκράτη και μιας Ουκρανής δουλοπάροικου, από τους πρώτους που επισήμαναν ότι Ρώσοι και Ουκρανοί δεν είναι το ίδιο έθνος. Επηρέασε τους ναρόντνικους και εξέδωσε πολλά βιβλία για την ιστορία των κοζάκων, τον Μπογκντάν Χμελνίτσκι, τον Ιβάν Μαζέπα, τη δημοτική ποίηση της Ουκρανίας κ.λπ.
6 Συγγραφέας μεταξύ άλλων του δεκάτομου έργου Ιστορία της Ουκρανίας των Ρως.
7 Ο Χρουσέφσκι συνελήφθη το 1931 και πέθανε το 1934 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον Καύκασο όπου ήταν εξόριστος. Οι σταλινικοί πραγματοποίησαν τρεις δημόσιες συζητήσεις στο Κίεβο για να απονομιμοποιήσουν και αποκηρύξουν το έργο του.
8 Η κατάσταση στην Ουκρανία ηρέμησε όταν ανέλαβε ο Χρουστσώφ Γραμματέας του ΚΚ Ουκρανίας το 1939. Εργάτης από το Χάρκοβο, ο Χρουτσώφ ανέβηκε ταχέως στην ιεραρχία του Κόμματος όταν τον πήρε υπό την προστασία του ο Λαζάρ Καγκάνοβιτς και τον εισήγαγε στον κλειστό κύκλο των έμπιστων του Στάλιν.