Τσιγγάνικοι ρυθμοί που ξεσηκώνουν και βιολιά έτοιμα να βάλουν φωτιά. Στο μυαλό των περισσοτέρων, αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ουγγρικής μουσικής παράδοσης. Μέχρι που ο Ζόλταν Κόνταϊ και ο Μπέλα Μπάρτοκ αποφάσισαν να καταγράψουν την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας τους ταξιδεύοντας μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στις 24 Νοεμβρίου, παρουσιάζει συνθέσεις εμπνευσμένες από την ουγγρική λαϊκή ψυχή.
Η βραδιά ανοίγει με το ατμοσφαιρικό Lontano του Γκιέργκι Λίγκετι, ενός από τους σπουδαιότερους συνθέτες της αβανγκάρντ στον τέλος του 20ου αιώνα.
Στη συνέχεια, ο Εξάρχων της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου και δραστήριος σολίστ Ρομάν Σίμοβιτς ερμηνεύει το Δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ. Δημιουργία, που ολοκληρώθηκε υπό την βαριά άνοδο του φασισμού.
Ακόμη, ο διάσημος Βρετανός αρχιμουσικός Στέφαν Άσμπερι, ηγείται της συμφωνικής σουίτας Χάρι Γιάνος από την ομώνυμη κωμική όπερα του Ζόλταν Κόνταϋ. Χιουμοριστική γραφή, λυρισμός και θέματα λαϊκών τραγουδιών διατρέχουν αυτό το απολαυστικό έργο, κάθε μέρος του οποίου αποτελεί και μια περιπέτεια του «παραμυθά» ήρωά του.
Η βραδιά κλείνει θριαμβευτικά με δύο από τους Ουγγρικούς Χορούς του Γιοχάνες Μπραμς. Η απόπειρα του συνθέτη να «μεταγράψει» την ουγγρική ιδιοσυγκρασία σε συμφωνικούς ήχους έμελλε να γίνει από τα γνωστότερα και πιο αγαπητά έργα του.
Ρομάν Σίμοβιτς: Ένα από τα πιο απαιτητικά έργα που έχω ερμηνεύσει
Ο Ρομάν Σίμοβιτς δηλώνει με αφορμή τη συναυλία με την ΚΟΑ ότι «το Δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί του Μπάρτοκ είναι ένα από τα πιο απαιτητικά έργα που έχω ερμηνεύσει. Από τη μία, εμπεριέχει υπέροχες μελωδίες και από την άλλη, περιγράφει μουσικά την αγριότητα λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Στέφαν Άσμπερι: Ανυπομονώ πολύ να διευθύνω αυτό το πρόγραμμα!
«Το πρόγραμμα της συναυλίας περιλαμβάνει έργα τριών εκ των μεγαλύτερων συνθετών του 20ού αιώνα, του Μπάρτοκ, του Κόνταϋ και του Λίγκετι», σχολιάζει ο μαέστρος Στέφαν Άσμπερι. «Οι συγκεκριμένοι τυχαίνει, επίσης, να είναι σπουδαίοι Ούγγροι συνθέτες που χρησιμοποίησαν τα λαϊκά ιδιώματα και τη μουσική της πατρίδας τους για να δημιουργήσουν μουσική εντελώς μοναδική που αφενός ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και αφετέρου τιμά όσα τους ενέπνευσαν. Τα έργα συνδέονται, επίσης, με την πολιτική ζωή της χώρας. Το κονσέρτο για βιολί του Μπάρτοκ να γράφτηκε σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας για τον ίδιο αλλά και για την Ευρώπη, λίγο πριν τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χάρι Γιάνος του Κόνταϋ είναι μια εξαιρετικά χιουμοριστική και συγκινητική αφήγηση που περιγράφει τα ζωηρά (και κυρίως αναληθή) κατορθώματα ενός βετεράνου του στρατού κατά τη διάρκεια των διαφόρων συγκρούσεων του 19ου αιώνα. Ο Λιγκέτι επηρεάστηκε έντονα από το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του και την καταπιεστική κουλτούρα του και η μουσική του έχει ως αποτέλεσμα μια εσωτερική ένταση. Όπως και οι άλλοι συνθέτες, ο Μπραμς εμπνεύστηκε από θέματα και ρυθμούς της παλιάς Ουγγαρίας και ενορχήστρωσε πολλούς χορούς με το δικό του στυλ. Ανυπομονώ πολύ να διευθύνω αυτό το πρόγραμμα!».
Για την ιστορία
Γκιέργκι Λίγκετι (1923 – 2006)
Lontano (1967) για μεγάλη ορχήστρα
Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του ουγγρικού λαού από τα σοβιετικά στρατεύματα το Νοέμβριο του 1956 ανάγκασε τον Λίγκετι να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα του αναζητώντας καταφύγιο στη Δύση. Πολύ σύντομα ο συνθέτης, που μέχρι τότε είχε γράψει τα πρώτα του έργα σε ένα ιδίωμα εν πολλοίς επηρεασμένο από τον συμπατριώτη του Μπέλα Μπάρτοκ, είχε την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τις ραγδαίες εξελίξεις της μουσικής πρωτοπορίας και να διαμορφώσει έναν εντελώς προσωπικό τρόπο έκφρασης. Έτσι, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη δεκαετία του ’60 ο Λίγκετι συνέθεσε μία σειρά πρωτοποριακών έργων, τα οποία έμελλε να τον καταστήσουν άμεσα ως έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα με τεράστια απήχηση και επίδραση στα μουσικά δρώμενα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ανάμεσα στα έργα αυτής της περιόδου ξεχωρίζει το συμφωνικό Lontano (που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «μακρινό»). Γραμμένο το 1967, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 22 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Ντοναουέσινγκεν από την Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Ραδιοφωνίας του Μπάντεν-Μπάντεν υπό τη διεύθυνση του Ερνέστ Μπουρ. Η δόμηση του έργου βασίζεται στην αρχή της λεγόμενης «μικροπολυφωνίας», ένα πυκνό δίκτυο πολλών, ανεξάρτητων φωνών που η μία μιμείται την άλλη και κινούνται παράλληλα δημιουργώντας μία ιδιαίτερη αίσθηση πολλών, ανεπαίσθητων και παρασκηνιακών ηχητικών κινήσεων, μέσα σε ένα ηχητικό τοπίο που σε ευρεία θεώρηση φαντάζει στατικό. Έτσι, στο Lontano, κάθε μουσικός της ορχήστρας παίζει κάτι διαφορετικό. Οι διαφορετικές είσοδοι δημιουργούν λεπτές διαφοροποιήσεις στο ηχόχρωμα. Επιπλέον, οι μεταβολές των δυναμικών είναι τόσο λεπτές και σταδιακές που μετά βίας γίνονται αντιληπτές. Στην αρχή η μουσική δείχνει να μην έχει κανένα στοιχείο μελωδικότητας παρά να συνιστά έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο ηχητικό όγκο με αμέτρητες διαφοροποιήσεις των συνηχήσεων που προκύπτουν. Η ίδια η αρμονία καθίσταται πλέον αντιληπτή όχι ως συγχορδία αλλά ως ένα φάσμα που διαρκώς μεταμορφώνεται, γίνεται ηχόχρωμα ή κινείται στα όρια της σιωπής. Η αργά εξελισσόμενη αυτή διαδικασία διακόπτεται μόνο δύο φορές από εκκωφαντικές σιωπές. Σε τελική ανάλυση, το έργο συνιστά μία ευφάνταστη σπουδή πάνω στις αμέτρητες αποχρώσεις του συμφωνικού ήχου, θυμίζοντας τα παιχνίδια του φωτός, καθώς αυτό περνά μέσα από ένα υαλογράφημα σε μία εκκλησία της Δύσης.
Μπέλα Μπάρτοκ (1881 – 1945)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.2
Allegro non troppo
Andante tranquillo
Allegro molto
Προϊόν του νεανικού έρωτα του Μπάρτοκ για τη βιολονίστα Στέφι Γκέγιερ ήταν ένα κοντσέρτο για βιολί, γραμμένο για εκείνη κατά τα έτη 1907-1908. Το χειρόγραφο, που της εμπιστεύθηκε ο συνθέτης, ανακαλύφθηκε μετά τον θάνατό της (1956) και έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Μπάρτοκ, με συνέπεια το μόνο γνωστό ως τότε κοντσέρτο του για βιολί να λάβει τον αριθμό 2.
Ο σημαντικός Ούγγρος βιολονίστας Ζόλταν Σέκελυ πρότεινε το 1936 στον Μπάρτοκ να συνθέσει για εκείνον ένα κοντσέρτο για βιολί. Πράγματι, ο δεύτερος στις αρχές του 1937, ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα έργο για βιολί και ορχήστρα υπό τη μορφή παραλλαγών, αν και ο Σέκελυ επέμεινε στο αίτημα για ένα πλήρες κοντσέρτο με τρία μέρη. Ο Μπάρτοκ τελικά συμφώνησε και ολοκλήρωσε το Κοντσέρτο στα τέλη του 1938. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1939 στο Άμστερνταμ με σολίστα τον Σέκελυ και την Ορχήστρα Concertgebouw υπό τη διεύθυνση του Βίλεμ Μένγκελμπεργκ.
Φαίνεται πως στη σκέψη του συνθέτη, η φόρμα των παραλλαγών ήταν ισχυρή, αφού αυτές, άλλοτε φανερά και άλλοτε σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρυτανεύουν σε όλο το Κοντσέρτο. Το πρώτο θέμα του πρώτου μέρους είναι υφολογικά εμπνευσμένο από τον ουγγρικό χορό verbunkos, που αποτέλεσε το πλέον διάσημο και διαδεδομένο είδος οργανικής παραδοσιακής μουσικής της Ουγγαρίας κατά τον 19ο αιώνα.
Οι απαρχές των verbunkos ανάγονται στο 18ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκαν από εγχώριους στρατιωτικούς παράγοντες, ως ένας ιδιάζων (αλλά όπως φαίνεται αποτελεσματικός) τρόπος προσέλκυσης νέων ανδρών για τη στρατολόγησή τους. Το δεύτερο θέμα του πρώτου μέρους αποτελεί μία πολύ προσωπική και εντελώς επιλεκτική αφομοίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής του Σαίνμπεργκ, αν και οι τονικές ρίζες του θέματος αποδεικνύονται ισχυρές. Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία σειρά έξη παραλλαγών πάνω σε μία εκφραστικότατη μελωδία, που παρουσιάζεται άμεσα από το σόλο βιολί. Η κυρίαρχη ατμόσφαιρα είναι χαρακτηριστική της λεγόμενης «νυχτερινής μουσικής» του Μπάρτοκ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον δημιουργό για να αποδώσει τη μουσική του εκείνη, που αποσκοπεί στο να αποτυπώσει τους ήχους αλλά και τη γενικότερη αίσθηση της νύχτας στη φύση. Κατά πολύ πρωτότυπο τρόπο, όλο το φινάλε θα μπορούσε να περιγραφεί ως ελεύθερη παραλλαγή του πρώτου μέρους, μία εκ νέου επεξεργασία του θεματικού του υλικού, που επιστρατεύει νέα ρυθμικά σχήματα και ορχηστρικά ηχοχρώματα για να αποδώσει μία πιο ατίθαση, χορευτική αλλά και δεξιοτεχνική εκδοχή του.
Ζόλταν Κόνταϋ (1882 – 1967)
Σουίτα από την όπερα «Χάρι Γιάνος»
Πρελούδιο: το παραμύθι ξεκινά
Το μουσικό ρολόι της Βιέννης
Τραγούδι
Η μάχη και η ήττα του Ναπολέοντα
Ιντερμέτζο
Είσοδος του αυτοκράτορα και της συνοδείας του
Οι βίοι του Ζόλταν Κόνταϋ και του Μπέλα Μπάρτοκ υπήρξαν παράλληλοι στα νεανικά τους τουλάχιστον χρόνια και σφραγίστηκαν, πέραν από την παράλληλη μουσική τους εκπαίδευση, από την κοινή τους αγάπη για την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας τους, τη συστηματική μελέτη και καταγραφή της αλλά και την έντονη επίδρασή της στο συνθετικό τους έργο. Το 1926 ο πρώτος, έχοντας προ πολλού γνωρίσει και επηρεαστεί (και) από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό του Ντεμπυσύ, συνέθεσε μία τετράπρακτη κωμική όπερα με τίτλο «Χάρι Γιάνος», βασισμένη στο έργο «Ο βετεράνος» του Ούγγρου συγγραφέα Γιάνος Γκάραϋ. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας βετεράνος στρατιώτης που αρέσκεται στο να αφηγείται φανταστικά ανδραγαθήματα και περιπέτειες, με τη δέουσα μεγαλοποίησή τους προς εντυπωσιασμό των ακροατών του. Το έργο ανέβηκε το 1926 στη Βασιλική Όπερα της Βουδαπέστης, ενώ τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς δόθηκε στη Βαρκελώνη υπό τη διεύθυνση του Άνταλ Φλάισερ η πρεμιέρα της συμφωνικής Σουίτας, που ο συνθέτης σχηματοποίησε με χαρακτηριστικά αποσπάσματα της μουσικής του. Το σχόλιο του Κόνταϋ για τον ήρωα της όπεράς του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Ο Χάρι είναι ένας χωρικός, ένας βετεράνος που μέρα με τη μέρα κάθεται στην ταβέρνα και κομπάζει για τα ηρωικά του κατορθώματα. Οι ιστορίες που πηγάζουν από τη φαντασία του είναι ένα κράμα ρεαλισμού και αφέλειας, χιούμορ και πάθους. Παρόλο που φαίνεται σαν ένας απλός καυχησιάρης, στην ουσία είναι ένας οραματιστής και ποιητής. Το ότι οι ιστορίες του είναι ψεύτικες δεν έχει σημασία, γιατί είναι καρπός μιας καλπάζουσας φαντασίας που πασχίζει να δημιουργήσει -για τον ίδιο και για τους άλλους- έναν όμορφο, ονειρικό κόσμο.»
Η μουσική της όπερας (και κατ’ επέκταση της Σουίτας), σε απόλυτη συνάφεια με τον κωμικό και λαϊκό χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα και των αφηγήσεών του, είναι γεμάτη ζωντάνια, σπαρταριστή αφηγηματικότητα, χιούμορ και φυσικά βρίθει μελωδιών, ρυθμών και ηχοχρωμάτων (όπως είναι ο ήχος του παραδοσιακού τσίμπαλου, που θυμίζει το δικό μας σαντούρι) δανεισμένων από την ουγγρική μουσική παράδοση, μεταφερμένων βεβαίως μέσα σε ένα εκλεπτυσμένο, συμφωνικό περιβάλλον.
Η Σουίτα ξεκινά μιμούμενη ένα… φτέρνισμα, παραπέμποντας έτσι εμμέσως στη λαϊκή πεποίθηση πως όταν κάποιος φτερνίζεται πριν πει κάτι, αυτό είναι οπωσδήποτε αλήθεια. Στο δεύτερο μέρος, ο ήρωας βρίσκεται στη Βιέννη και βλέπει το μεγάλο ρολόι στο ανάκτορο του Σένμπρουν, το οποίο ηχεί και αναγγέλλει μία παρέλαση από ξύλινους στρατιώτες. Στη συνέχεια, ο Χάρι και η μνηστή του νιώθουν νοσταλγία για την πατρίδα τους και η βιόλα ξετυλίγει μία μελαγχολική μελωδία που εμπλουτίζουν τα ξύλινα πνευστά. Τα τρομπόνια κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο τέταρτο μέρος καλώντας σε μάχη. Το αρχικό γαλλικό εμβατήριο που υπόσχεται έναν εύκολο θρίαμβο για τις δυνάμεις του Ναπολέοντα καταλήγει σε μοιρολόι. Το Ιντερμέτζο είναι ένα νευρώδες, τυπικό ουγγρικό τσάρντας, ενώ η στομφώδης μουσική του φινάλε αναπαριστά τον Αυστριακό αυτοκράτορα και τους αυλικούς του που ευχαριστούν τον Χάρι Γιάνος για τον προσωπικό του θρίαμβο κατά των δυνάμεων του Ναπολέοντα – και πίσω από την τελική φανφάρα κρύβεται η αναμενόμενη πλουσιοπάροχη αμοιβή του ήρωα από τον ευγνώμονα ηγεμόνα.
Γιοχάνες Μπραμς (1833 – 1897)
Δύο Ουγγρικοί Χοροί
Σε ηλικία 17 ετών (1850) ο Μπραμς γνωρίζει στο Αμβούργο τον Ούγγρο βιρτουόζο βιολιστή Έντε Ρέμενι, ο οποίος φτάνει στην πόλη ως πολιτικός πρόσφυγας και ξεκινά να δίνει συναυλίες παίζοντας μεταξύ άλλων τσιγγάνικη μουσική. Μία μουσική, που στο μυαλό των Ευρωπαίων της εποχής ήταν ταυτισμένη με την παραδοσιακή μουσική της Ουγγαρίας – στοιχείο εντελώς ανακριβές, που πολλά χρόνια αργότερα θα καταδεικνυόταν χάρη στη μελέτη της αυθεντικής ουγγρικής μουσικής από τους Μπάρτοκ και Κόνταϋ. Ο Μπραμς, εντυπωσιασμένος από την εξωστρεφή, αυτοσχεδιαστική και έντονα χορευτική μουσική που άκουγε από τον Ρέμενι, ξεκίνησε να τον συνοδεύει στο πιάνο και μαζί μάλιστα πραγματοποίησαν συναυλιακές περιοδείες.
Αυτή η μουσική αγάπη δεν εγκατέλειψε ποτέ τον συνθέτη, ο οποίος μεγαλώνοντας απολάμβανε σταθερά τους «ουγγρικούς» (αλλά στην πραγματικότητα τσιγγάνικους) ήχους. Το 1869 δημοσίευσε δέκα Ουγγρικούς Χορούς για πιάνο, τέσσερα χέρια – ακολουθώντας εν προκειμένω την εμφατική προτροπή του εκδότη του, Φριτς Σίμροκ. Η επιτυχία και η απήχησή τους ήταν μεγάλη κι έτσι, το 1880 ακολούθησαν άλλοι έντεκα Χοροί. Οι Χοροί αυτοί, ωστόσο, δεν έλαβαν κάποιον αριθμό στον επίσημο κατάλογο έργων του συνθέτη, μιας και το μουσικό υλικό τους δεν ανήκε στον Μπραμς ούτε και ήταν αυθεντικής παραδοσιακής προέλευσης.
Οι μελωδίες των Ουγγρικών Χορών (με εξαίρεση τρεις) ανήκουν σε επαγγελματίες μουσικούς της εποχής, που έπαιζαν ως διασκεδαστές σε σαλόνια ή καφέ τσιγγάνικους σκοπούς, τους οποίους ο συνθέτης μετέπλασε και ανέπτυξε εμπλουτίζοντάς τους φυσικά με δικά του στοιχεία. Το αποτέλεσμα ήταν μία μουσική με σφοδρές και απρόσμενες μεταπτώσεις διαθέσεων, ρυθμικά «παιχνίδια» και πάνω από όλα με το σφρίγος και την ενεργητικότητα ενός ευφάνταστου αυτοσχεδιασμού. Μέχρι σήμερα, οι Ουγγρικοί Χοροί φανερώνουν την πιο ανάλαφρη και παιγνιώδη πλευρά της ιδιοφυίας του Μπραμς, συνθέτη που τόσο πολύ (και δίκαια) έχει ταυτιστεί με τη βαθυστόχαστη και «σοβαρή» συμφωνική γραφή.
Info
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Παρασκευή 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Χ. Λαμπράκης
Ώρα: 19:30
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων
Εισιτήρια
Τιμές: 50€, 40€, 30€, 20€ και 15€
Online αγορά εδώ