Η εσκεμμένη παραπληροφόρηση δεν είναι κάτι καινούριο, πάντα υπήρχε. Ο «κίτρινος Τύπος», η σκληρή προπαγάνδα από μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης και οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν τα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα προκειμένου να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και να φέρουν τις καταστάσεις στα μέτρα τους -αν και συνεχίζουν να υπάρχουν- έδωσαν στις περισσότερες περιπτώσεις τη θέση τους στις νέες μεθόδους που εφαρμόζονται με τους ίδιους στόχους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά περιβάλλοντα.
Τα κοινωνικά μέσα άλλωστε είναι αυτά που έχουν σήμερα τη δύναμη και αυτά σπεύδουν να εκμεταλλευτούν και όσοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν αντιλήψεις, διαδίδοντας ψευδείς ειδήσεις. Κι αυτό είναι κάτι που απαιτεί μεγάλη προσοχή αν σκεφτεί κανείς πως σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, το 83% των Ευρωπαίων θεωρεί τις ψευδείς ειδήσεις –οι οποίες συντελούν στον πολλαπλασιασμό των συντηρητικών φωνών στην Ε.Ε., στην άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και των λαϊκιστών και στη διάδοση του εξτρεμισμού– απειλή για τη δημοκρατία, ωστόσο ελάχιστοι μπορούν να τις αναγνωρίσουν.
Για το λόγο αυτό εξάλλου, η Κομισιόν λίγους μήνες πριν από τις ευρωεκλογές ζήτησε από τις μεγαλύτερες διαδικτυακές πλατφόρμες (Google, Facebook και Twitter) να συνεργαστούν με τους διαφημιστές και να αναλάβουν από κοινού μέτρα για την καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων, που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για τη δημοκρατία. Πριν από μερικές μέρες ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε μήνυμά της επέπληξε τις εν λόγω πλατφόρμες τονίζοντας πως δεν κάνουν αρκετά για την αντιμετώπιση των fake news κατά την περίοδο των ευρωεκλογών, επτά μήνες μετά τη δέσμευσή τους να κάνουν περισσότερα.
Την τεράστια σημασία του συστηματικού ελέγχου των γεγονότων και των ειδήσεων πριν από τη δημοσίευσή τους έχουν αντιληφθεί και δεκάδες άλλες ομάδες έρευνας σε ολόκληρο τον κόσμο που σταδιακά μέσα στα χρόνια εξελίχθηκαν στα πρώτα αυτόνομα ευρωπαϊκά τμήματα ελέγχου ειδήσεων (fact-checking). Ένα από αυτά είναι και το Social Observatory for Disinformation and Social Media Analysis (SOMA), μια πρωτοβουλία που μεταξύ άλλων λαμβάνει τη στήριξη της Athens Technology Center. Ο κ. Νίκος Σαρρής, επικεφαλής του Innovation Lab της ATC, μίλησε στη HuffPost Greece για τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η ομάδα του με στόχο την καταπολέμηση της κυκλοφορίας των fake news στο διαδίκτυο αλλά και το φαινόμενο που έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, ακόμα κι αν κάποιοι τείνουν να γυρνούν το βλέμμα αλλού.
Η ελληνική προσπάθεια
«Η ATC είναι μια εταιρεία παραγωγής λογισμικού που εργάζεται εδώ και χρόνια στον τομέα της μελέτης των ψευδών ειδήσεων. Μέσα από τη συμμετοχή μας σε διάφορα ερευνητικά έργα και σε πρωτοβουλίες χρηματοδοτούμενες από τη Google, καταφέραμε να φτιάξουμε δύο εργαλεία που θα στηρίξουν στην πράξη και τον αρχικό μας στόχο. To πρώτο είναι η πλατφόρμα ”Truly Media”, μέσω της οποίας συνεργάζονται δεκάδες επαγγελματίες που επεξεργάζονται το περιεχόμενο που φτάνει στα χέρια τους. Η πλατφόρμα χρησιμοποιείται από τη Deutsche Welle -η οποία εργάστηκε και για τη δημιουργία της-, από συνεργάτες της Διεθνούς Αμνηστίας που συχνά συναντούν διάφορες αναφορές που αφορούν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα και από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συνδεδεμένο στην πλατφόρμα αυτή είναι και το “TruthNest”, ένα ακόμα εργαλείο που παρέχει ανάλυση σχετικά με πηγές στο twitter. Για παράδειγμα, το ”TruthNest” εντοπίζει έναν λογαριασμό στο twitter και στη συνέχεια πραγματοποιεί αναλυτικά παρουσίαση για την ιστορία, τη δράση και την αλληλεπίδρασή του με άλλους λογαριασμούς μέσα στο χρόνο», εξηγεί ο κ. Σαρρής.
«Το Social Observatory for Disinformation and Social Media Analysis (SOMA), ξεκίνησε τη δράση του τον περασμένο Νοέμβριο ενώ έχει στόχο να υποστηρίξει τεχνολογικά ένα ευρωπαϊκό παρατηρητήριο κατά της παραπληροφόρησης δίνοντας πρόσβαση στα εργαλεία που ανέφερα και σε άλλα που θα δημιουργήσουμε στη συνέχεια κατά την πορεία του έργου που πρόκειται να διαρκέσει τριάντα μήνες. Με το παρατηρητήριο μας αυτή τη στιγμή συνεργάζονται 30-40 χρήστες και καλούμε συνεχώς και άλλους. Την προηγούμενη εβδομάδα διοργανώσαμε και ένα σχετικό σεμινάριο για τον τρόπο που θα χρησιμοποιούνται τα εργαλεία αυτά», συμπληρώνει.
“Η μάχη ενάντια στις ψευδείς ειδήσεις είναι άνιση. Κι αυτό γιατί συνήθως οι κακόβουλοι χρήστες είναι ένα βήμα μπροστά”
Η ετοιμότητα των κυβερνήσεων
Οι ευρωεκλογές είναι μια σειρά από ταυτόχρονες εκλογές που διεξάγονται τις μέρες αυτές στην Ευρώπη. Η διασπορά και η διάρκεια της διαδικασίας τους όμως τις καθιστούν ίσως αυτόματα στόχο των χάκερ, την ώρα που η ακεραιότητα της ψηφοφορίας εξαρτάται από το πώς οι εθνικές κυβερνήσεις θα αποτρέψουν τους κακόβουλους εισβολείς. Πόσο έτοιμα είναι όμως τα κράτη για τη διαδικασία αυτή; Και ποια είναι φυσικά η θέση της Ελλάδας;
Θέτω τα ερωτήματα στον κ. Σαρρή, ο οποίος σαφώς αναγνωρίζει πως κάποιες χώρες έσπευσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα από νωρίς, σε αντίθεση με άλλες που δυστυχώς δεν το αντιμετώπισαν καθόλου. Ο ίδιος παραδέχεται πως η Ελλάδα έχει ακόμα να κάνει πολλά. Επισημαίνει πως στη χώρα μας δεν υπάρχουν πολλοί φορείς που να ασχολούνται συστηματικά με το θέμα, ενώ φέρνει το παράδειγμα της ομάδας των «Ellinika Hoaxes» που εδώ και περίπου δύο χρόνια εργάζεται για το σκοπό αυτό. «Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα ακούω και για θεσμικούς φορείς που μπαίνουν στο χώρο. Απ′ όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω, η ΕΡΤ ξεκινά επίσης μια προσπάθεια. Το ζητούμενο είναι όλο και περισσότερα μεγάλα μέσα ενημέρωσης να συνεργαστούν μαζί μας και με τα μέσα που όλοι έχουμε στα χέρια μας να σταματήσουμε τη διάδοση του κακόβουλου περιεχομένου», λέει.
Συζητάμε πως σαφώς έχει σημασία και η ετοιμότητα της εκάστοτε κοινωνίας απέναντι σε αντίστοιχα φαινόμενα. «Δεν μιλάμε τόσο για μια κρίση παραπληροφόρησης, αλλά για μια κρίση εμπιστοσύνης. Όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς της κοινωνίας, τότε ο κάθε πολίτης μπορεί πολύ εύκολα να πέσει θύμα της παραπληροφόρησης», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Και το παράδειγμα της Φινλανδίας
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Φινλανδίας. Πρόσφατα το World Economic Forum παρουσίασε στοιχεία με βάση τα οποία το επίπεδο της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Τα εν λόγω επιβεβαιώνει και η έρευνα που κάθε χρόνο δημοσιεύει το Oxford Institute στη Βρετανία. Σημειώνεται ότι το 2017, ερευνητές επιχείρησαν να επαναλάβουν το πείραμα στη Φινλανδία με μια ομάδα 42 μαθητών που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν ένα διετές πρόγραμμα προετοιμασίας για το πανεπιστήμιο και 25 μαθητές που ήταν έτοιμοι να αποφοιτήσουν από αυτό. Η πλειοψηφία των μαθητών ήταν Φινλανδοί και μερικοί προέρχονταν από το εξωτερικό. Οι ερευνητές αξιολόγησαν την κριτική σκέψη αυτών των μαθητών ως «κυρίαρχη».
Σε όλα τα τεστ οι μαθητές στη Φινλανδία είχαν «σταθερά υψηλότερα αποτελέσματα» από τους Αμερικάνους συνομηλίκους τους. Για παράδειγμα, όταν τους δόθηκε μια φωτογραφία από μια συζήτηση στα social media για το νόμο περί οπλοκατοχής και ρωτήθηκαν αν είναι τεκμηριωμένη, η πλειοψηφία των Αμερικανών μαθητών απέτυχε εντελώς, ενώ στη Φινλανδία ένα μεγάλο ποσοστό τα κατάφερε πλήρως. Οι ερευνητές αποδίδουν τη διαφορά στην απόδοση εν μέρει στον τρόπο με τον οποίο διδάσκονται οι μαθητές στη Φινλανδία και στην προτεραιότητα που δίνεται στις δεξιότητες κριτικής σκέψης. Το αναλυτικό πρόγραμμα του γυμνασίου συνδέει ρητά τις δεξιότητες κριτικής σκέψης με τα άλλα μαθήματα ενώ επικεντρώνεται και αποκλειστικά στην ικανότητα σε ένα μάθημα που ονομάζεται «Θεωρία της Γνώσης». Το πρόγραμμα σπουδών στις ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, ενσωματώνει την κριτική σκέψη μόνο σιωπηρά στα διάφορα μαθήματα. «Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη του κόσμου στους θεσμούς. Από εκεί ξεκινούν τα πάντα», αναφέρει ο επικεφαλής του Innovation Lab της ATC.
Πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί προπαγάνδας
Το επόμενο σκέλος της συζήτησης αφορά τον τρόπο που δρουν και διαδίδουν το περιεχόμενό τους τα trolls και τα bots του διαδικτύου. «Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις έναν ψεύτικο λογαριασμό στο twitter ή σε κάποιο άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Και είναι ακόμα πιο εύκολο οι λογαριασμοί αυτοί να αγοράσουν ακόλουθους ακόμα και με μερικά δολάρια. Με τον τρόπο αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δημιουργείται ένα ολόκληρο οικοσύστημα το οποίο μπορεί πολύ εύκολα να προωθεί τέτοιες ψευδείς ειδήσεις/πληροφορίες. Τα συμφέροντα που προωθούν μπορεί να ποικίλουν. Υπάρχουν ακόμα και οργανωμένες εταιρείες που κάνουν αυτή τη δουλειά. Γι′ αυτό και πέρα από τα εργαλεία που έχουμε φτιάξει ώστε να βοηθήσουμε τους επαγγελματίες να ανιχνεύουν τους λογαριασμούς που διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες, στόχος μας είναι να εκπαιδεύσουμε τους πολίτες να αναγνωρίζουν μόνοι τους τέτοιες πρακτικές και να μην πέφτουν θύματα των δράσεων παραπληροφόρησης», σχολιάζει ο κ. Σαρρής.
Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά τονίζει, είναι απαραίτητο κάθε φορά όταν διαβάζουμε μια είδηση να μελετάμε αν προέρχεται από μια αξιόπιστη πηγή αλλά και ποιος αλληλεπιδρά με τον χρήστη που την διαδίδει. Ακόμα και στην περίπτωση των φωτογραφιών, υπάρχουν δωρεάν υπηρεσίες κατά τις οποίες ακόμα και μέσα από τον browser μας μπορούμε να τσεκάρουμε αν η εν λόγω εικόνα έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν.
Kαι ποιος βρίσκεται από πίσω τους
Ακόμα ένα θέμα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αφορά τις συχνές αναφορές της ΕΕ «στην απειλή που αντιπροσωπεύει η μηχανή προπαγάνδας του Κρεμλίνου που με τη χρήση fake news προσπαθεί να προβάλει το μοντέλο της ηθικά ξεπεσμένης Ευρώπης», προωθώντας παράλληλα τη ρητορική πως η Ρωσία είναι ο θεματοφύλακας των αξιών που έχουν απολέσει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. «Απ′ όσα έχω δει όλο αυτό το διάστημα, προσωπικά είμαι πεπεισμένος πως ναι, υπάρχει μια μηχανή προπαγάνδας από τη Ρωσία που σίγουρα έχει στόχο μεγάλους θεσμούς και όχι μόνο την Ευρώπη. Βέβαια, δεν είναι μόνο η Ρωσία. Μπορεί να εστιάζουμε σε αυτή γιατί είναι πιο έντονη η επιρροή της και είναι πιο κοντά σε εμάς, ωστόσο αντίστοιχες μηχανές υπάρχουν σε όλες τις χώρες και εξυπηρετούν πολλά και διαφορετικά συμφέροντα. Πολιτικά, οικονομικά, ο,τιδήποτε», εξηγεί ο κ. Σαρρής σχετικά.
Σε μια ανοιχτή όμως κοινωνία χρειάζεται χρόνος για να ελεγχθούν τα γεγονότα, να ταξινομηθούν και να τοποθετηθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύονται ίσως και όσοι θέλουν να επιτεθούν στη δημοκρατία μέσω της παραπληροφόρησης και των ψεύτικων ειδήσεων. «Οι κακόβουλοι χρήστες πάντα προηγούνταν των καλόβουλων. Οι πρώτοι είχαν τον χρόνο να κατασκευάσουν τα δικά τους εργαλεία, να εμπνευστούν τις δικές τους μεθόδους, πόσο μάλλον όταν υπάρχει και χρηματικό όφελος, όπως συμβαίνει στην κάθε απάτη. Το χρήμα που διακινείται είναι πολύ, άρα και οι κακόβουλοι αυτοί χρήστες μπορούν με τη διαθεσιμότητα των πόρων να φτιάξουν ότι θέλουν. Η μάχη ενάντια στα fake news είναι δυστυχώς άνιση, ωστόσο πλέον οι fact ckecking οργανισμοί σε ολόκληρο τον κόσμο ανέρχονται περίπου στους 200, οπότε είμαστε σε καλό δρόμο, είμαι αισιόδοξος», απαντά ο επικεφαλής του Innovation Lab της ATC.
Κάλεσμα για κινητοποίηση
Κλείνοντας τη συζήτηση, ο κ. Σαρρής εκ μέρους του Social Observatory for Disinformation and Social Media Analysis (SOMA), απευθύνει κάλεσμα σε οποιονδήποτε φορέα αντιμάχεται την παραπληροφόρηση να συμμετάσχει στην πανευρωπαϊκή κοινότητα για την καταπολέμησή της. «Στην ιστοσελίδα μας μπορεί εύκολα κάποιος να συμπληρώσει μια αίτηση και μετά από έναν τυπικό έλεγχο, να γίνει μέλος του παρατηρητηρίου».
Λέει επίσης πως ο επόμενος στόχος της κοινότητας είναι η δημιουργία εθνικών παρατηρητηρίων σε ολόκληρη την Ευρώπη. «Θα ξεκινήσουμε από τη Δανία και την Ιταλία, αλλά προφανώς επιθυμία μας είναι στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρώπης να εδραιωθεί ένας θεσμός ενάντια στην παραπληροφόρηση στον οποίο θα μπορούν να απευθύνονται οι πολίτες και να βρίσκουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους».
*Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη, στην οποία οι περισσότεροι χρήστες του διαδικτύου ενημερώνονται από τα social media (71%) παρά βλέπουν ειδήσεις ή ειδησεογραφικές εκπομπές στην τηλεόραση (67%). Το ποσοστό αυτών που ενημερώνονται από τον έντυπο τύπο - εφημερίδες ή περιοδικά - έστω και μία φορά την εβδομάδα είναι 26% (31η θέση ανάμεσα στις 37 χώρες της μέτρησης).
Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο πόρισμα της ετήσιας Έκθεσης για τις Ψηφιακές Ειδήσεις (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και την οποία ο ιστότοπος της διαΝΕΟσις δημοσίευσε πριν από κάποιους μήνες.
Όσον αφορά τα social media που εμπιστεύονται κυρίως οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου, η έρευνα αναδεικνύει πρώτο το Facebook, το Youtube στη συνέχεια, έπεται το Facebook Messenger, ενώ στη σειρά ακολουθούν Viber, Twitter και Instagram.