Όταν το 2017 οι γαλλικές εκλογές ανέδειξαν στην προεδρία έναν πολλά υποσχόμενο χαρισματικό μετριοπαθή νεαρό ηγέτη, που έμοιαζε να έχει αποτινάξει τους περιορισμούς των κομματικών παρωπίδων, το σύνολο των ευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων αναθάρρησε. Ο μόλις 39 ετών πρώην τραπεζίτης, μιας και ποτέ δεν αποτέλεσε προϊόν του πολιτικού συστήματος, έδωσε την ελπίδα πως οι μεταρρυθμίσεις, που τόσο είχε ανάγκη το γαλλικό κράτος, θα τον απασχολούσαν περισσότερο από την εκτόξευση των προσωπικών του μετοχών στο στενό κομματικό του ακροατήριο.
Σχεδόν 7 χρόνια μετά, τα προβλήματα, οι παθογένειες και οι δομικές αδυναμίες, που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του μέσου Γάλλου, είναι ακόμα εκεί. Ο πρόεδρος Μακρόν έχει φθαρεί, έχασε τη λάμψη που είχε, και η επανεκλογή του μεταφράζεται περισσότερο ως προσπάθεια αναχαίτισης του εθνικού μετώπου της Μαρί Λεπέν παρά ως ταύτιση της γαλλικής κοινωνίας με τις πολιτικές του.
Τα αποτελέσματα των πολιτικών της πρώτης προεδρίας Μακρόν έχουν δημιουργήσει δύο Γαλλίες:
α) από τη μία, τη Γαλλία της οποίας η γεωγραφική έκταση περιορίζεται στην πρωτεύουσα και στα περίχωρα. Αυτή ασπάζεται φανατικά τις πολιτικές Μακρόν και θεωρεί τυχερό τον εαυτό της που ένας πολιτικός ηγέτης αυτού του βεληνεκούς διαχειρίζεται το πολιτικό μέλλον της χώρας.
β) Από την άλλη, υπάρχει η Γαλλία της επαρχίας των βορειοανατολικών περιοχών και των περιοχών κοντά στη Μεσόγειο, που νιώθει πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πιο απομονωμένη από ποτέ.
Στη δεύτερη Γαλλία στοχεύει πολιτικά η Λεπέν και, από ό,τι φαίνεται, τα καταφέρνει.
Η πρώτη προεδρία Μακρόν όφειλε να ενώσει αυτές τις δύο Γαλλίες και όχι να διογκώσει το πρόβλημα. Έπρεπε να δείξει διάθεση κατανόησης των πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων και όχι να εφαρμόζει προεδρικά διατάγματα ώστε να καταφέρνει να περνάει τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που απέτυχε να περάσει στο κοινοβούλιο, ακόμα και αν αυτές ήταν αναγκαίες.
Ουδέποτε προσπάθησαν να πείσουν τον μέσο Γάλλο για ποιο λόγο η μεταρρυθμιστική ατζέντα που ήθελε ο Μακρόν να εφαρμόσει ήταν αναγκαία. Η ρητορική που ακολουθήθηκε ήταν ότι ο μέσος Γάλλος δεν είχε τη δυνατότητα να καταλάβει την αναγκαιότητά της, οπότε δεν υπήρχε πολιτικός χρόνος και ίσως και νόημα. Αντίθετα, οι ακροδεξιοί λαϊκιστές βρήκαν και το χρόνο και το νόημα, ασχολήθηκαν με τον πολίτη και, από ό,τι φαίνεται, σταδιακά κερδίζουν την εμπιστοσύνη του.
Στα πρώτα 5 χρόνια της διακυβέρνησής του ο Μακρόν δεν έδειξε ποτέ τη διάθεση να εμβαθύνει στους λόγους που ευθύνονται για το πρόβλημα. Αντίθετα, εξάντλησε όλη τη δημιουργικότητά του στο πώς θα λύσει το πρόβλημα. Η τόσο έντονη ριζοσπαστικοποίηση της γαλλικής κοινωνίας προφανώς δεν έλαβε χώρα από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν γίνεται ο λαϊκισμός, είτε αυτός ενσαρκώνεται στις ακροδεξιές κορώνες της Λεπέν, είτε στον ανούσιο, ανεφάρμοστο και διχαστικό λόγο του Μελανσόν, να εκφράζει τόσο μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας.
Μην ξεχνάμε πως το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία έχει υποστεί ριζικές αλλαγές, ήδη από τις προηγούμενες εκλογές του 2017. Τα δύο πάλαι ποτέ βασικά κόμματα-πυλώνες του πολιτικού συστήματος, οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί και οι Σοσιαλιστές, έχουν από περιορισμένο έως ανύπαρκτο ρόλο, αθροίζοντας συνδυαστικά ποσοστό μικρότερο του 10%. Αυτό πρακτικά ισοδυναμεί με τη ριζοσπαστικοποίηση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινής γνώμης, που απομακρύνεται από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, δείχνοντας έτσι την απέχθειά της προς το παλιό κομματικό σύστημα.
Φαίνεται πως μόνο ο Μακρόν και το πολιτικό προσωπικό που τον συναναστρέφεται δεν το καταλαβαίνουν αυτό, συνεχίζοντας την ελιτίστικη πολιτική τους, η οποία τους αποξενώνει και άλλο από το μέσο γαλλικό νοικοκυριό, το οποίο βλέπει τα εισοδήματά του να αυξάνονται με ρυθμούς χελώνας, ενώ η ακρίβεια ολοένα καλπάζει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Γάλλος πρόεδρος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και το συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης που ακολούθησε κατά την πρώτη θητεία του είναι ξεκάθαρο πως έχουν αποτύχει. Οι ανισότητες διογκώθηκαν αντί να μειωθούν, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές αυξήθηκαν και οι Γάλλοι έχουν απολέσει την εμπιστοσύνη τους στην ομάδα που κατοικοεδρεύει στο μέγαρο των Ηλυσίων και διοικεί την χώρα. Εντός αυτού του πλαισίου έπρεπε να ανοίξει ο κοινωνικός διάλογος. Όμως η κυβερνώσα πολιτική ελίτ αποφάσισε να αναστήσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και να πείσει για ποιον λόγο είναι εθνικά επιζήμια η εκλογή Λεπέν και όχι να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους είναι εθνικά ωφέλιμη η επανεκλογή Μακρόν. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το πλεονέκτημα αυτό δεν θα υπάρχει στις επόμενες εκλογές.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως ο Γάλλος πρόεδρος θα αναγκαστεί να διατηρήσει τα ηνία μιας βαθιά διχασμένης και πολιτικά διχοτομημένης κοινωνίας. Από τη μια είναι οι λαϊκιστές του Μελανσόν και της Λεπέν, οι οποίοι εύκολα παραμερίζουν τις πολιτικές τους διαφορές, ντύνονται με τα κίτρινα γιλέκα και παραλύουν ολόκληρη τη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι υπόλοιποι Γάλλοι, που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της επανεκλογής του Μακρόν, χωρίς όμως και αυτοί να έχουν πειστεί πλήρως για τις επιτελικές και εκτελεστικές ικανότητες του πρώην τραπεζίτη.
Αναμφίβολα, ο Γάλλος πρόεδρος δίνει έμφαση στη διατήρηση και ενίσχυση της ανάπτυξης και στην ευρύτερη βελτίωση της οικονομίας και σίγουρα έχει το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο να το κάνει. Αν λοιπόν ο Μακρόν δείχνει να έχει καθαρό προσανατολισμό για το πώς θα αμβλύνει τις στρεβλώσεις της γαλλικής οικονομίας (ακόμα και αν η αποτελεσματικότητά του είναι αμφισβητήσιμη), δεν έχει ένα εξίσου σαφές κοινωνικό όραμα. Φαίνεται να τον ενδιαφέρει περισσότερο η θέση της επιχείρησης παρά η θέση του ανθρώπου. Έχει δηλώσει και δεσμευτεί επανειλημμένα πως θα αναδιαμορφώσει και θα μεταρρυθμίσει τη Γαλλία, χωρίς όμως να φαίνεται πώς αυτό πραγματοποιείται σε ένα πολιτικό πλαίσιο με κύριο γνώμονα τη βελτίωση του τρόπου ζωής του μέσου Γάλλου. Πρέπει να αλλάξει την εικόνα του μέσα από την πολιτική του και όχι να αλλάξει την πολιτική μέσω της εικόνας του.
Αντίθετα με τα εσωτερικά πολιτικά πεπραγμένα, ο πρόεδρος Μακρόν έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε εμβληματική φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Ανέδειξε θέματα που αφορούν το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης, είτε αυτά είναι εσωτερικά ζητήματα, όπως η Ευρώπη των δύο οικονομικών ταχυτήτων (ο πλούσιος/πλεονασματικός Βορράς και ο αδύναμος/ελλειμματικός Νότος), είτε είναι ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η ευρωπαϊκή άμυνα (η οποία είναι στα σκαριά μόλις τα τελευταία 50 χρόνια!).
Παράλληλα, διαχώρισε πλήρως τη θέση του από τη μέχρι τότε επικρατούσα ρητορική Σαρκοζί, διατυπώνοντας την άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καταφέρει να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως σε ό,τι αφορά την πολιτική άμυνας που ακολουθείται μέχρι σήμερα. Η ανάγκη για στρατηγική χειραφέτηση της Ένωσης έναντι των ΗΠΑ εμπεριέχεται και στις δηλώσεις του για τον ρόλο που πλέον έχει το ΝΑΤΟ στο διεθνές σύστημα καταμερισμού ισχύος. Προσπάθησε –και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε– να καλύψει το κενό που άφησε η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τόσο σε επίπεδο πολιτικού εντυπωσιασμού όσο και σε επίπεδο ουσίας. Ο Μακρόν οραματίζεται μια αυτόνομη στρατηγικά και ενεργειακά Ευρώπη, ικανή να αποτελέσει τον τρίτο πόλο μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Παναγής Παναγιωτόπουλος,
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο Πειραιά, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Αποφοίτησε από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών (2016). Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών: στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (MCs in International and European Studies) από το Πανεπιστήμιο Πειραιά (2018) και στο Διεθνές Εμπόριο και Στρατηγική (MCs in International Trade and Strategy) από το Πανεπιστήμιο του Warwick (2020). Έχει διατελέσει εξωτερικός ερευνητικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων, με κύριο αντικείμενοέρευνας τον αντίκτυπο της μνημονιακής πολιτικής στην πορεία της ελληνικής οικονομικής κρίσης και συνεργάτης και ερευνητικός αναλυτής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με κύριο αντικείμενο μελέτης τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις άμεσες επιπτώσεις της στην πολιτική σταθερότητα του Βαλκανικού χώρου (2018).