Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να μπορούν να εργάζονται χωρίς να αισθάνονται ότι απειλούνται, διαμήνυσε σήμερα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, καταγγέλοντας τη «φρικτή» επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας Capital Gazette, στην Αννάπολις.
«Η επίθεση αυτή μας σόκαρε και γέμισε τις καρδιές μας με θλίψη. Οι δημοσιογράφοι, όπως όλοι οι Αμερικανοί, θα πρέπει να μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους χωρίς τον φόβο ότι θα πέσουν θύματα βίαιων επθέσεων», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος.
«Φρικτό, φρικτό», πρόσθεσε.
Ο Τραμπ δεσμεύτηκε επίσης ότι η κυβέρνησή του θα κάνει «ότι είναι δυνατόν για να περιορίσει τη βία και να προστατεύσει τις ζωές αθώων».
Από την επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας σκοτώθηκαν τέσσερις δημοσιογράφοι και μια υπάλληλος του εμπορικού τμήματος της Capital Gazette. Ο δράστης εισέβαλε στο κτίριο οπλισμένος με ένα τουφέκι που είχε αγοράσει νόμιμα και, αφού πυροβόλησε τα θύματά του, παραδόθηκε στους αστυνομικούς χωρίς να φέρει αντίσταση.
Σύμφωνα με τις τοπικές αστυνομικές αρχές, στόχος του ήταν «να σκοτώσει όσους περισσότερους μπορούσε», πιθανότατα επειδή έτρεφε έχθρα προς την εφημερίδα, λόγω μιας παλαιότερης δικαστικής διένεξης που είχε με την διεύθυνσή της και με έναν δημοσιογράφο.
Ο 38χρονος Τζάροντ Ράμος προφυλακίστηκε αφού του απαγγέλθηκαν επισήμως κατηγορίες σήμερα το απόγευμα, όπως ανέφερε ο αρχηγός της αστυνομίας της κομητείας Άν Αράντελ, Τίμοθι Αλτόμαρ. Κατηγορείται για πέντε ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης.
Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Γουές Άνταμς, ο δράστης είχε οργανώσει πολύ καλά την επίθεσή του και φρόντισε μάλιστα να αποκλείσει την έξοδο για να μην διαφύγουν τα θύματά του.
Τον Μάιο του 2013 ο Ράμος είχε εξαπολύσει απειλές εναντίον της εφημερίδας μέσω του διαδικτύου. Ένας αστυνομικός είχε πάει τότε στο σπίτι του για να τον ανακρίνει, όμως στη συνέχεια η διεύθυνση της Capital Gazette προτίμησε να μην εμπλακεί σε δικαστική μάχη μαζί του «για να μην επιδεινώσει μια ήδη τεταμένη κατάσταση».
Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας που σώθηκαν αποφάσισαν το βράδυ της Πέμπτης να προχωρήσουν κανονικά στην έκδοσή της για να τιμήσουν τους συναδέλφους τους. Η πρώτη σελίδα της σήμερα κατέγραφε απλά τα γεγονότα, χωρίς κανέναν χαρακτηρισμό: «Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν στην Capital», έγραφε λακωνικά ο τίτλος. Τα ονόματα των θυμάτων αναγράφονται στη σελίδα όπου συνήθως φιλοξενείται το κύριο άρθρο, η οποία έχει μείνει κενή.
Οι δημοσιογράφοι έστησαν πρόχειρα, αυτοσχέδια γραφεία μέσα σε βανάκια, στο πάρκινγκ που απέχει μερικές εκατοντάδες μέτρα από το κτίριο της εφημερίδας που είχε περικυκλωθεί από την αστυνομία. Αφηγήθηκαν την τραγωδία που βίωσαν με τη βοήθεια συναδέλφων τους της Baltimore Sun.
«Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω εκτός από αυτό. Θα βγάλουμε εφημερίδα αύριο», εξήγησε ένας δημοσιογράφος, ο Τσέις Κουκ.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ, επομένως το μοναδικό που μπορώ να κάνω είναι να αφηγηθώ τα γεγονότα», έγραψε στο Twitter ένας άλλος, ο Φιλ Ντέιβις.
Πολλοί κάτοικοι της Αννάπολις πήγαν κατά τη διάρκεια της νύχτας για να αφήσουν λίγα λουλούδια στον τόπο της τραγωδίας. Οι περισσότεροι άλλωστε γνώριζαν προσωπικά τους δημοσιογράφους που τους ενημέρωναν καθημερινά για τα νέα της πόλης τους. Απόψε το βράδυ θα τελεστεί μια αγρυπνία στη μνήμη των θυμάτων.
Ο 38χρονος Ράμος φέρεται ότι είχε εμμονή με την εφημερίδα καθώς επί πολλά χρόνια έστελνε απειλητικά μηνύματα στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως στο Twitter.
″Ήταν πολύ έξυπνος. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, αλλά ήταν μοναχικός. Δεν είχε στενές σχέσεις με κανέναν”, υποστήριξε η θεία του, Βιέλκα Ράμος. Ο ανιψιός της είχε σπουδάσει πληροφορική και εργάστηκε επί έξι χρόνια για την αμερικανική στατιστική υπηρεσία.
Στόχος της οργής του έγιναν από το 2011 οι συντάκτες της εφημερίδας, αφού δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ που αφορούσε την καταδίκη του για παρενόχληση. Είχε εμμονή κυρίως με τον ρεπόρτερ Έρικ Τόμας Χάρτλεϊ –ο οποίος δεν εργάζεται πλέον στην Capital Gazette– και με τον τότε αρισυντάκτη Τομ Μάρκουαρτ. ”Θα χαιρόμουν αν εξαφανιζόταν η Capital Gazette αλλά θα ήταν ακόμη καλύτερο να σταματήσουν να ανασαίνουν ο Χάρτλεϊ και ο Μάρκουαρτ”, έγραψε σε ένα μήνυμά του στο Twitter τον Φεβρουάριο του 2015.
Στο επίμαχο άρθρο, με τίτλο ”Ο Τζάροντ θέλει να γίνει φίλος σου”, ο Χάρτλεϊ περιέγραφε την υπόθεση μιας νεαρής γυναίκας που είχε κατηγορήσει τον Ράμος για παρενόχληση. Επρόκειτο για μια πρώην συμμαθήτριά του, στην οποία είχε γράψει ένα γράμμα για να την ευχαριστήσει επειδή ”ήταν η μόνη που του έλεγε καλημέρα ή ήταν ευγενική μαζί του” όταν πήγαιναν στο σχολείο. Η γυναίκα αρχικά τον λυπήθηκε αλλά στη συνέχεια προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τον Ράμος και τότε τα μηνύματά του άρχισαν να γίνονταν επιθετικά ή υβριστικά. Τον κατήγγειλε και εκείνος δήλωσε ένοχος για παρενόχληση. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε φυλάκιση 90 ημερών με αναστολή και τον διέταξε να κάνει ψυχοθεραπεία.
Μετά το δημοσίευμα της εφημερίδας, ο Ράμος έκανε μήνυση στους δημοσιογράφους, κατηγορώντας τους για δυσφήμιση, όμως η υπόθεση απορρίφθηκε οριστικά το 2015.
″Ήταν ένας από τους πιο οργισμένους ανθρώπους που έχω δει ποτέ. Ήταν κακός”, είπε στο τηλεοπτικό κανάλι CBS ο Μπρέναν Μακάρθι, ο δικηγόρος της πρώην συμμαθήτριάς του.
″Φοβόμουν για τη ζωή μου, για τη ζωή της οικογένειάς μου και των συναδέλφων μου” παραδέχτηκε ο Τομ Μάρκουαρτ. Αν και η εφημερίδα προτίμησε να μην καταγγείλει τον Ράμος για να μην ”ρίξει λάδι στη φωτιά”, ο πρώην αρχισυντάκτης έκρινε σκόπιμο να δείξει τη φωτογραφία του στους εργαζόμενους, για να προσέχουν. ”Θυμάμαι ότι είχα πει στους δικηγόρους μας ότι αυτός ο τύπος θα έρθει και θα μας σκοτώσει”, κατέληξε.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)