Οι εξελίξεις στο μακρινό Αφγανιστάν έφεραν όλους – με εξαίρεση τους Ταλιμπάν – σε δύσκολη θέση. Παρακολουθώντας όσα λέγονται και γίνονται τις τελευταίες μέρες για την επικράτηση της σουνιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης στη χώρα αυτή, και μάλιστα χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμη η αποχώρηση των ξένων – κυρίως αμερικανικών - στρατευμάτων από την περιοχή, δεν μπορεί παρά να σημειώσει την αμηχανία με την οποία σχολιάζουν την κατάσταση οι αρμόδιοι – με αρμοδιότερο όλων τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν – αλλά και οι απλοί παρατηρητές με αντι-ιμπεριαλιστική, δικαιωματιστική, λαϊκο-δημοκρατική ή επαναστατικό-κινηματική διανοητική σκευή.
Οι περισσότεροι από τους επικριτές της δυτικής στρατιωτικής παρέμβασης που κατέληξε σε πολιτική αποτυχία, βλέπουν και οικτίρουν την αποτυχία της Δύσης να δημιουργήσει μέσω της στρατιωτικής παρουσίας και της οικονομικής και τεχνολογικής βοήθειας ένα δημοκρατικό καθεστώς στη χώρα αυτή, ένα κράτος δικαίου, όπως το γνωρίζουμε στον δυτικό κόσμο.
Δυσκολεύονται, όμως, να δουν ότι η αποτυχία δεν αφορά μόνον τη Δύση, αλλά και τις εγχώριες δυνάμεις, εκείνες που ήθελαν να δουν στη χώρα τους μια ευνομούμενη και ευημερούσα δυτική δημοκρατία. Μάλλον για είκοσι χρόνια αρκέστηκαν να απολαμβάνουν τις ελευθερίες και τα αγαθά ενός οιονεί φιλελεύθερου καθεστώτος, αλλά δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αναλάβουν την ευθύνη υπεράσπισής του, στρατιωτικής και πολιτικής, από τους επίδοξους αρνητές αυτού του υποδείγματος διακυβέρνησης: τους Ταλιμπάν.
Για να μιλήσω στη γλώσσα της εξαιρετικά αντιφατικής για τη συγκεκριμένη περίπτωση μαρξιστικής (αριστερής) κριτικής απέναντι στην αμερικανική επέμβαση, νόμισαν ότι η διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των γυναικών, όπως τα αντιλαμβάνεται η Δύση, είναι δουλειά των ιμπεριαλιστών εισβολέων.
Οι Αμερικανοί, και λοιποί, στρατιώτες βρίσκονται εδώ για να κυνηγούν τους Ταλιμπάν που απειλούν να μας πάρουν πίσω τις ελευθερίες μας: τον δυτικό τρόπο ζωής, το οποίο η Δύση έχει αναγάγει σε πανανθρώπινο.
Αν οι Έλληνες που πίστευαν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και τις ελευθερίες της τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά και αργότερο στη γενικευμένη εμφύλια σύγκρουση του 1946-49, δεν πολεμούσαν οι ίδιοι για να διασφαλίσουν αυτά τα αγαθά, αλλά περίμεναν τους ξένους να πολεμήσουν τον αντίπαλο, οι δικοί μας «Ταλιμπάν», φανατικοί και αυτοί πιστοί μιας κοσμικής θρησκείας, θα είχαν καταλάβει την εξουσία πολύ πιο γρήγορα από ό,τι οι γνήσιοι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Το δεύτερο παράδοξο που παρατηρεί κανείς με τον σχολιασμό των εξελίξεων στο Αφγανιστάν είναι η ορολογία. Στον δημόσιο λόγο των δυτικών χωρών που είχαν στρατιωτική παρουσία και εμπλοκή στο Αφγανιστάν, γίνεται λόγος για την ανάγκη υποβοήθησης της επιχείρησης απομάκρυνσης των «συνεργατών», των Αφγανών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους από οποιοδήποτε πόστο για την ευόδωση της προσπάθειας οικοδόμησης της αστικής δημοκρατίας στη συγκεκριμένη χώρα.
Και επειδή οι Ταλιμπάν, κατά το συνήθειο των φανατικών όλου του κόσμου, όταν δεν εντοπίζουν από τις έτοιμες λίστες θανάτου τους ίδιους τους «συνεργάτες», ξεσπούν στα συγγενικά τους πρόσωπα, ακολουθώντας πιστά το εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα της Sippenjustiz, ως «συνεργάτες» λογίζονται από τους Δυτικούς και οι συγγενείς των πραγματικών συνεργατών.
Δεν κατέχω τη γλώσσα των Ταλιμπάν και δεν είμαι σε θέση να μελετήσω τα κείμενά τους. Διαβάζοντας κείμενα των εκπροσώπων τους στην Αγγλική συμπεραίνω ότι η παρουσία ξένων στρατευμάτων στη χώρα τους λογίζεται ως κατοχή και η απομάκρυνσή τους ως απελευθέρωση, ενώ οι «συνεργάτες» ως προδότες της πατρίδας.
Πάντως αν έχουν κάποια δυσκολία στην αναζήτηση των κατάλληλων όρων, μπορούν να ανατρέξουν στη δική μας ιστορική εμπειρία: δωσίλογοι, Τσολιάδες, Ράλληδες, γερμανοντυμένοι, ταγματαλήτες και άλλα πολλά.
Εννοείται ότι καμία από αυτές τις εκφραστικές επιλογές δεν υιοθετείται από τους δυτικούς σχολιαστές – πλην Λακεδαιμονίων. Θα τις βρείτε στον δημόσιο λόγο «συλλογικοτήτων» που πιστεύουν ότι κάθε παρουσία ξένων στρατευμάτων σε μια χώρα γεννά υποχρεωτικά δωσίλογους.
Είναι τα πρόσωπα που είτε εκ πεποιθήσεως, είτε εξ ανάγκης, είτε δι΄ ίδιον όφελος στηρίζουν με τον τρόπο τους την προσπάθεια της ξένης δύναμης να πετύχει στους στόχους της, ανεξάρτητα από το αν αυτή η δύναμη συνδέεται με τη δημιουργία δημοκρατικών θεσμών, όπως λ. χ. στη Δυτική Γερμανία μετά τον πόλεμο, ή με την εγκαθίδρυση δικτατορίας, όπως π. χ. με την Ανατολική Γερμανία μετά τον πόλεμο.
Και επειδή στο Αφγανιστάν πέρασαν κατά καιρούς πολλές κατοχικές δυνάμεις, οι κάθε φορά συνεργάτες τους ήταν για τους πολέμιους της κατοχής, τους αντιστασιακούς, οι «δωσίλογοι» της εποχής. Καθώς η τελευταία κατοχική δύναμη ήταν εκεί για το «καλό» των πολιτών της χώρας, για την οικοδόμηση κράτους δικαίου και για την εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι τελευταίοι «δωσίλογοι» είναι της προόδου: συνεργάστηκαν με τους «ιμπεριαλιστές» για την κατίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, και τώρα κινδυνεύει η ζωή τους γιατί ο τροχός της Ιστορίας γύρισε – ποιος ξέρει για πόσον καιρό - προς τα πίσω.
Δύο ακόμη παράδοξα γύρω από τις εξελίξεις. Κατά τα φαινόμενα η στρατιωτική ηγεσία της προηγούμενης αφγανικής κυβέρνησης και τα μεσαία στελέχη βλέποντας ότι δεν υφίσταται πλέον η δυτική προστατευτική στρατιωτική ασπίδα, φρονίμως και καθόλου ηρωικά σκεπτόμενη, συμβιβάστηκε με τους Ταλιμπάν για να αποφύγει τα χειρότερα.
Μα πώς είναι δυνατόν, θα αναρωτηθεί κανείς. Πώς μπόρεσε να συμβιβαστεί με αυτούς που μέχρι χθες πολεμούσε ως εχθρούς ενός τρόπου ζωής τον οποίο είχε ταχθεί να υπερασπιστεί; Η απάντηση είναι σχετικά απλή για όσους δεν σκέπτονται ηρωικά. Ο τρόπος ζωής είναι μεν σημαντικό αγαθό να υπερασπίζεται κανείς, αλλά προϋποθέτει τη ζωή. Και μια σύγκρουση με τους Ταλιμπάν δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα κατέληγε υπέρ της διατήρησης της ζωής τους.
Βεβαίως δεν είναι επίσης καθόλου σίγουρο ότι με την οιονεί άνευ όρων συνθηκολόγηση κέρδισαν τουλάχιστον τη ζωή τους. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές και στρατιωτικές ισορροπίες μέσα στο στρατόπεδο των Ταλιμπάν.
Στις ημέτερες ταλιμπανικές καταστάσεις, πάντως, το 1944 δεν κέρδισαν όλοι οι παράγοντες των Ταγμάτων Ασφαλείας τη ζωή τους μετά την παράδοση, παρότι ο Κανελλόπουλος επιχείρησε να διαφοροποιήσει κάπως τα επαναστατικά πλάνα του Βελουχιώτη και των εντολέων του.
Ακούμε τις τελευταίες μέρες ότι σε μία αφγανική επαρχία, στα βορειοανατολικά της χώρας, οι Ταλιμπάν δεν κατάφεραν ακόμη ούτε να κλείσουν συμφωνία με τους τοπικούς «δωσίλογους», όπως οι ίδιοι τους βλέπουν, ούτε μπόρεσαν να τους εξουδετερώσουν στρατιωτικά. Ο Αφγανός Στούπας – ο Αμρουλάχ Σάλεχ – και οι μαχητές του δεν είναι διατεθειμένοι ούτε να παραδοθούν, ούτε να δεχθούν οποιουσδήποτε όρους για τη μεταβίβαση της εξουσίας που ακόμη διαθέτουν στην περιοχή αυτή. Τις διαφορές, λένε, θα τις λύσουν τα όπλα αν χρειαστεί.
Επομένως το φάντασμα του Μελιγαλά, των Γαργαλιάνων και της Πύλου πλανάται αυτή τη στιγμή πάνω από την επαρχία Παντσίρ. Αν το φάντασμα πάρει τελικά σάρκα και οστά, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αυτή τη στιγμή. Ξένα στρατεύματα στην περιοχή για να στηρίξουν τους καλούς «δωσίλογους» δεν υπάρχουν.
Για τους Ταλιμπάν τα πράγματα είναι τόσο ξεκάθαρα όσο για τον Βελουχιώτη στην Καλαμάτα. Όσοι αντιστέκονται είναι προδότες που στήριξαν τα κατοχικά στρατεύματα και συμμετείχαν στα εγκλήματά τους. Τους αξίζει θάνατος, αν είναι δυνατόν οικογενειακώς. Αμφιβολίες για την ενοχή και τάσεις μεγαλοψυχίας δεν επιτρέπεται να υπάρχουν.
Ας μην είμαστε υποκριτές. Ειδικά για μας τους Έλληνες, τόσο ξένοι και τόσο μακρινοί, όπως τους ξορκίζουμε, δεν είναι οι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν. Οι καιροί αλλάζουν, η Ιστορία τρέχει, οι ρόλοι μένουν.