Οι ευκαιρίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε έναν κόσμο που αλλάζει

Χωρίς να καθίσταται όμηρος φοβικών συνδρόμων και αδράνειας, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν.
Open Image Modal
Την Τρίτη 02 και την Τετάρτη 03 Ιουλίου 2024, διεξήχθησαν εκπαιδευτικές βολές κατευθυνόμενων βλημάτων (Κ/Β) του Πολεμικού Ναυτικού, στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου Πελάγους
Eurokinissi

Οι γεωπολιτικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ευρύτερη αστάθεια στη Μέση Ανατολή, έχουν δημιουργήσει ένα ρευστό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την Ελλάδα. 

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει έως ένα βαθμό την οικονομική  και την πολιτική της κατάσταση, επιτρέποντάς της να επιστρέψει από την απομόνωσή της στα χρόνια της κρίσης. Το 2020, αποτέλεσε ένα κρίσιμο έτος για τη χώρα, καθώς κλήθηκε να διαχειριστεί την υβριδική επίθεση της Τουρκίας στον Έβρο  και τη στρατιωτική κρίση το θέρος του ίδιου έτους στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι ορθοί χειρισμοί και τα γρήγορα αντανακλαστικά των ελληνικών αρχών, στέρησαν από την Τουρκία το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και ώθησαν την Ελλάδα να κινηθεί στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής με πιο ενεργό και αποφασιστικό τρόπο. Η συμφωνία μερικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο, κατοχύρωσε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας νότια και δυτικά της Κρήτης, αφήνοντας όμως ένα σημαντικό κομμάτι της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ των Δωδεκανήσων και της Κύπρου εκτός οριοθέτησης. 

Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία αυτή δίνει πλέον τη δυνατότητα στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει έρευνες για φυσικό αέριο νότια και δυτικά της Κρήτης και επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία για τα αποτελέσματα των ερευνών στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα επενδύει σημαντικά σε προγράμματα ηλεκτρικής διασύνδεσης, όπως αυτά με την Αίγυπτο αλλά και με την Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ, που μπορούν την μετατρέψουν  σε ενεργειακό κόμβο και να διασφαλίσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της διαφοροποίησης των ενεργειακών εισαγωγών της. 

Επιπλέον, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, η Ελλάδα δύναται να διαδραματίσει έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που έχει σήμερα. Από τη μια πλευρά, η Ελλάδα λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται στην περιοχή και όχι μόνο, καλείται να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική προσέγγιση πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του θέρους του 2020, κράτη όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παρείχαν έμπρακτη στήριξη στην Ελλάδα, υποχρεώνοντας την Τουρκία να κάνει πίσω. Αυτό δείχνει πως η Ελλάδα δεν θα πρέπει να μείνει προσκολλημένη στην παραδοσιακή προσέγγιση σχετικά με την αναμονή αποφασιστικής παρέμβασης από τις ΗΠΑ. Η γεωπολιτική υπερέκταση των ΗΠΑ, έχει οδηγήσει την Ουάσιγκτον σε έναν πόλεμο φθοράς με τη Ρωσία με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παράλληλα, η άνοδος της Κίνας ως μεγάλης δύναμης, αναγκάζει τις ΗΠΑ να στραφούν προς την Ασία με στόχο την ανάσχεση της Κίνας, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τα αμερικάνικα εθνικά συμφέροντα. Συνεπώς, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για την Ελλάδα να οικοδομήσει πολυεπίπεδες σχέσεις και ενδεχομένως και συμμαχίες αμυντικού χαρακτήρα, στα πρότυπα της αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, προκειμένου να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα σε επίπεδο οικοδόμησης σχέσεων, οφείλει να στραφεί περαιτέρω προς ανατολάς και συγκεκριμένα προς την Ινδία. Τόσο σε οικονομικό όσο και σε αμυντικό επίπεδο, η Ινδία μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό εταίρο της Ελλάδας, δίνοντας στη χώρα μας τη δυνατότητα να επεκτείνει την παρουσία της πολύ πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια της περιοχής μας. 

Προκειμένου όμως η Ελλάδα να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά, θα πρέπει να αναλαμβάνει και ορισμένες δικές της πρωτοβουλίες που θα συνδράμουν προς αυτή την κατεύθυνση. Παραδείγματος χάριν, η συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση «Ασπίδες» που έχει στόχο την προάσπιση της ασφαλούς ναυσιπλοΐας μέσα από την Ερυθρά Θάλασσα, επιτρέπει στη χώρα μας να εδραιώσει από τη μια τη στρατιωτική της παρουσία σε περιοχές στρατηγικής αξίας για την ίδια και τους εταίρους της και από την άλλη, αποκτά πολύτιμη επιχειρησιακή εμπειρία.

Επιπλέον, η διπλωματική και στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία, αποτελεί άλλη μια ευκαιρία για την Ελλάδα προκειμένου να συνδράμει στο βαθμό που μπορεί στην προστασία της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Η συνδρομή όμως της Ελλάδας σε τέτοιου είδους συμμαχικές αποστολές, θα πρέπει να συνδέεται πάντοτε και με ανταλλάγματα, τα οποία θα πρέπει να διεκδικεί η χώρα. 

Όμως, για να μπορέσει η Ελλάδα να διασφαλίσει ότι θα είναι ένας αξιόπιστος πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας, θα πρέπει να είναι έτοιμη να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της. Η στρατιωτική κρίση με την Τουρκία το 2020, ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την αεροπορία με την απόκτηση των Rafale, των F-35 και της αναβάθμισης των F-16 και το πολεμικό ναυτικό με την αγορά των φρεγατών Belharra.

Ωστόσο, το πολεμικό ναυτικό αντιμετωπίζει το πρόβλημα της γήρανσης των μονάδων επιφανείας του. Η λογική ενός «μικρού ΠΝ» μπορεί να φαίνεται μια καλή οικονομικά ιδέα για εξοικονόμηση πόρων, όμως από τη στιγμή που η Τουρκία ναυπηγεί συνεχώς δικά της πλοία και επιδιώκει ρητά να κυριαρχήσει στη θάλασσα, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αποφύγει τις απαραίτητες δαπάνες για την άμυνά της. Η ανανέωση του πολεμικού ναυτικού και η αναβάθμιση των επιχειρησιακών του δυνατοτήτων, αποτελούν μονόδρομο για την αποτελεσματική αξιοποίηση της ανασχετικής δύναμης των υδάτων, αλλά και την προβολή της ναυτικής μας ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί πως η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα αποτελεί μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο που βρίθει από κινδύνους, αλλά παράλληλα περιέχει και πολλές ευκαιρίες, οι οποίες εφόσον αξιοποιηθούν σωστά, θα οδηγήσουν σε μια σημαντική αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης και του ρόλου της Ελλάδας, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και πέρα από αυτήν. Για να γίνει αυτό όμως, απαιτείται μια ενεργητική και φιλόδοξη εξωτερική πολιτική που να μην καθίσταται όμηρος φοβικών συνδρόμων και αδράνειας, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν.