Το έτος 2023 είναι ένα έτος αρκετά σημαντικό για την πορεία της γείτονας χώρας αλλά κυρίως είναι ένα έτος που θα εξαρτηθεί κατά μέγιστο βαθμό αν ο Ταγίπ Ερντογάν θα συνεχίζει να κυβερνάει την χώρα του. Κατά την διάρκεια αυτού του χρόνου οφείλουμε να σημειώσουμε τρεις τουλάχιστον ημερομηνίες ιδιαίτερα σημαντικές. Ημερομηνίες που θα «προκαλέσουν» το καθεστώς Ερντογάν να εκφράσει και πάλι τις προκλητικές διεκδικήσεις αλλά και ταυτόχρονα να αναβαθμίσει το περιεχόμενο ενός νέου εθνικιστικού αφηγήματος.
Η πρώτη ημερομηνία είναι φυσικά η 14η Ιουνίου, ημερομηνία που θα διεξαχθούν οι Τουρκικές εθνικές εκλογές, εκτός βέβαια αν προκηρυχτούν πρόωρες εκλογές – κάτι που ο Ερντογάν το διαψεύδει με την κάθε ευκαιρία. Εκείνο που μας ενδιαφέρει δεν είναι η καθ′ αυτού συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά φυσικά η προεκλογική περίοδος.
Ακόμη και σήμερα παρατηρούμε, όχι μόνο το κόμμα της «Δικαιοσύνης και ανάπτυξης» αλλά κυρίως τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ανταγωνίζονται και να εκφράζουν ακραίες θέσεις σχετικά με τις διεκδικήσεις προς την Ελλάδα. Βέβαια γνωρίζουμε καλά ότι το εσωτερικό οικονομικό πρόβλημα της Τουρκίας επηρεάζει κατά πολύ στην δημιουργία αυτών των θέσεων.
Θα τολμήσουμε να αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο της προεκλογικής Τουρκικής περιόδου οι προκλήσεις τουλάχιστον σε λεκτικό επίπεδο θα συνεχιστούν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα αναβαθμιστούν σε πρακτικό επίπεδο. Το αίσθημα αυτοσυντήρησης της εξουσίας του Ερντογάν ίσως και να θελήσει με ένα θερμό επεισόδιο με σκοπό να παρατείνει την διακυβέρνηση του.
Άλλωστε, δεν μιλάμε πια για έναν «δημοκράτη ισλαμιστή» αλλά για έναν αυταρχικό–αντιδημοκρατικό ηγέτη. Εκείνο που οφείλει η χώρα μας είναι φυσικά να προλάβει τις εθνικές εκλογές της Τουρκίας. Μία σταθερή Ελληνική κυβέρνηση, έστω και στην περίπτωση μιας κυβέρνησης συνεργασίας, οφείλει να προωθήσει την εθνική συνεννόηση ειδικότερα σε σχέση με το φλέγον ζήτημα, που δεν είναι άλλο από την αντιμετώπιση των Τουρκικών προκλήσεων.
Η δεύτερη βαρύνουσα ημερομηνία είναι η 24η Ιουλίου. Ημέρα που συμπληρώνονται τα εκατό χρόνια από την συνθήκη της Λωζάννης. Έχουμε κατανοήσει καλά ότι η Τουρκία, είτε με τον Ερντογάν είτε χωρίς αυτόν, επιδιώκει την κατάργησή της. Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο. Γνωρίζουμε εξίσου καλά ότι ουσιαστικά την συνθήκη της Λωζάννης η γείτονα χώρα την έχει παραβιάσει αρκετές φορές κατά το ιστορικό παρελθόν (βλέπε Σεπτεμβριανά, διεκδικήσεις περί «Τουρκικής» μειονότητας). Δεν θα διστάσει να πράξει το ίδιο για άλλη μια φορά.
Εκείνο που θα πρέπει να ανησυχήσει είναι η αναβάθμιση των απαιτήσεων όχι μόνο της αποστρατικοποίησης των νησιών αλλά ένα καινούργιο casus belli για κατοχή των νησιών υπό την Τουρκική κυριαρχία! Είναι βέβαιο ότι την 24η Ιουλίου του 2023 ο Ερντογάν ή κάποιος άλλος Τούρκος πολιτικός θα εκφράσει τις ίδιες ή νέες ενστάσεις περί συνθήκης της Λωζάννης.
Ας μην αγνοήσουμε όμως την περίπτωση, η ημερομηνία της 14ης Ιουνίου να μην έχει δώσει ξεκάθαρο πολιτικό αποτέλεσμα. Αυτό σίγουρα θα μετατρέψει την ημερομηνία της 24ης Ιουλίου σαν μια ημερομηνία που θα ευνοήσει την δημιουργία συνθηκών έντονης κινητικότητας. Η χώρα μας και πάλι οφείλει να επικοινωνεί με το διεθνές περιβάλλον για την νομιμότητα της διατήρησης αυτής της συνθήκης και της υπενθύμισης της, ότι είναι μία συνθήκη που διατηρεί την ειρήνη σε αυτή την δύσκολη γεωπολιτικά περιοχή.
Η τρίτη κρίσιμη ημερομηνία είναι η 29 Οκτωβρίου του 2023, ημέρα που θα γιορτάζουν οι Τούρκοι την ίδρυση του κράτους τους. Εδώ βέβαια υπάρχει μία αντίφαση. Μιλάμε για ένα Τουρκικό κράτος που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά μίας κεμαλικής πολιτικής ιδεολογίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι εκείνος που έφερε την κοσμικότητα, έστω με ένα αυταρχικό τρόπο. Με την κοσμικότητα αυτή, ο Ερντογάν, με όλα τα προσωπεία που έχει εμφανίσει, είναι στρατηγικά αντίθετος.
Δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο τωρινός πρόεδρος επιδίωκε και επιδιώκει την αναβίωση στοιχείων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό εκτιμούμε ότι δεν θα το πραγματοποιήσει ολοκληρωτικά. Άλλωστε η Τουρκία εξαρτάται κατά πολύ από το διεθνές περιβάλλον. Αυτοκρατορίες δεν έχουν θέση στην σημερινή εποχή.
Ωστόσο, στις 29 Οκτωβρίου ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας, είτε είναι ο Ερντογάν είτε κάποιος άλλος, θα θελήσει να τονίσει πρακτικά μία νέα εθνική ταυτότητα, μια νέα παραλλαγή εθνικιστικής ταυτότητας. Άλλωστε, όλα τα κόμματα που στελεχώνουν την Τουρκική βουλή είναι υπέρ της εθνικιστικής πολιτικής ιδεολογίας.
Τέλος, υπάρχει μία άγνωστη ημερομηνία, ένα άλλο πολιτικό – στρατιωτικό γεγονός που θα επηρεάσει την συμπεριφορά της Τουρκικής πολιτικής τον επόμενο χρόνο. Είναι η έκβαση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο πόλεμος αυτός αποτελεί παράδειγμα για την εξωτερική – στρατιωτική πολιτική της Τουρκίας. Το θετικό αποτέλεσμα και τα κέρδη του Πούτιν αποτελούν έναν επιθυμητό δρόμο για τον Ερντογάν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι επιθετικές επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου οφείλουν να περιοριστούν. Ελπίζουμε βέβαια να κυριαρχήσει η δεύτερη περίπτωση.
Το μέγιστο ερώτημα είναι πως θα αναχαιτίσουμε αυτές τις κρίσιμες ημερομηνίες. Φυσικά με διαρκή επαγρύπνηση και ετοιμότητα. Ετοιμότητα για θερμό επεισόδιο αλλά και ετοιμότητα για εδραίωση της ειρήνης. Ειδικότερα, τον επόμενο χρόνο εκτιμούμε ότι οι προκλήσεις θα ενταθούν. Ελπίζουμε όχι μόνο στην ψυχραιμία των Τούρκων (αν και η πολιτική της φανερώνει το αντίθετο) αλλά και στην ψυχραιμία και την ενότητα του Ελληνικού πολιτικού συστήματος. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την αισιοδοξία η την απαισιοδοξία μας σχετικά με την φύση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το πιο εύκολο είναι να συνεχίζεται το κλίμα έντασης.
Το πιο δύσκολο είναι η εδραίωση συνθηκών ειρήνης και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε μία περίπτωση. Η εθνικιστική ιδεολογία να πάψει να κυριαρχεί στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Αντίθετα, η δημιουργία μίας πραγματικής εθνικής τούρκικης ταυτότητας που θα στηρίζεται στον πατριωτισμό και όχι στον σωβινισμό θα είναι κέρδος. Αυτό βέβαια, δεν αφορά μόνο την Τουρκία αλλά για όλες τις χώρες. Ο χρόνος θα δείξει λοιπόν και η ιστορία.