Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την μικρασιατική καταστροφή. Η συλλογική μας μνήμη έχει καταγράψει ιστορικά γεγονότα που επέδρασαν στην διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας. Η άλωση της Πόλης, η άλωση της Σμύρνης, αλλά βέβαια και ιστορικές νίκες όπως για παράδειγμα οι Βαλκανικοί πόλεμοι είναι μερικά παραδείγματα. Ας σημειώσουμε βέβαια ότι η εθνική μας ταυτότητα είναι μια ζωντανή διαδικασία που διαρκώς μεταβάλλεται, άλλοτε αφομοιώνοντας νέα στοιχεία, άλλοτε απορρίπτοντας άλλα αναχρονιστικά συστατικά.
Και όμως η ιστορία της Μικρασιατικής καταστροφής ξεκίνησε στις 14 Ιανουαρίου του 1844 με την ιστορική ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη στην βουλή. Η Μεγάλη Ιδέα του Κωλέττη ήταν η διεκδίκηση ενός συγκεκριμένου στόχου. Η επανάκτηση εδαφών της άλλοτε Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτή η Μεγάλη Ιδέα έγινε ένα εθνικιστικό ή αλυτρωτικό κίνημα (ανάλογα πως το βλέπει ο καθένας) που κατάφερε να επηρεάσει ακόμη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Κρητικός πολιτικός ίσως «μεθυσμένος» από την δική του συμβολή στην επέκταση της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδος θέλησε να εκμεταλλευτεί γεωπολιτικά την χώρα μας και να εφαρμόσει την Μεγάλη Ιδέα από την θεωρία στην πράξη. Και όμως από τον διπλωματικό θρίαμβο της συνθήκης των Σεβρών φτάσαμε στο οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας με την συνθήκη της Λωζάνης.
Οι ιστορικές ερμηνείες για αυτή την κατάληξη που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι πολλές. Η συμβολή και όλες οι πρωτοβουλίες του Ελευθέριου Βενιζέλου, το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 1920 εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση του Γούναρη που αποφάσισε την επέλαση της Ελληνικού Στρατού μέχρι την Άγκυρα, η αλλαγή της στάσης των δυτικών συμμάχων κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας και φυσικά ο ιστορικός ρόλος του Μουσταφά Κεμάλ. Χωρίς τον Κεμάλ οι γείτονες θα είχαν ένα τελείως διαφορετικό κράτος.
Η μικρασιατική καταστροφή άλλαξε την Ελλάδα, 1,5 εκατομμύριο Έλληνες του νεοσύστατου Τούρκικου κράτους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους αλλά και 400.000 Τούρκοι-Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την μικρασιατική καταστροφή ο πληθυσμός της Λέσβου αποτελείται από Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες με ποσοστό 45 %! Η εξαίρεση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ήταν για τους Τούρκους πολιτικούς ένα διπλωματικό λάθος που έπρεπε να αλλάξει. Οι διώξεις και οι απελάσεις τους από την πνευματική συμπρωτεύουσα συνεχίστηκε στις επόμενες δεκαετίες (βλέπε Σεπτεμβριανά του 1955).
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί μια μαρτυρία (της Μαρίας Βιτσέντζου, κατοίκου Πειραιά) που αναφέρει ο συγγραφέας Βασίλης Τσανακάρης στο βιβλίο του «Στο όνομα της προσφυγιάς» σχετικά με την αντιμετώπιση των μικρασιατών προσφύγων από τους Ελλαδίτες. «Αχ τι τραβάμε με τους πρόσφυγας, δεν λέγεται. Έχουνε την ευλογιά, η οποία κάνει θραύση, ο δε εξανθηματικός τύφος ακόμη χειρότερα. Οι εκκλησίες ήταν γεμάτες από πρόσφυγες και αναγκάστηκαν να μην λειτουργούν για να μην κολλήσουμε όλοι. Άσε που αν έρθεις στον Πειραιά δεν θα γνωρίσεις κανέναν . Όλοι ξένοι είναι …(ξένοι οι Έλληνες Μικρασιάτες ).Τι θα γίνουμε λοιπόν εμείς;» (Τσανακάρης .σελ 126) . Έτσι λοιπόν οι Έλληνες πρόσφυγες ένοιωθαν ξένοι στην ίδια τους την χώρα. Και όμως με προσπάθεια και τιμιότητα τα κατάφεραν να ορθοποδήσουν, σε τέτοιο σημείο που στην σημερινή εποχή ο τίτλος της μικρασιατικής καταγωγής είναι τίτλος τιμής και έμπνευσης.
Εκατό χρόνια λοιπόν και πως εμείς οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε αυτό το θεμελιώδες ιστορικό γεγονός; Με σεβασμό προς τα θύματα και τα γεγονότα, με ψυχραιμία, με αποφυγή εύκολων συμπερασμάτων, αλλά και με ιστορική αυτοκριτική. Οι εθνικιστικές διεκδικήσεις μόνο εσωστρέφεια φέρνουν. Δυστυχώς η ιστορική γνώση χρησιμοποιείται με ιδιοτελείς σκοπούς από την γείτονα χώρα. Χάρτες όπως της γαλάζιας πατρίδας εμποδίζουν την εδραίωση της ειρήνης.
Η χώρας μας για να μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα πρέπει να στοχεύσει στην παράλληλη ανάπτυξη δύο στόχων. Στην ασφάλεια της χώρας, αλλά και στην ανάπτυξή της. Το παράδειγμα της Φινλανδίας μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για εμάς. Η Φινλανδία αντιμετωπίζει προβλήματα όμοια με τα δικά μας. Στην θέση της Τουρκίας έχει την Ρωσία. Και όμως με κύριο όπλο την δίκαιη παιδεία κατάφερε να γίνει μία από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες.
Το τρίτο στοιχείο το οποίο μπορεί να μας προσφέρει αυτή η επέτειος είναι η αλλαγή της κουλτούρας διχασμού που έχουμε οι Έλληνες και η ανάγκη συναίνεσης στα σημαντικά ζητήματα της χώρας (ασφάλεια, παιδεία, περίθαλψη). Η δικαιολογία ότι είναι στο DNA του Έλληνα ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας, δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Λόγω διαφορετικών συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών και άλλων ομάδων, μία ρεαλιστική αρχή θα μπορούσε να είναι η επιβράβευση ενός διαφορετικού πολιτικού λόγου, διαλόγου και αντίλογου με επιχειρήματα, αναγνώριση των σωστών θέσεων του άλλου και σύγκλιση, όπου το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Φανταστείτε κυβερνώντες χωρίς ίχνος ηγεμονικής συμπεριφοράς στο ύφος, στις χειρονομίες, στην εκφραστική τους. Κυβερνώντες με γοητευτική απλότητα και αξιοπρέπεια. Επειδή οι πολιτικοί είναι η αντανάκλαση των πολιτών, η αρχή θα γίνει από τους δεύτερους στην καθημερινότητά τους και τις επιλογές τους.
Ως επίλογο, ας δικαιολογήσουμε και τον τίτλο του άρθρου. Οι μη χαμένες πατρίδες δεν είναι ένας τίτλος ενός αλυτρωτικού προστάγματος. Αντίθετα είναι μία προτροπή να κρατάμε στην μνήμη μας όλες αυτές τις μυρωδιές της Μικράς Ασίας και στο ιστορικό μας υποσυνείδητο. Μυρωδιές που θα μας θυμίζουν να μην ξανακάνουμε ιστορικά λάθη που θα μας φέρνουν σε δύσκολη θέση. Τι και αν η Σμύρνη έχει καεί, στη ψυχή μας οι μνήμες είναι ζωντανές…Μια υπόθεση εργασίας που μπορεί αναφερθεί είναι η εξής. Τι θα γινόταν αν η επιλογή του Βενιζέλου ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (με την στρατιωτική βοήθεια των Βρετανών); Ίσως να μιλούσαμε για μία διαφορετική ιστορία. Από τον απόλυτο θρίαμβο μέχρι την απόλυτη καταστροφή, που θα ήταν η όμοια κατάληξη της Σμύρνης, δηλαδή η πυρπόληση. Τέλος, ας σημειώσουμε και κάτι άλλο. Αν και πολιτικά η χώρα μας ανήκει στην δύση, πνευματικά η Ελληνική κουλτούρα περιέχει και ανατολίτικα στοιχεία. Αυτό ας μην το ξεχνάμε. Ο πλούτος και η ποικιλία συλλογικών συναισθημάτων δεν είναι κάτι αρνητικό. Αντίθετα είναι παράγοντας σύνθεσης που θα μας βοηθήσει στην διαμόρφωση του μέλλοντος. Η μικρασιατική κουλτούρα είναι και πάλι επίκαιρη …