Νέες διαστάσεις παίρνει η υπόθεση που είχε συγκλονίσει τη Βρετανία, όταν έγινε γνωστό ότι μυστικοί πράκτορες της αστυνομίας έκαναν σχέσεις με γυναίκες οργανώσεων ή ειρηνιστικών κινημάτων, χωρίς εκείνες να γνωρίζουν την πραγματική τους ιδιότητα.
Γυναίκα, η οποία έμαθε ότι ο σύντροφός της ήταν αστυνομικός που κατασκόπευε την οργάνωση στην οποία ήταν μέλος, λέει στο BBC ότι είναι θύμα μιας «συνωμοσίας βιασμού».
Η Ρόζα -δε αναφέρεται το πραγματικό της όνομα- και μια άλλη γυναίκα, λένε ότι αισθάνονται προδομένες και ότι τις εκμεταλλεύτηκαν, τη στιγμή που ερωτεύτηκαν άντρες που τελικά ήταν μυστικοί πράκτορες.
Όταν έγινε γνωστή η υπόθεση, η βρετανική αστυνομία είχε ζητήσει συγνώμη από τα θύματα, λέγοντας ότι έχει γίνει κατάχρηση εξουσίας από τους αστυνομικούς.
«Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, έχεις μια ομάδα αστυνομικών που είχαν συνωμοτήσει υπέρ του βιασμού», λέει η Ρόζα. «Ξέρουν ότι δεν ήμασταν ενήμερες και ότι δεν είχαμε συμφωνήσει σε αυτό. Πρόκειται για συμμορία και δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω διαφορετικά. Έχεις μέντορες, χειριστές, μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων στο παρασκήνιο που κατέγραφαν τα πάντα -και όπως φαίνεται σκηνοθετούσαν- τις ερωτικές τους σχέσεις και δραστηριότητες».
Για πρώτη φορά η Ρόζα και μια άλλη γυναίκα -και η δύο από την Ουαλία- περιγράφουν μπροστά στην κάμερα όλη την ιστορία και πως έμπλεξαν ερωτικά σε μια σχέση που φαινομενικά έμοιαζε αληθινή, αλλά ήταν στην πραγματικότητα πιόνια της αστυνομίας, που τις χρησιμοποιούσαν για να διεισδύσουν σε ομάδες που ήθελαν να παρακολουθούν.
Το 2000 η Ρόζα πέρασε τρεις μήνες στη Νότιο Αφρική ψάχνοντας τον Τζιμ Σάτον, τον άντρα που είχε ερωτευτεί. Το πρόβλημα ήταν ότι εκείνος δεν υπήρχε.
Το είχε γνωρίσει σε μια παμπ στο Λονδίνο, όταν εκείνη ήταν πολιτική ακτιβίστρια σε μια ομάδα που ονομαζόταν «Επανάκτηση των Δρόμων». Ερωτεύτηκαν αμέσως και ήταν τόσο έντονο που η Ρόζα ήθελε να λήξει τη σχέση. Τελικά έμειναν μαζί για 10 μήνες, αλλά ο άνθρωπος που έλεγε ότι ήταν ο Τζιμ Σάτον στην πραγματικότητα ήταν μυστικός πράκτορας.
Είχαν αρχίσει να λένε ότι θέλουν να κάνουν παιδιά και να μετακομίσουν κοντά στην οικογένειά της, όταν ξαφνικά της είπε ότι θέλει να ταξιδέψει -μόνος του- για να καθαρίσει το μυαλό του. Έφυγε λέγοντας ότι ήθελε να πάει στην Τουρκία, την Συρία και μετά στη Νότιο Αφρική. Μετά από μήνες απουσίας, τελικά επικοινώνησε με τη Ρόζα και τότε ήταν που αποφάσισε να ψάξει για το παρελθόν του. Δεν βρήκε ποτέ την οικογένεια που έλεγε ότι είχε και έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει και εκείνη στη Νότιο Αφρική για να τον βρει. Αλλά μάταια. Γυρνούσε τους δρόμους και έδειχνε την φωτογραφία του αλλά κανένας δεν τον είχε δει πουθενά. Τελικά επέστρεψε στη Βρετανία.
Όμως η αναζήτηση συνεχίστηκε και τελικά τα στοιχεία της την οδήγησαν σε ένα γραφείο της μυστικής αστυνομίας στο Λονδίνο όπου δούλευε ο Τζιμ. Και μετά από δύο ημέρες ο Τζιμ εμφανίζεται ξανά. Η ίδια πιστεύει ότι του είπαν ότι ψάχνει και επέστρεψε για να μάθει πόσα έχει μάθει η Ρόζα.
Τελικά της τα αποκάλυψε όλα. Όμως της είπε ότι δεν κατασκόπευε την ακτιβιστική ομάδα στην οποία ήταν μέλος, αλλά δούλευε σε μια διαφορετική υπόθεση. Η Ρόζα λέει στο BBC ότι αυτό ήταν ακόμη ένα ψέμα που όμως αποκαλύφθηκε αργά. Γιατί το ζευγάρι είχε ήδη παντρευτεί και είχε κάνει δύο παιδιά.
Ο Μαρκ Στόουν και η σύντροφός του Λίζα ήταν σε διακοπές στην Ιταλία το 2010 όταν η Λίζα άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του για να βρει ένα ζευγάρι γυαλιά. Εκεί βρήκε αυτό που στη συνέχεια την οδήγησε στην αλήθεια. Ένα διαβατήριο. Η φωτογραφία ήταν του Μαρκ που γνώριζε αλλά το όνομα δεν ήταν Στόουν αλλά Κένεντι. Επίσης έλεγε ότι είχε δύο παιδιά.
Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι ο Μαρκ ήταν μυστικός πράκτορας και την κατασκόπευε για να συλλέγει πληροφορίες για την περιβαλλοντική ακτιβιστική οργάνωση της οποίας ήταν μέλος. Η αποστολή του είχε τελειώσει και επέστρεφε όλα τα πλαστά έγγραφα που είχε -συμπεριλαμβανομένου του διαβατηρίου του. Για κακή του τύχει -και της αστυνομίας- η Λίζα ανακάλυψε το αληθινό του διαβατήριο.
Η Λίζα λέει ότι το πλήγμα στην εμπιστοσύνη της στον Μαρκ και την αστυνομία ήταν σαν βιασμός.
«Είναι δύσκολο για μένα να το σκέφτομαι με αυτή τη λέξη (σ.σ. βιασμός) αλλά αυτό ήταν αν το σκεφτείς», λέει.
Η Λίζα, ένθερμη ακτιβίστρια σε θέματα περιβάλλοντος, γνώρισε τον Μαρκ το 2004. Συμμετείχε ενεργά σε διαδηλώσεις και της είπε ότι ήταν επαγγελματίας ορειβάτης.
Αν και υπήρχαν στιγμές που η Λίζα είχε τις υποψίες της, όπως το γεγονός ότι ποτέ δεν γνώρισε τους γονείς του, οι ιστορίες που τις έλεγε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια που τον απομάκρυναν από την οικογένειά του, την έκανε να τον πιστέψει. Συν της άλλης, ήταν ερωτευμένη.
«Δεν ήταν απλώς κάποιος που μπαινόβγαινε απλά στη ζωή μου, ήταν κάποιος με τον οποίο έκανα τα πάντα μαζί. Πραγματικά πίστευα ότι είχαμε μέλλον μαζί, σχεδίαζα τη ζωή μου μαζί του», λέει.
Μετά από πέντε χρόνια, το 2009, ο Μαρκ ξαφνικά έφυγε. Έλειπε για τρεις μήνες, όπου η η Λίζα φοβάται ότι τον έχασε. Τελικά, ξαφνικά, επέστρεψε. Η επανένωση τους οδήγησε στις διακοπές στην Ιταλία και την ανακάλυψη του ψεύτικου διαβατηρίου.
Ψάχνοντας περισσότερο, έμαθε ότι ήταν παντρεμένος, είχε δύο παιδιά και ζούσε στην Ιρλανδία. Όταν του είπε ότι ξέρει την αλήθεια, και του έδειξε τα στοιχεία, της αποκάλυψε τα πάντα, με δάκρυα στα μάτια.
Η αποκάλυψη ότι ο Μαρκ Κένεντι ήταν μυστικός πράκτορας, ήταν το πρώτο βήμα για την αποκάλυψη ολόκληρου του μυστικού τμήματος της αστυνομίας στην Αγγλία και την Ουαλία, καθώς και την κατάρρευσή του. Δεκάδες μυστικοί πράκτορες αποκαλύφθηκαν και όταν έγινε γνωστό ότι η αστυνομία κατασκόπευε και την οικογένεια του Στίβεν Λόρεν, του εφήβου που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο το 1993, η Τερέζα Μέι -τότε υπουργός Εσωτερικών- διέταξε δημόσια έρευνα.
Τόσο ο Τζιμ, όσο και ο Μαρκ, δηλώνουν ότι οι σχέσεις τους με τις δυο γυναίκες ήταν πραγματικές και δεν έγιναν για να τις κατασκοπεύουν.