Τον περασμένο Σεπτέμβριο όλα έδειχναν ότι των γαλλικών εκλογών θα προηγείτο ένας παθιασμένος διάλογος γύρω από την εθνική ταυτότητα και το μεταναστευτικό.
Η απόφαση του γαλλικού ΕΣΡ να προσμετρά τον τηλεοπτικό χρόνο ομιλίας του δημοσιογράφου Ερίκ Ζεμμούρ, σχολιαστή στην καθημερινή εκπομπή «Face à l’Info», ωσάν να επρόκειτο για πολιτικό πρόσωπο, τον εξανάγκασε σε παραίτηση λειτουργώντας ως καταλύτης εξελίξεων, επιβεβαιώνοντας τις φήμες για πιθανή υποψηφιότητά του. Η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση του βιβλίου του «La France n’a pas dit son dernier mot» («Η Γαλλία δεν είπε την τελευταία της λέξη») αποτέλεσε μια ιδανική πρόφαση για να ξεκινήσει μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη πρόωρη προεκλογική εκστρατεία, υπό μορφή βιβλιοπαρουσιάσεων σε όλη την Γαλλία.
Το κεντρικό θέμα θα ήταν η εθνική ταυτότητα και η ισλαμική μετανάστευση, πάνω στο οποίο είχε γίνει διάσημος – διαβόητος για πολλούς – τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στα τηλεοπτικά πλατώ.
Στους ιδεολογικούς του αντίποδες ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, για τον οποίο η «κρεολοποίηση» (créolisation) της Γαλλίας είναι μια ευλογία της πολυπολιτισμικότητας. Πέραν των κλασικών οικονομικών αιτημάτων της Αριστεράς, ο Μελανσόν είχε αναγάγει σε κύρια συνιστώσα του προγράμματός του την πάλη κατά της «ισλαμοφοβίας», φλερτάροντας ανοιχτά με τον ισλαμισμό, την στιγμή που ο Ζεμμούρ, αν και Εβραίος, αναδεικνυόταν σε υπερασπιστή των ριζών της Γαλλίας στον Καθολικισμό.
Οι Ζεμμούρ και Μελανσόν έδωσαν ουσιαστικώς εναρκτήριο λάκτισμα στην προεκλογική εκστρατεία, οργανώνοντας την πρώτη τηλεοπτική συζήτηση στις 23 Σεπτεμβρίου. Το προξενιό ήταν επιβεβλημένο, καθώς κανείς δεν μπορούσε να βρει άλλον συνομιλητή για τηλεοπτική αντιπαράθεση. Καθώς αμφότεροι χαρακτηρίζονταν «ακραίοι», κανείς δεν ήθελε να τους αγγίξει – και ίσως διότι αμφότεροι είναι πολύ δεινοί ρήτορες.
Με την εξαίρεση αυτών των δύο υποψηφίων, μόνες βεβαιότητες των δημοσκόπων ήταν ένα δίδυμο Μακρόν-Λεπέν. Πέραν αυτών... το χάος.
Το κεντροδεξιό Les Republicains, έπασχε να βρει ιδεολογική γραμμή, αλληθωρίζοντας μεταξύ της πατριωτικής γραμμής του Ερίκ Σιοτί που φλέρταρε με τον Ζεμμούρ, και της πιο ευρωπαϊκής γραμμής της Βαλερί Πεκρές που φλέρταρε με τον Μακρόν. Η Πεκρές εξελέγη τελικά στις εσωκομματικές εκλογές χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει τη γραμμή της μέχρι και την ημέρα των εκλογών, κάτι που της στοίχισε πολύ ακριβά.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έκανε ό,τι μπορούσε για να εμφανισθεί ως η καρικατούρα της χαβιαροαριστεράς, κατεβαίνοντας με την Ανν Ινταλγκό, Δήμαρχο του Παρισιού, η οποία είχε την φήμη της σοσιαλίστριας της αποκομμένης από τις λαϊκές τάξεις, την οποία περισσότερο απασχολούσε η πράσινη μετάβαση και ο πόλεμος κατά των ΙΧ στους δρόμους του Παρισιού.
Η μουγγαμάρα
Η στρατηγική του Μακρόν ήταν οι μουγγές εκλογές, δηλαδή η συζήτηση για τεχνοκρατική διαχείριση όχι όμως για πολιτική. Από την πλευρά του ο Ζεμμούρ κατάφερε να επιβάλλει την συζήτηση γύρω από την μετανάστευση.
Παραλλήλως, το ζήτημα της ακρίβειας που απασχολούσε την πλειοψηφία των Γάλλων – ίσως περισσότερο και από την μετανάστευση – σερνόταν από την εποχή της βιαίως καταπνιγείσας εξέγερσης των «κίτρινων γιλέκων». Αυτό «σήκωσαν» κυρίως η Λεπέν και ο Μελανσόν.
Αμφότερα ήταν θέματα που ο απερχόμενος Πρόεδρος ήθελε να αποφύγει. Η στρατηγική του ήταν να κρατήσει την συζήτηση στο διαχειριστικό θέμα του κορωνοϊού: το γνωστό «emmerder», δηλαδή η επιθυμία του να τσαντίσει τους ανεμβολίαστους, ήταν μια ευφυέστατη κίνηση που αφενός συσπείρωνε το ακροατήριό του, και αφετέρου δημιουργούσε ένα μίνι σκάνδαλο που μονοπώλησε την συζήτηση για αρκετές μέρες.
Επιπλέον, στην στρατηγική αυτή ο Μακρόν ενέταξε και την γαλλική Προεδρία της ΕΕ, μέσω της οποίας υπολόγιζε να κάνει μια προεκλογική εκστρατεία «υπεράνω»: θα άφηνε τους συνυποψηφίους του να τσακώνονται για καθημερινά μικροζητήματα, ενώ ο ίδιος θα ασχολείτο με την υψηλή ευρωπαϊκή πολιτική.
Η όσο το δυνατόν πιο καθυστερημένη κατάθεση της υποψηφιότητάς του καταδείκνυε ότι οι εκλογές δεν ήταν παρά μια απλή διατύπωση που έπρεπε απλώς να διεκπεραιωθεί χωρίς κάποια ουσιαστική συζήτηση: το Θατσερικό «There is no alternative» αλα γαλλικά. Παράλληλα, στερούσε από τους συνυποψηφίους του έστω και την τυπική αφορμή για τηλεοπτική αντιπαράθεση.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας ήταν μάννα εξ ουρανού για αυτήν την στρατηγική, αφού επέτρεπε στον Μακρόν να ενσαρκώσει τον εθνικό ηγέτη, που συνομιλεί με τους ισχυρούς του πλανήτη για να αποτρέψει τον πυρηνικό όλεθρο. Ποιος θα συζητήσει για την ακρίβεια και το μεταναστευτικό την ώρα που οι ρωσικοί πύραυλοι απειλούν την Ευρώπη;
Η κατάθεση της υποψηφιότητάς του στις 3 Μαρτίου, εν μέσω πολέμου, έγινε δι’ απλής επιστολής, ως μια απλή γραφειοκρατική διατύπωση. Μέχρι και τις 10 Απριλίου οι εκλογές παρέμεναν μουγγές, με την συζήτηση εν πολλοίς να μονοπωλείται από τον πόλεμο.
Πολλοί δε προέβλεπαν ότι ακόμα κι αν ο Μακρόν ανανέωνε την θητεία του, θα έβρισκε μπροστά του όλα αυτά τα ζητήματα που είχαν κακοφορμίσει, και για τα οποία δεν υπήρξε ούτε καν η ψυχολογική κάθαρση ενός ανοιχτού διαλόγου.
Τι είπαν οι κάλπες;
Οι εκλογές λοιπόν μίλησαν. Τι είπαν;
Το πρώτο αφορούσε στην ταμπέλα των «άκρων». Στο γαλλικό σύστημα, για να μπορεί κάποιος να κατέβει υποψήφιος, απαιτούνται 500 υπογραφές από τις περίπου 40 χιλιάδες αιρετών αρχόντων (βουλευτών, δημάρχων, δημοτικών συμβούλων κλπ), ισοκατανεμημένες στην επικράτεια. Με την απόφαση δημοσίευσης των ονομάτων αυτών των «αναδόχων» από τον Φρανσουά Ολάντ, υφίστατο ένας ιδιότυπος εκβιασμός: ποιος θα προσυπέγραφε την υποψηφιότητα ενός «ακραίου»;
Έτσι, υποψήφιοι που κατέληξαν σε θλιβερά εκλογικά αποτελέσματα, όπως η Σοσιαλίστρια Ινταλγκό και οι τροτσκιστές Πουτού και Αρτώ, μπόρεσαν να λάβουν σχεδόν άμεσα τις απαραίτητες υπογραφές. Αντιθέτως, οι Μελανσόν, Λεπέν και Ζεμμούρ, που στις δημοσκοπήσεις καταλάμβαναν ένα συνδυαστικό 40-45% πρόθεσης ψήφου, ίδρωσαν να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες υπογραφές, καθότι «ακροαριστερός» ο μεν, «ακροδεξιοί» οι δε.
Τα ερωτήματα ήταν αμείλικτα: Πώς γίνεται να αποκαλούμε ακραίο το ήμισυ σχεδόν του εκλογικού σώματος; Πώς μπορούμε να αφήσουμε τόσους πολίτες άνευ αντιπροσώπευσης και να αποκαλούμαστε Δημοκρατία; Δεν θα λειτουργήσει αυτό ως βραδύκαυστο φιτίλι που ίσως ανάψει μελλοντικές αναταραχές;
Τελικά επιστρατεύτηκαν διάφορα τεχνάσματα για να πεισθούν αρκετοί ανάδοχοι να δώσουν τις υπογραφές τους. Και μάλλον καλώς... Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι τρεις αυτοί υποψήφιοι κατέληξαν να συγκεντρώσουν το 52,2% των ψήφων!
Το δεύτερο αφορούσε στην ιεράρχηση των θεμάτων με βάση την ταυτότητα των ψηφοφόρων. Ακρίβεια και μεταναστευτικό ήταν δύο σημεία-κλειδιά.
Ο Ζεμμούρ επέβαλλε την συζήτηση γύρω από την μετανάστευση και την έκανε τετριμμένη. Την απενοχοποίησε δε σε σημείο βαθμό που η Πεκρές και ο Μακρόν άρχισαν να δανείζονται προτάσεις του, ενώ οι προτάσεις της Λεπέν έγιναν, συγκριτικά, πολύ πιο εύπεπτες.
Ο υπολογισμός της Μαρίν Λεπέν ήταν η πρόταξη της εθνικής ταυτότητας και η μείωση των μεταναστευτικών ροών, προτείνοντας παράλληλα ένα αναδιανεμητικό πρόγραμμα παροχών. Ο Ζεμμούρ, επίσης στοχεύοντας στο πατριωτικό ακροατήριο, πρότεινε πολύ αυστηρότερα μέτρα κατά της μετανάστευσης, αλλά μαζί με φιλελεύθερα οικονομικά μέτρα μείωσης φόρων και εισφορών. Παρά τις μαζικές διαρροές στελεχών της Λεπέν προς τον Ζεμμούρ, αυτή κατάφερε να σταθεί όρθια και να έρθει δεύτερη, πείθοντας τα λαϊκά στρώματα. Δεν είναι τυχαίο το ότι και ο Μελανσόν, που έθετε την ακρίβεια και την ανεργία στο επίκεντρο της ατζέντας του πήγε τόσο καλά.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Ipsos, ως προς την κοινωνική διαστρωμάτωση, οι συνταξιούχοι, στελέχη επιχειρήσεων, ελεύθεροι επαγγελματίες και απόφοιτοι ΑΕΙ ψήφισαν κυρίως Μακρόν, ενώ οι υπάλληλοι, εργάτες, άνεργοι και απόφοιτοι Λυκείου ψήφισαν κυρίως Λεπέν. Ο Μελανσόν τα πήγε ενδιαμέσως καλά στο παραπάνω δίπολο.
Ως προς την θρησκεία δε, οι Καθολικοί προτίμησαν κυρίως τον Μακρόν και την Λεπέν, ενώ οι μη θρησκευόμενοι μοιράσθηκαν μεταξύ των τριών πρώτων προτιμώντας όμως τον Μελανσόν. Σε ό,τι αφορά την «άλλη θρησκεία», αυτοί προτίμησαν σε μεγάλο βαθμό τον Μελανσόν, κάτι που κατά πάσα πιθανότητα υποδεικνύει την Μουσουλμανική ψήφο.
Τρίτο συμπέρασμα είναι ότι η «χρήσιμη ψήφος», όπως είχε διαμορφωθεί βάσει των μέχρι τότε δημοσκοπήσεων, πιθανώς συνέθλιψε τους λοιπούς υποψηφίους. Ο Μελανσόν απέσπασε Σοσιαλιστές και Πρασίνους, ο Μακρόν Σοσιαλιστές, Πρασίνους και τους κεντροδεξιούς των Républicains, και η Λεπέν τους κεντροδεξιούς των Républicains. Πράγματι, ο τέταρτος κατά σειρά Ερίκ Ζεμμούρ, έλαβε περί το 7%, πολύ μακριά από τον τρίτο Μελανσόν, ενώ κανείς άλλος δεν ξεπέρασε το 5%.
Τέταρτο, αυτές οι εκλογές δείχνουν τον καταποντισμό των κλασικών πολιτικών δυνάμεων. Κομμουνιστές (2,28%) και Σοσιαλιστές (1,75%) τα πήγαν χειρότερα από τον Ζαν Λασάλ (3,13%), έναν υποψήφιο μεταξύ Βασίλη Λεβέντη και Δημοσθένη Βεργή, ενώ Πράσινοι (4,63%) και Κεντροδεξιοί (4,78%) τα πήγαν χειρότερα από τον Ερίκ Ζεμμούρ (7,07%), έναν υποψήφιο που έστησε το κόμμα του μόλις πέντε μήνες πριν τις εκλογές και στερείτο οποιουδήποτε πολιτικού μηχανισμού.
Για το κεντροδεξιό Les Républicains και για την Βαλερί Πεκρές προσωπικά, αυτό συνιστά χρεωκοπία... Κυριολεκτικά! Καθώς δεν ξεπέρασαν το 5%, η αποζημίωση που δικαιούνται από το κράτος για τα προεκλογικά τους έξοδα είναι 800 χιλιάδες ευρώ. Αυτό αφήνει μια τρύπα 7 εκατομμυρίων, για 5 από τα οποία η Βαλερί Πεκρές έχει υποθηκεύσει την προσωπική της περιουσία. Το πρωί της Δευτέρας η Πεκρές έκανε έκκληση για δωρεές ώστε να καλυφθεί αυτό το ποσόν. Αντίστοιχη έκκληση έκανε και ο Γιανίκ Ζαντό των Πρασίνων, καθώς ούτε αυτοί κάλυψαν το 5%.
Στις 20 Απριλίου Μακρόν και Λεπέν θα συναντηθούν στην καθιερωμένη τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο γύρων. Για τον Μακρόν ίσως είναι μια απλή διατύπωση που δεν μπορεί να αποφύγει. Για την Λεπέν ίσως είναι η ευκαιρία της να ξεπλύνει την ντροπή από την τραγική αναμέτρηση του 2017, πάλι απέναντι στον ίδιο αντίπαλο.
Σε κάθε περίπτωση θα είναι η μοναδική ευκαιρία για τους Γάλλους ψηφοφόρους να δουν τον απερχόμενο Πρόεδρο να υπερασπίζεται τα πεπραγμένα του σε δημόσιο διάλογο και με πραγματικό αντίλογο. Είτε χάσει, είτε κερδίσει, αυτός ο διάλογος θα είναι κάτι που θα έχει αποφύγει αριστοτεχνικά για – τουλάχιστον – μια πενταετία.