Οι μπορχικοί καθρέφτες, η ελληνική κανονικότητα και οι Ευρωεκλογές

Συμπεράσματα και διδάγματα.
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Είναι φορές που η ελληνική πραγματικότητα εξαντλεί. Το ύφος των ανθρώπων, οι πράξεις τους, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα τρέχοντα προβλήματα, οι βίαιες ή ήπιες ή αδιάφορες αντιδράσεις. Συγκεχυμένη εικόνα μιας φυλής που νιώθει σαν άγριο ζώο, εγκλωβισμένο στην παγίδα του κυνηγού, δίχως την εύνοια των θεών στο πλευρό του. Μια φυλή που επιμένει να εκθειάζει κάποια από τα «φτηνά» χαρακτηριστικά της – φέρτε στο νου την εικόνα στην ελληνική βουλή στις 8 Μαΐου 2019 - διοχετεύει τις δυνάμεις της σε δευτερεύουσας σημασίας πράξεις και αποστρέφει το βλέμμα από το καινούργιο, το άυλο, το διαφορετικό. Είναι προφανές ότι προσκολλάται στην παλιά γνωστή κανονικότητα που άπειρες φορές ως τώρα την οδήγησε και συνεχίζει να την οδηγεί σε πνιγηρή στασιμότητα. Αλλά δεν γεννηθήκαμε επαναστάτες, ούτε σπουδαίοι ερευνητές, φιλόσοφοι, διανοούμενοι. Είμαστε η συμπαθητική τάξη των μετρίων. Δεν είναι ότι μας είναι εντελώς άγνωστες οι βαθύτερες έννοιες της εποχής μας. Είναι ότι μας βγάλουν από την παλιά καλή κανονικότητα.

Κάποιοι, περισσότερο εμφατικοί από εμάς, επιμένουν πως θυμίζουμε μπορχικούς καθρέφτες. Μέσα τους αντανακλάται αυτό που θα θέλαμε να ζούμε κι όχι αυτό που τώρα ζούμε!

Διαβάζω αποσπασματικά το «Διχασμός και Εξιλέωση» του Βασίλη Καραποστόλη.

«Τέσσερα χρόνια μετά την αναγγελία της πτώχευσης από τον Τρικούπη, η Ελλάδα είναι έτοιμη να ριχτεί στην περιπέτεια που ήλπιζε ότι θα τη βοηθούσε να ξεπεράσει τις μεταπτώσεις στο ηθικό της, τα χρέη της, τις διακομματικές διενέξεις της. Για κακή της τύχη, η έκβαση του πολέμου το 1897 ήταν ράπισμα σ’ αυτές τις προσδοκίες. Πασχίζοντας να απαλλαγεί από τον βραχνά των ταπεινώσεων, η χώρα βρέθηκε ξαφνικά για μια φορά στη θέση του ικέτη. Ψυχικά και ηθικά, το να χάσει η Ελλάδα το γόητρο μιας χώρας εδραιωμένης που σιγουρεύει τα κέρδη της και τα αυξάνει σταθερά και με πρόγραμμα, ήταν μια οπισθοχώρηση που δύσκολα θα διορθωνόταν… Συμβαίνει μερικές φορές μέσα από το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει μια χώρα να ξεμυτάει η προσμονή για αντενέργειες, για πράξεις ριζικές που θα μπορούσαν να τερματίσουν την περίοδο της πνιγηρής στασιμότητας. Μα η προσμονή αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκην και αίτημα και πολύ λιγότερο επιταγή. Αν ήταν, το ζήτημα θα λυνόταν εύκολα. Όταν μια χώρα ζητεί κάτι συγκεκριμένο, σημαίνει ότι ήδη έχει ετοιμάσει κάποιους από τους γηγενείς να αναλάβουν την πραγμάτωση του συλλογικού σκοπού. Αν όμως δεν ξέρει τι της χρειάζεται για να συνέλθει;»

«Βυθισμένη στην αστάθεια και την ταραχή από την ήττα του 1897, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αντιπερισπασμούς που θα την βοηθούσαν να αποκαταστήσει τις ζημιές ή και να ξεχαστεί… Έμενε λοιπόν με την αόριστη προσμονή που σήμαινε ότι καλούσε σε αόριστο εγερτήριο όσους δεν είχαν αποκάμει από τις εσωτερικές και εξωτερικές εντάσεις».

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα εκείνης της εποχής αναζητούσε ένα άνοιγμα στην ελευθερία. Κι εμείς εδώ βρισκόμαστε. Η πατρίδα μας υπέστη σοβαρή ήττα πρώτον εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης και δεύτερον με αφορμή την εσωτερική της λαγνεία προς την ευμάρεια. Τώρα καλείται να διδαχθεί από την ήττα, όπως οι Έλληνες διδάχτηκαν παλιά από τη μικρασιατική καταστροφή. Πολλοί προτείνουν να αποφεύγουμε τις ανόμοιες συγκρίσεις. Όμως όλοι σκαλίζουν την Ιστορία. Το ίδιο οφείλει να κάνει και ο μάνατζέρ μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε φορά που απευθύνεται στους πολίτες. Ένας μάνατζερ δεν αρκεί να γνωρίζει τους κανόνες λειτουργίας μιας επιχείρησης (ας μου επιτραπεί η υπερβολή), πρέπει να γνωρίζει και τους εργαζομένους της.

Κάποτε ο Μιτεράν είχε πει πως Ευρωπαίος είναι αυτός που έχει πλήρως συνειδητοποιήσει τη φρίκη των δύο παγκόσμιων πολέμων και δεν διανοείται να υποστεί έναν τρίτο. Σ’ αυτό ας συμβάλλει και ο δικός μας τόπος, όσο κι αν λατρεύουμε την παλιά κανονικότητα .(Αφιερωμένο στην Ημέρα της Ευρώπης και στις Ευρωεκλογές).