Οι παθογένειες του παρελθόντος επιστρέφουν

Οι περιπέτειες της ελληνικής οικονομίας
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Η αύξηση των εισαγωγών που παρατηρείται το 2021 και το 2022 και ιδιαιτέρως το τελευταίο τρίμηνο χτύπησε καμπανάκι ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στις παθογένειες του παρελθόντος. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η διόγκωση του διπλού ελλείμματος, δημοσιονομικού και ισοζυγίου συναλλαγών μας οδήγησε στα μνημόνια, ασχέτως αν η πολιτική διαχείριση από Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή φούντωσαν την πυρκαγιά αντί να την περιορίσουν και να την ελέγξουν. 

 

Open Image Modal
.
Μελέτη Eurobank, «Το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας» σελ. 19, διάγραμμα 15

 

Στα μνημονιακά χρόνια περιορίστηκε το δημοσιονομικό έλλειμμα και κάποιες χρονιές επιτεύχθηκε και πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ, στο ισοζύγιο συναλλαγών, από τη μία η κρίση προκάλεσε μείωση της κατανάλωσης, ενώ η ανάγκη οδήγησε τις ελληνικές επιχειρήσεις να στραφούν στην αναζήτηση ξένων αγορών για τα προϊόντα τους.

Έγιναν σημαντικά βήματα. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε πραγματικές τιμές (του 2015), από 80,1 δισ. € το 2008 έφτασαν στο χαμηλό των 50,8 δισ. € το 2013. Από την άλλη πλευρά οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο τουρισμός και η ναυτιλία) 45,5 δισ. € το 2009 έφτασαν στα 6 7δισ. € το 2021. Οι εξαγωγές αγαθών διπλασιάστηκαν σε πραγματικές τιμές, από 17,9 δισ. € το 2009 σε 35,4 δισ. € το 20211.

Αλλά αυτή η φάση διόρθωσης της οικονομίας φαίνεται ότι έφτασε στα όριά της. Το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 οι εισαγωγές σκαρφάλωσαν στα 85,27 δισ. € έναντι 58,56 δισ. € κατά το ίδιο διάστημα του 2021. Αν αφαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στα 56,06 δισ. € από 43,88 δισ. €, δηλαδή κατά 12,19 δισ. ευρώ ή κατά 27,8%. Το έλλειμμα του ισοζυγίου συναλλαγών στο ενδεκάμηνο διαμορφώνεται στα 35 δισ. €!.

Παρότι τα έσοδα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία περιορίζουν το έλλειμμα της χώρας (ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών), εν τούτοις έχει αρχίσει να παίρνει εκ νέου ανηφορικό δρόμο και έφτασε σχεδόν στο 8% του ΑΕΠ, όταν την ίδια στιγμή ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη παρουσιάζει πλεόνασμα 3,9% (πίνακας 1).  

Open Image Modal
.
.

 

Επιστροφή στο παρελθόν;

Οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, παρόλο που η χώρα πέρασε τρία μνημόνια και τα γιατροσόφια τόσων ειδικών, παραμένουν και δείχνουν τάσεις επιστροφής. Η ιδιωτική κατανάλωση το πρώτο εννεάμηνο του 2022 έφτασε το 70% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου στην Ευρωζώνη 52,4%. Προσεγγίζουμε και πάλι ποσοστά προ κρίσης όταν το 2007 το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης κάλυπτε σχεδόν το 65% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσης στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 διαμορφώθηκε στο -14,1% του διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι θετικής αποταμίευσης 12,5% μ.ο. στην Ευρωζώνη. Τα νοικοκυριά αναλώνουν μέρος των καταθέσεών τους για να συντηρήσουν ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης2.

Είναι γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια οι καταθέσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν σημαντικά. Από τον Ιανουάριο του 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2022 εισέρρευσαν στις τράπεζες σχεδόν 42,39 δισ. € και από 143,12 δισ. τον Δεκέμβριο του 2019 τον περασμένο Σεπτέμβριο οι καταθέσεις ξεπέρασαν τα 185 δισ., αύξηση 29,6%3. Η άνοδος είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί τάση (μικρότερη όμως) επιστροφής καταθέσεων είχαμε και πριν το 2020.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι καταθέσεις συνέχισαν να αυξάνονται και μέσα στο 2022, παρά το κύμα ακρίβειας και την οικονομική κρίση. Άρα, στις τράπεζες επέστρεψαν καταθέσεις που είχαν κρυφτεί επί ΣΥΡΙΖΑ από τον φόβο χρεοκοπίας, λόγω επιστροφής της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς, αλλά και από τις επιδοτήσεις (π.χ. επιστρεπτέες προκαταβολές) που δόθηκαν στα χρόνια της πανδημίας, χωρίς ξεκάθαρα κριτήρια ποιοι θα έπρεπε να τις λάβουν και τι να τα κάνουν αυτά τα χρήματα. Τώρα λοιπόν, που μετά από δύο χρόνια η οικονομία άνοιξε, ένα μέρος αυτών «καίγεται» στην κατανάλωση.

Θα αντιτείνει κάποιος ότι η μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης που παρατηρείται είναι αποτέλεσμα της ακρίβειας και του γεγονότος ότι οι καταναλωτές θέλουν να ξεσκάσουν, μετά από δύο χρόνια κλεισούρας και στρέφονται στην κατανάλωση και σε λίγο καιρό θα διορθωθεί αυτή η τάση. Αυτό είναι μέρος της αλήθειας αλλά η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει και μια σειρά από άλλα διαθρωτικά προβλήματα που δεν προοιωνίζονται καλές εξελίξεις.

Το δημογραφικό – νέα μετανάστευση: Η μείωση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την φυγή 400-500 χιλ. Ελλήνων την προηγούμενη δεκαετία, έχει ως αποτέλεσμα ο ικανός προς εργασία πληθυσμός να έχει μειωθεί κατά 8,7% από το 2009, η μείωση στον μ.ο. της Ευρωζώνης είναι μόλις 1,7%.

Νέες θέσεις εργασίας: Η ανεργία τα προηγούμενα χρόνια μειώθηκε σημαντικά, αλλά παραμένει πέριξ του 12%, ενώ το πιο ανησυχητικό βρίσκεται στο γεγονός ότι 4/5 θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν θέσεις απασχόλησης χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλών απολαβών.

Έλλειψη επενδύσεων: Όλη τη δεκαετία 2010-2019 οι επενδύσεις στην οικονομία κινήθηκαν σε πολύ ρηχά νερά, ουσιαστικά υπήρξε αποεπένδυση. Οι επενδύσεις στο τέλος του 2021 υπολογίστηκαν σε 30,1 δισ. € και για το 2022 εκτιμώνται στα 32,6 δισ. €. Σίγουρα καλύτερα από τα 19,5 δισ. € του 2013, αλλά πολύ μακριά από τα 63,3 δισ. του 2007. Βεβαίως πια το μείγμα επενδύσεων είναι πιο υγιές και πιο αναπτυξιακό, γιατί κατά μέσο όρο τα έτη 2000-2009 17,3 δισ. € κατέληγαν στη δημιουργία νέων κατοικιών (πίνακας 2).

Το μείγμα είναι πια πιο ισορροπημένο, αλλά είναι ακόμα πολύ μικρό. Οι συνέπειες είναι εμφανείς στη βιομηχανική παραγωγή. Η βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυναμικότητας στη βιομηχανία τον Αύγουστο έφτασε το 75,9% (από λίγο πάνω από το 60% τον Οκτώβριο του 2015) και πλέον βαδίζει στο 80%, το οποίο θεωρείται ότι σηματοδοτεί την πλήρη χρήση ή βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτή. Άρα η βιομηχανία έχει φτάσει στα όρια και είναι θετικό σημάδι ότι και το 2021 οι επενδύσεις στον μηχανολογικό εξοπλισμό ξεπέρασαν τις ετήσιες επενδύσεις της δεκαετίας 2000-2009 (6,7 δισ. έναντι 6,5 δισ.), ενώ και το 2022 εκτιμάται ότι σημείωσαν νέα αύξηση γύρω στο 30%, αλλά απαιτείται ένα επενδυτικό άλμα τα επόμενα χρόνια.

Βεβαίως οι δεκαετίες αποβιομηχανοποίησης και αδιαφορίας για τη μεταποίηση αφήνουν τα σημάδια τους, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ στους δείκτες οικονομικής πολυπλοκότητας, οι εξαγωγές αγαθών μας αφορούν σε μεγάλο βαθμό προϊόντα χαμηλής πολυπλοκότητας, όπως ορυκτά και γεωργικά.

Η Ελλάδα διασώθηκε από την τέλεια καταιγίδα του 2015, όπου αν είχε επέλθει η έξοδος από το ευρώ και η οικονομική μας απομόνωση με τα όσα συνέβησαν τα επόμενα χρόνια -τουρκική επιθετικότητα, πανδημία, ρωσική εισβολή-, θα είχαμε μετατραπεί σε ένα ακρωτηριασμένο προτεκτοράτο, αλλά η ανάταση της οικονομίας και της κοινωνίας σε βιώσιμες και αναπτυξιακές βάσεις είναι ακόμα άπιαστο όνειρο. Υπήρξε μια αρχική σταθεροποίηση και αντικρίζουμε κάποια ψήγματα για το πού μπορεί να πάει η οικονομία, αλλά τα βαρίδια του παρελθόντος είναι εδώ, ενώ και οι αντικειμενικές συνθήκες, π.χ. η μείωση ενεργού πληθυσμού, καθιστούν την ανάταση ακόμα πιο δύσκολη. 

1 Μελέτη Eurobank, «Το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας», από την οποία έχουν αντληθεί όλα τα οικονομικά στοιχεία και οι 2 πίνακες.

2 Πρόκειται για παράδοξο γεγονός, γιατί όπως θα δούμε πιο κάτω, οι καταθέσεις σταθερά αυξάνονται. Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο εισόδημα που δεν δηλώνεται και, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης είναι πολύ υψηλότερο. 

3 Θανάσης Παπαδής, «Αύξηση καταθέσεων: Πού «πατάει» το παράδοξο της αποταμίευσης εν μέσω ακρίβειας», εφημερίδα Ημερησία.