Οι πολιτικοί κραδασμοί στις ΗΠΑ και «το Σύνδρομο της Κίνας»

Οι προσδοκίες για την Κίνα που δεν επαληθεύθηναν.
Open Image Modal
.
Getty

Το 2022 θα συμπληρωθούν 50 χρόνια από την επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο-μία κίνηση που δρομολόγησε τις Σινο-Αμερικανικές σχέσεις ως τις μέρες μας.

Σε γενικές γραμμές αυτές, όσον αφορά στις ΗΠΑ, έχουν στηριχτεί σε δύο άξονες: αρχικά στη χρησιμοποίηση της Κίνας, για την ανάσχεση της σοβιετικής πρόκλησης, “the China card”, όπως αποκαλέστηκε, και αργότερα, μετά τη κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ, για την προαγωγή της παγκοσμιοποίησης.

Η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), το 1997, έδωσε νέα ώθηση στην υπόθεση της ένταξης της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία –της πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη, που θα πρόσφερε μια τεράστια αγορά και ένα σχεδόν αστείρευτο φτηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο δεν θα απολάμβανε τα δικαιώματα των εργαζομένων στις δυτικές χώρες.

Συνεπώς, η Κίνα, για τον επιχειρηματικό κόσμο, φάνταζε ένα El Dorando για τεράστια κέρδη.

Αν μη τι άλλο η βία με την οποία το Κ.Κ Κίνας, με προεξέχοντα τον Ντενγ Σιαοπίνγκ, τον αποκαλούμενο «εκσυγχρονιστή» και αρχιτέκτονα του κινεζικού οικονομικού θαύματος, συνέτριψε τη φοιτητική εξέγερση στην πλατεία Τιενανμέν, τον Ιούνιο του 1989, με πάνω από χίλιους νεκρούς, δεν άφηνε πολλές ελπίδες για τον πολιτικό εκδημοκρατισμό της χώρας, στα πρότυπα του Γκορμπατσόφ.

Οπωσδήποτε, οι δοξασίες εκείνης της εποχής, τις παραμονές της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και της επικείμενης κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και στη Σοβιετική Ένωση, ευνοούσαν προσδοκίες για μια νέα πολλά υποσχόμενη εποχή.

Δηλαδή, για «το Τέλος της Ιστορίας» όπως το έθετε ο Francis Fukuyama, στο περιβόητο άρθρο του, το οποίο συνέπεσε με τα γεγονότα στην πλατεία Τιαναμέν, και στο οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Fukuyama ανήγγειλε την επικείμενη κατάρρευση του κομμουνισμού και στην Κίνα.

Ωστόσο, το Κ.Κ Κίνας, με προεξέχοντα τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, είχε διαμετρικά αντίθετες απόψεις επί του θέματος. Για τον Ντενγκ, απαραίτητη προϋπόθεση για την ευόδωση του οικονομικού εκσυγχρονισμού της Κίνας ήταν ο απόλυτος έλεγχος του Κ. Κ Κίνας στην κινεζική κοινωνία.

«Ποιός Ξεδιαλύνει το Κουβάρι;»

Αναμφίβολα, τα αιματηρά γεγονότα στην πλατεία Τιαναμεν αποτέλεσαν κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση των Σινο-Αμερικανικών σχέσεων.

Να σημειώσουμε ότι ο Πρόεδρος Μπους, αντιμέτωπος με τη λαϊκή κατακραυγή στις ΗΠΑ, με τη Βουλή των Αντιπροσώπων να ψηφίζει ομόφωνα (420 υπέρ, κανένας κατά) στη λήψη αυστηρών κυρώσεων στο κινέζικο καθεστώς, είχε δημόσια καταδικάσει τη βία με την οποία το Κ.Κ Κίνας είχε πνίξει στο αίμα τη φοιτητική εξέγερση (βλέπε, George Bush & Brent Scowcroft, “A World Transformed”, Vintage Books, N.Y., 1999.)

Ωστόσο, όπως διαπιστώνεται στο ως άνω βιβλίο, τόσο ο Μπους όσο και ο Scowcroft, ο σύμβουλός του στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν σκόπευαν να επιτρέψουν τον «εκτροχιασμό» των Σινο-αμερικανικών σχέσεων.

Όπως το θέτει: «αυτό που σίγουρα ήθελα να αποτρέψω ήταν την πλήρη ρήξη (στις σινο-αμερικανικές σχέσεις) που με τόσους κόπους είχαμε οικοδομήσει από το 1972».

Άλλωστε ο Μπους ήταν πεπεισμένος ότι σε καθεστώτα που είχαν αναδειχτεί οικονομικά και εμπορικά κίνητρα, ακόμη και στα πιο ολοκληρωτικά, ο εκδημοκρατισμός τους ήταν ζήτημα χρόνου. (σελ. 89).

Το τέταρτο κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου τιτλοφορείται “Untying a Knot”, («Ξεμπλέκοντας ένα κόμπο»).

Προφανώς, οι έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, για την αιματηρή καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης στο Πεκίνο, είχαν προκαλέσει τη μήνη του κινεζικού καθεστώτος, το οποίο αντέδρασε διακόπτοντας κάθε επαφή με την Ουάσινγκτον, ώστε οι προσπάθειες του James Baker, του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, να επικοινωνήσει με τον Κινέζο ομόλογό του να μένουν ατελέσφορες, καθώς ο τελευταίος αρνούνταν να απαντήσει στις κλήσεις του (James Baker, “The Politics of DiplomacyPutman, N.Y., 1995. Tο Έβδομο Κεφάλαιο φέρει τον τίτλο: “China: A Great Leap Backward”)

Παρόμοια τύχη είχαν και οι προσπάθειες του Μπους να επικοινωνήσει με τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, με τον οποίο υποτίθεται ότι συνδέονταν με μακρά φιλία.

Καθώς ο Ντενγκ αρνιόταν να ανταποκριθεί στις κλήσεις του Μπους, η μόνη επιλογή του Αμερικανού προέδρου ήταν να του απευθύνει προσωπική έκκληση.

Στην μακροσκελή (άνω των χιλίων λέξεων) επιστολή του, ο Μπους, σε απολογητικό ύφος, ζητούσε τη συνδρομή του Κινέζου ηγέτη για τη διάσωση της σινο-αμερικανικής ειδικής σχέσης (“please help me keep it strong”!) και παρέπεμπε στο κοινό μέτωπο Ουάσινγκτον-Πεκίνου κατά της Μόσχας (σελ. 100-103).

Εν κατακλείδι ο Μπους,στην επιστολή του, παρακαλούσε τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ να δεχτεί κάποιο απεσταλμένο του για την άρση των «παρεξηγήσεων» μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου.

Τελικά ο Ντένγκ εδέησε να διαμηνύσει ότι θα δεχόταν τον απεσταλμένο του Μπους. Η αρχική ιδέα ήταν η αποστολή του Νίξον, ή του Κίσινγκερ. Όμως, για να αποφευχθεί η δημοσιότητα, εστάλ στο Πεκίνο ο Brent Scowcroft, συνοδευόμενος από ένα ανώτερο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών. Η ακόλουθη περιγραφή του τι διημείφθη στο Πεκίνο ανήκει στον ίδιο τον Scowcroft.

Οι δύο επισκέπτες έφτασαν στο Πεκίνο την 1η Ιουλίου, 1989, και οδηγήθηκαν κατευθείαν στο State Guest House, όπου λίγο αργότερα εμφανίστηκε ο Ντεντ Σιαοπίνγκ, συνοδευόμενος από τον κινέζο Υπουργό Εξωτερικών, και άλλα δύο κυβερνητικά στελέχη.

Ουσιαστικά, η συνάντηση εξελίχθηκε σε ένα μονόλογο του Ντενγκ και σε ένα κατηγορώ κατά των ΗΠΑ. Το τελευταίο διάστημα, ξεκίνησε ο Ντενγκ, η εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον είχε «στριμώξει» το κινέζικο καθεστώς, κάτι που αποσκοπούσε στην ανατροπή του από «αντεπαναστατικά στοιχεία». Αυτό, εκ των πραγμάτων «θα οδηγούσε σε πόλεμο», προφανώς μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις βρίσκονταν στην κόψη του ξιραφιού και η συμπεριφορά των ΗΠΑ οδηγούσε σε αδιέξοδο (σελ. 106).

Για τον Ντενγκ δεν ήταν η κινέζικη πλευρά που είχε προσβάλει την αμερικάνικη, αλλά το αντίστροφο, οι Αμερικάνοι είχαν προσβάλει την αξιοπρέπεια των Κινέζων (προφανώς λόγω της συμπαράστασης του αμερικανικού λαού προς τους Κινέζους φοιτητές που διεκδικούσαν πολιτικά δικαιώματα).

Συνεπώς, συνέχισε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, όπως λέει ένα κινέζικο γνωμικό, «την ευθύνη για το ξεμπέρδεμα του κουβαριού την έχει όποιος το έμπλεξε» (σελ. 107). Στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η αμερικάνικη πλευρά, η οποία καλείτο να δώσει μαθήματα καλής συμπεριφοράς. Κατόπιν ο Ντενγκ αναφέρθηκε στα 20 εκατομμύρια Κινέζων που είχαν θυσιαστεί για την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κίνα, πλέον εκείνων που είχαν σκοτωθεί στα τρία χρόνια της αμερικανικής επιθετικότητας (“aggression”) στον πόλεμο της Κορέας (σελ. 109).

Από την πλευρά του, ο αμερικανός απεσταλμένος το μόνο που κατόρθωσε να ψελλίσει ήταν τα αμοιβαία οφέλη από τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών.

Η σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων, διαβεβαίωνε ο Scowcroft, είχε ενισχύσει το θαυμασμό του αμερικανικού λαού τόσο προς τον κινεζικό λαό, όσο προς την κινεζική κυβέρνηση για το ζήλο με τον οποίο προήγαγε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Ωστόσο ο Ντενγκ δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε από τα λεγόμενα του Scowcroft, και έδωσε τέλος σ’ εκείνη την συνάντηση με την εξής δήλωση: «Εν κατακλείδι», είπε, «επαναλαμβάνω, αναμένουμε να δούμε τα μέτρα που θα λάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες» σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα που είχαν κλονίσει τις σινο-αμερικανικές σχέσεις. Κατόπιν ο Ντενγκ αποχώρησε από την αίθουσα. Έτσι ουσιαστικά τερματίστηκε η αποστολή του Scowcroft στο Πεκίνο.

Αυτό που συνάγεται από το ως άνω περιστατικό είναι η διακαής επιθυμία της Ουάσινγκτον να συμμορφωθεί με τις επιταγές του Πεκίνου, σε ό,τι είχε να κάνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι επόμενοι Πρόεδροι των ΗΠΑ, με εξαίρεση τον πρόεδρο Τραμπ, κράτησαν χαμηλό προφίλ σ΄αυτό το ζήτημα.

Η δικαιολογία γι αυτήν την παθητική στάση της Ουάσινγκτον συνίσταται σ΄εκείνο που διατύπωνε ο Μπους το 1989, δηλαδή στο ότι η ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, νομοτελειακά, θα οδηγούσε στην χαλάρωση και τελικά στον πολιτικό εκδημοκρατισμό του κινεζικού καθεστώτος.

Αυτό αποτέλεσε το «credo» όλων των αμερικανών Προέδρων. Το Σεπτέμβριο του 2000, ήτοι έντεκα χρόνια μετά τη σφαγή στην πλατεία Τιαναμέν, η αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων (που το 1989, είχε ψηφίσει ομόφωνα στη λήψη αυστηρών κυρώσεων κατά του Πεκίνου) ενέκρινε, μαζί με τη Γερουσία, το νομοσχέδιο του Προέδρου Κλίντον για την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Ο Κλίντον, στα Απομνημονεύματά του, θεωρεί την απόφασή του να εντάξει την Κίνα στον ΠΟΕ, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της οκταετούς προεδρικής του θητείας (Bill Clinton, “My Life”, Alfred Knopp, N.Y., 2005, σελ. 922).

Ο Κλίντον, όπως και οι επόμενοι Αμερικανοί Πρόεδροι, δεν αμφέβαλλαν για τις ευεργετικές πολιτικές παρενέργειες που θα απέρρεαν από την οικονομική ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, για τον νομοτελειακό πολιτικό «εκσυγχρονισμό» της.

Ωστόσο, ως σήμερα, αυτή η προσδοκία παραμένει ατελέσφορη. Το αντίθετο, θα έλεγε κανείς ότι όσο εδραιώνεται η θέση της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα, τόσο σκληραίνει η στάση του καθεστώτος, σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Από την άλλη πλευρά, αντί για τον πολιτικό «εκσυγχρονισμό» της Κίνας, αυτό που παρατηρούμε είναι η οικονομική καχεξία των ΗΠΑ, καθώς και το φάσμα της πολιτικής αποδόμησης της μοναδικής υπερδύναμης του πλανήτη.