Χρειάστηκαν λοιπόν τρεις ολόκληρες δεκαετίες και πολλή φαιά ουσία από τους διαπραγματευτές του λεγόμενου «Μακεδονικού» για να μπει ένας γεωγραφικός επιθετικός προσδιορισμός μπροστά από τη λέξη Μακεδονία, ώστε το πολυεθνικό κράτος με την προσωρινή ονομασία FYROM να μετονομαστεί σε Βόρεια Μακεδονία συναινετικά, δηλαδή με τη σύμφωνη γνώμη του βορειομακεδονικού – και εδώ αρχίζουν κιόλας οι πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής στη γλωσσική πράξη αυτής της συμφωνίας – και του ελληνικού κοινοβουλίου. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες αλλαγές εκτός από το όνομα, όπως οι τροποποιήσεις στο βορειομακεδονικό σύνταγμα οι οποίες υποτίθεται ότι αποτελούν τροχοπέδη στον σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, αλλά γι αυτές η διεθνής κοινότητα ούτε ενδιαφέρεται, ούτε μιλά. Οι πάντες «έξω» θεωρούν ότι το πρόβλημα ήταν το όνομα, ότι το εμπόδιο ήταν η ελληνική πλευρά που δεν δεχόταν το όνομα «Μακεδονία» λόγω εθνικιστικής ιδεοληψίας, ότι τώρα βρέθηκε η χρυσή τομή με την υποχώρηση των γειτόνων στο ονοματολογικό και ότι άνοιξε πλέον ο δρόμος για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια.
Ποιος δεν θα ήθελε να είναι όντως έτσι τα πράγματα; Να φύγει από τη μέση ένα αγκάθι που δυσχεραίνει τη σχέση της Ελλάδας με τον βόρειο γείτονά της και που ανοίγει στον δεύτερο την προοπτική για την πλήρη ένταξή της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία – ναι, αυτή συνεχίζει να υπάρχει, παρότι το αντίπαλο δέος, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αναπαύεται στο χρονοντούλαπο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας Ιστορίας.
Από την πλευρά της Ελλάδας η συμφωνία για την αλλαγή του ονόματος και του συντάγματος της οσονούπω Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει ακόμη περατωθεί, αλλά κατά τα φαινόμενα έχει ήδη εξασφαλιστεί η απαιτούμενη οριακή πλειοψηφία στο ελληνικό κοινοβούλιο, εκτός απροόπτου. Σ’ αυτή περιλαμβάνονται όχι μόνον όσοι από την αρχή των διαπραγματεύσεων ζύγιζαν τα θετικά της συμφωνίας βαρύτερα από τα αρνητικά της, αλλά και πολιτικοί που την καταδίκαζαν με δριμύτητα ή διαφωνούσαν σε ηπιότερους τόνους. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, επομένως, κάποιοι έμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, είτε υπέρ, είτε κατά – και κάποιοι άλλοι μετακινήθηκαν από την όχθη της άρνησης σε εκείνη της στήριξης, ακόμη και όταν ο πολιτικός φορέας στον οποίο ανήκαν στις δημόσιες τοποθετήσεις του διαφωνούσε με τη συμφωνία, και μάλιστα με δική τους εξουσιοδότηση.
Ο μέσος Έλληνας έχει μπερδευτεί αφάνταστα τόσο με τα επιχειρήματα της μιας πλευράς, όσο και με αυτά της άλλης, αλλά και από τις απότομες αλλαγές στη στάση πολιτικών φορέων και προσώπων, αδυνατώντας πλέον να κατανοήσει πού σταματά η «παράσταση», όπως θα έλεγε ο Erving Goffman, και πού αρχίζει η πραγματικότητα, με άλλα λόγια να διακρίνει ποιος εννοεί αυτά που λέει και ποιος άλλα λέει, άλλα εννοεί και άλλα πιστεύει. Θα ήταν ίσως χρήσιμο να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και χωρίς φόβο και πάθος να κάνουμε ορισμένες διαπιστώσεις, χωρίς να προδικάζουμε τις όποιες επιπτώσεις - θετικές ή αρνητικές- πρόκειται να έχει για την Ελλάδα η συμφωνία σε περίπτωση που κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο. Και αυτό διότι η ρητορική και τα «αφηγήματα» έχουν θολώσει πολύ την ουσία αυτής της υπόθεσης.
Από την πρώτη στιγμή που ετέθη το θέμα «επίλυση της διαφοράς με την ΦΥΡΟΜ» παρατηρούμε μέχρι τώρα τα εξής:
Το σύνολο των κρατών και των ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αποτιμούν θετικά τη συμφωνία των Πρεσπών και την υποστηρίζουν ανοιχτά, πρωτοστατούντων της κ. Μέρκελ και του επιτρόπου διεύρυνσης κ. Χαν. Πέρα από τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών και των ευρωπαϊκών οργανισμών που επιβάλλουν τη θετική αξιολόγηση της όποιας προσπάθειας για συναινετική υπέρβαση της μακεδονικής διαμάχης, υπάρχει και ένα άλλο, εξίσου σημαντικό σημείο, που δεν αφορά τη βούληση των ηγεσιών των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά τη σκέψη του μέσου πολίτη της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας κλπ.
Δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις μέχρι τώρα ελληνικές αντιρρήσεις στο όνομα της γειτονικής χώρας, στο εθνώνυμο, στο επίθετο για την εθνότητα και στο όνομα της γλώσσας. Έχω βιώσει από πρώτο χέρι σε πολλές συνεργασίες και συμμετοχές σε συνέδρια, σεμινάρια και ομάδες εργασίας σε ευρωπαϊκές χώρες για πολλές δεκαετίες τις δυσκολίες των μη-Ελλήνων συνομιλητών μου να δεχθούν την ελληνική στάση και τα αντίστοιχα επιχειρήματα και έχω νιώσει αρκετές φορές να είμαι ο «γραφικός» της παρέας. Δεν θεωρούσα, όμως, ότι είναι δικό μου πρόβλημα ότι οι άλλοι αγνοούσαν την ιστορία των Βαλκανίων, τις απόψεις της Κομιντέρν, του Ζαχαριάδη και του Τίτο, ούτε ένιωσα την ανάγκη να προσαρμοστώ στα «ευρωπαϊκά δεδομένα» γύρω από τη γλωσσική χρήση για τη συγκεκριμένη χώρα, απλά για να μην θεωρηθώ από τους συνομιλητές μου «γραφικός», πιστεύοντας ότι η τακτική της «προσαρμογής» για να μην ξεχωρίζεις δεν είναι πάντοτε η καλύτερη λύση.
Η αμερικανική πλευρά, η μεγάλη σύμμαχος με την οποία η ελληνική Αριστερά είχε και ένα τμήμα της συνεχίζει να έχει παλιούς λογαριασμούς εξ αιτίας της αποφασιστικής της συμβολής στην ήττα της «σοσιαλιστικής επανάστασης» τον Αύγουστο του 1949, είχε αξιολογήσει από την αρχή θετικά την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να δεχθεί μια συμβιβαστική λύση στο ζήτημα, ώστε έτσι να ανοίξει η πόρτα για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Το ότι οι επιδιώξεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο θέμα αυτό βρίσκονται σε αρμονία με την ιδεολογία της κυβερνητικής Αριστεράς γύρω από τις εθνότητες ως ιδεολογήματα, και ειδικά της μακεδονικής, δεν φαίνεται να ενοχλεί ούτε τις ΗΠΑ, ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε την κυβερνητική Αριστερά. Δεν είναι άλλωστε το μόνο ζήτημα στο οποίο παρατηρείται συγχρονισμός της κυβερνητικής Αριστεράς και της Δυτικής Συμμαχίας, προς μεγάλη απογοήτευση της παραδοσιακής και της έκπτωτης – μετά το καλοκαίρι του 2015 – εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Υπάρχουν στην παγκόσμια σκηνή και πιο χτυπητές παραδοξότητες εφαρμοσμένου Μαρξισμού, όπως η καπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά στην Κίνα και αλλού. Ο πραγματισμός είναι πλέον η κυρίαρχη ιδεολογία σε Ανατολή και Δύση, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, του υπαρκτού καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ οι ετικέτες «Δεξιά» και «Αριστερά» για υπαρκτές καταστάσεις είναι σκιάχτρα από το παρελθόν που εργαλειοποιούνται κυρίως από την κυβερνητική Αριστερά για πρακτικούς λόγους.
Η συμπεριφορά των Ευρωπαίων εταίρων κατά τη διαπραγμάτευση μας δίδαξε πολλά, αλλά ένα είναι το πιο βασικό μάθημα: το γερμανικής έμπνευσης ευρωπαϊκό αφήγημα ότι τα μνημόνια και η λιτότητα – όχι εν γένει, αλλά τα συγκεκριμένα – ήταν μονόδρομος και ότι το περιεχόμενό τους είχε αυστηρά τεχνοκρατικό χαρακτήρα και, όπως παρουσιάστηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο, ήταν για συστημικούς λόγους «alternativlos», δηλαδή χωρίς εναλλακτική, ήταν μύθος. Αφομοιώσαμε τώρα ότι τα μέτρα δεν ήταν ακριβώς «alternativlos», ότι αν η Ελλάδα συμπεριφερόταν σωστά σε άλλα ζητήματα, τότε υπήρχε και άλλος δρόμος. Μάθαμε, τέλος, ότι στο σύνθημα «pacta sunt servanda» δεν γίνονται εκπτώσεις μόνον από τη Γερμανία για τη Γαλλία, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις και για την Ελλάδα. Καταλάβαμε με άλλα λόγια ότι ζούμε στην εποχή του γερμανικού πραγματισμού στην ωραία μας Ευρώπη.
Αν και παραδοσιακά η θέση ότι υφίσταται μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα υπήρξε το αφήγημα της Αριστεράς στην Ελλάδα, αποδεικνύεται τον τελευταίο χρόνο ότι το αφήγημα αυτό εκφράζει ένα πολύ ευρύτερο ιδεολογικό φάσμα. Πέρα από τον διχασμό για το ονοματολογικό, ο διχασμός για τη μακεδονική εθνότητα και τη μακεδονική γλώσσα διαπερνά ολόκληρη την ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και τη διανόηση πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, της παράδοσης και της προόδου. Όταν στην Ελλάδα ο συμβιβασμός με την (για λίγο καιρό ακόμη) ΦΥΡΟΜ καθίσταται εφικτός με τη συμβολή πολιτικών ενός χώρου (ΑΝΕΛ) που όλη σχεδόν η Ευρώπη στιγματίζει ως «ακροδεξιό», κάπου τα πράγματα στραβώνουν. Αν κάποιος χρειάζεται τη θητεία σε ένα «ακροδεξιό» κόμμα ώστε να βαπτιστεί στα νάματα της ευρωπαϊκής συστημικής σκέψης, τότε η Ευρώπη πρέπει να αναθεωρήσει τη ρητορική της περί Ακροδεξιάς.
Για πρώτη φορά μια ελληνική κυβέρνηση πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς επιχείρησε, και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο μάλλον κατάφερε, να αποστασιοποιηθεί από τη μέχρι τώρα ρότα στην υπόθεση της μακεδονικής διαμάχης, την επονομαζόμενη και «εθνική γραμμή», όντως με πολιτικό κόστος, επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη λύση και επειδή η κυβέρνηση δεν ζήτησε τη γνώμη της, γνωρίζοντας ότι αυτό μάλλον θα περιέπλεκε τα πράγματα. Υπάρχουν διάφορες απόψεις γύρω από τα πραγματικά κίνητρα της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στη συμφωνία και θα μπορούσε κανείς να δεχθεί καλόπιστα την άποψη ότι τα κίνητρα δεν υπήρξαν ιδιοτελή-κομματικά, αλλά ανιδιοτελή- εθνικά. Ακόμη και αν ισχύει το τελευταίο, η επιλογή ή η αδυναμία της κυβέρνησης να πετύχει μια ευρύτερη συναίνεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον τις ευρωσυστημικές, αποτελεί το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της συμφωνίας, πέρα από τα υπόλοιπα που έχουν ήδη επισημανθεί από αρμοδιότερους, και μάλιστα από ανθρώπους που δεν έχουν αρνηθεί και θετικά σημεία.
Κανένας σήμερα δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα για την Ελλάδα αυτό που μπορεί να πει για τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ότι δηλαδή ότι οι επιπτώσεις της συμφωνίας των Πρεσπών θα είναι συνολικά θετικές. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο διχασμός που προκάλεσαν τόσο οι κυβερνητικοί χειρισμοί, όσο και η λύση στο Μακεδονικό θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα. Ούτε είναι βέβαιο ότι ο ιστορικά γνωστός διχασμός Προσφύγων-Ντόπιων στην ελληνική Μακεδονία που είχε σβήσει μέσα στο χρόνο δεν υπάρχει κίνδυνος να ενεργοποιηθεί ξανά με την πίεση που με βεβαιότητα πρόκειται να ασκηθεί από τα ευρωπαϊκά όργανα αλλά και από τις οργανώσεις των «Μακεδόνων της διασποράς» προς την Ελλάδα να τηρήσει την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία αναφορικά με την “καταπιεζόμενη μακεδονική μειονότητα” μέσα στην ελληνική Μακεδονία. Το υποτιθέμενο πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομικής διείσδυσης στη γειτονική χώρα και της διατήρησης της ειρήνης στο Βορρά για να ασχοληθούμε απερίσπαστοι με την επιθετική Ανατολή, δεν έχει βάση. Στη μελλοντική Βόρεια Μακεδονία θα διεισδύσει οικονομικά αυτός που έχει αντίστοιχη διεισδυτική δύναμη, δηλαδή πλεονέκτημα στο εξαγωγικό εμπόριο, και όχι αυτός που απλά γειτονεύει με τη χώρα. Και η ειρήνη στον Βορρά μάλλον δεν κινδύνευε από το γεγονός ότι η Ελλάδα ονόμαζε τη χώρα αυτή Σκόπια αντί Βόρεια Μακεδονία.
Δεν θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι και ευχόμαστε να δικαιωθεί ο μεγάλος κυβερνητικός εταίρος και όχι ο πρώην μικρός - στο μέγεθος αλλά και στο πολιτικό μπόϊ - στις προβλέψεις για τις επιπτώσεις από τη συμφωνία των Πρεσπών. Όταν όμως βλέπουμε να συμπίπτουν οι απόψεις της Κομιντέρν, του Ζαχαριάδη, του Τίτο, της Μέρκελ, του Τραμπ και του ΝΑΤΟ στο Μακεδονικό, δικαιούμαστε να είμαστε κάπως συγκρατημένοι στην αισιοδοξία μας. Γιατί στην πραγματικότητα το διακύβευμα στο οποίο πήρε θέση η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν ουσιαστικά ούτε το όνομα, ούτε η εθνότητα, ούτε η γλώσσα, αλλά το εξής ένα: έξω από το ΝΑΤΟ ή μέσα στο ΝΑΤΟ η ΦΥΡΟΜ; Κανείς δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι η ετικέτα “Βόρεια Μακεδονία” δεν είναι φτιαγμένη μόνο για τα χαρτιά, ως όχημα εισόδου στο ΝΑΤΟ, και ότι δεν θα χρησιμοποιείται στα Σκόπια και στον υπόλοιπο κόσμο τόσο συχνά, όσο χρησιμοποιείται σήμερα το διεθνώς επίσημο όνομα “FYROM”. Πού θα βρει η ελληνική κυβέρνηση τόσους γλωσσικούς τροχονόμους να κόβουν κλήσεις σε όλον τον κόσμο για να τους υποχρεώσουν να προσαρμοστούν γλωσσικά στο συμφωνημένο “Βόρεια Μακεδονία”;