Αν οι σημερινοί άνθρωποι ανά την υφήλιο ενστερνίζονταν την άκρα ευσυνειδησία του Ησιόδου δεν θα είχαμε τον κλιματικό όλεθρο.
Open Image Modal
dreaming for a living via Getty Images

«τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα”

― Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 20:12 

 

“ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτοὺς”

―Ιερεμίας 18;17

Ο βασιλικός μου και εγώ αγαπηθήκαμε από την ημέρα που γνωριστήκαμε τον Ιούνιο. Τον θαύμαζα καθώς εκείνος «σγουρός, πλατύφυλλος και δροσερός” (κατά το δημοτικό τραγούδι) τέντωνε  κάθε απόγευμα τα υπόλευκα άνθη του,  σαν εύρωστος κάτοικος μιας καλοκαιρινής Εδέμ. Το αεράκι του Σαρωνικού τον χάϊδευε.  

«Η διάρκεια της άνθισής του βασιλικού είναι μακρά», έγραψε ο φιλόσοφος- βοτανολόγος Θέοφραστος, διάδοχος του Αριστοτέλη, στις Φυτών Ιστορίες του. Όπως πολλά άλλα είδη και αρώματα, το φυτό αυτό  εισήχθη στην Ελλάδα στον απόηχο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς ανατολάς. 

«Όλα τα αρωματικά φυτά αγαπούν το νερό και την  κοπριά» (7.5.1, Φίλυδρα δὲ πάντα τὰ ἄλλα λάχανα καὶ φιλόκοπρα), παρατήρησε ο Θεόφραστος. Συμπλήρωσε ότι ενδείκνυται  να ποτίζεται ο βασιλικός με κρύο νερό, μπορεί επίσης να ποτίζεται και ακόμη και με πιο ζεστο νερό το μεσημέρι (7.5.1-2).

Εν γένει, κατά τον Θεόφραστο και τους έμπειρους κηπουρούς που επικαλείται, ο βασιλικός συχνά πεινάει (7.5.2, πολλάκις γὰρ πεινῆν τὰ λάχανά φασι, καὶ ταῦτα γνωρίζειν τοὺς ἐμπείρους τῶν κηπουρῶν). Εγώ πότιζα τον δικό μου μόλις ξυπνούσα το πρωί, και εκείνος μού χάριζε μυρωδάτα φύλλα για τα φαγητά μου. Καταλάμβανε μια μικρή γωνιά στη βεράντα και την καρδιά μου. 

Ενέσκηψε ο καύσωνας του Ιουλίου. Δυσανασχετώντας, τρεις γάτες κατέφυγαν κάτω από αυτοκίνητα (πολύ επικίνδυνο), άλλες εγκαταστάθηκαν κάτω από τη σκιά των πεύκων στην αυλή μου.

Τα κυνικά καύματα, τα οποία ξεκινούν ετησίως με την επιτολή του Σειρίου αστέρος (στις αρχές Ιουλίου), σιγά σιγά διασάλευαν την ισορροπία της φύσης. Οι πρώτοι που περιέγραψαν, περί το 700 π.Χ., την αμφίσημη και επικίνδυνη περίοδο των κυνάδων ημερών ήσαν ο Όμηρος (στην Ιλιάδα Χ. 33-7) και ο βοιωτός ποιητής Ησίοδος στο προτρεπτικό ποίημά του Έργα και Ημέραι (στίχ. 582-96). 

Ο ασυνήθιστος φετινός καυσωνας έπληξε τον πολυβλαστή βασιλικό μου. Ο Θεόφραστος με είχε όμως προετοιμάσει για αυτό: «Κάτω από το άστρο αυτό (τον Σείριο) ο βασιλικός γίνεται ωχρός, o δε κορίανδρος γεμίζει με μούχλα» (7.5.2, ὑπὸ δὲ τὸ ἄστρον ὤκιμον μὲν λευκαίνεται, κορίαννον δὲ ἁλμᾷ).  Κάποια φύλλα του βασιλικού μου μαύρισαν και κρέμονταν εξασθενημένα. (Μικρό το κακό: μια κότα στη γειτονιά υπέκυψε στη ζέστη στο κοτέτσι της). Mε το πότισμα όμως ο βασιλικός άρχισε σε λίγες μέρες να αναρρώνει, ώσπου στις 6 Αυγούστου τον βρήκα γερμένο, τα άνθη του συρρικνωμένα και ξεθωριασμένα, τα πράσινα φύλλα του πασπαλισμένα με γκρίζο και μαύρο. Ήταν η στάχτη από τις φωτιές της Εύβοιας.   

Open Image Modal
“Τοπίο στο Λαγονήσι" (ακρυλικά και λάδι σε μουσαμά, 1 Χ 1,10 μ.)
Γιώργος Σκύθος και Ζάννα Αρτέμη

Ο Ησίοδος κηρύσσει τις πρώτες οικολογικές διδαχές στην ιστορία της Δύσης. Έχουν θρησκευτική ένδυση και χροιά. Eγκατεσπαρμένες κυρίως ανάμεσα στις  απαγορεύσεις και οδηγίες στο τελευταίο μέρος των Έργων και Ημερών, ίσως να φαίνονται σήμερα γελοίες και πρωτόγονες. (Αλλά και παλαιότερα, ο Πλούταρχος τις θεώρησε “ευτελείς και ανάξιες τη ποίησης”). 

Η απαγόρευση του Ησιόδου “Μην ουρείς μπροστά στον ήλιο” (Έργα και Ημέραι, στίχ. 727-32) απηχεί ένα πανάρχαιο θρησκευτικό ταμπού το οποίο δείχνει πόσο πρέπει να σεβόμαστε τον ήλιο—και πόσο μπορεί ο ήλιος να προσβληθεί από τη συμπεριφορά μας. “Πριν διαβείς με τα πόδια  ένα ποτάμι, κοίταζέ το κατάματα, και έχοντας πλύνει τα χέρια σου σε καθαρά νερό πες  μια προσευχή στο ποτάμι” (Έργα και Ημέραι, στίχ. 737-40).

Η αγροτική κοινωνία του ποιητή αυτού διαισθανόταν την ιερότητα και αγνότητα του ήλιου και των δέντρων και των ποταμών.  Αν οι σημερινοί άνθρωποι ανά την υφήλιο ενστερνίζονταν την άκρα ευσυνειδησία του Ησιόδου, δεν θα είχαμε τον κλιματικό όλεθρο ούτε την κακοποίηση (εσκεμμένη ή μη) των δασών μας. Δεν θα είχαμε τις φετινές πυρκαγιές.