O ISIS (Islamic State of Iraq and Syria ή Ισλαμικό Κράτος) είναι μια τζιχαντιστική οργάνωση, μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα του Ιράκ, η οποία, εκμεταλλευόμενη τον αναβρασμό του αραβικού κόσμου, απόρροια της επονομαζόμενης Αραβικής Άνοιξης, τη συνεπαγόμενη αστάθεια και τη ρευστοποίηση των συνόρων, κατάφερε να επεκτείνει τη δράση της και να καταλάβει εδάφη στο Ιράκ και τη Συρία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα, ο αρχηγός του ISIS, Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, να ανακηρύξει την ίδρυση του ισλαμικού χαλιφάτου, το οποίο εκτεινόταν από το Χαλέπι της Συρίας μέχρι την πόλη Ντιγιάλα του Ιράκ στις 29 Ιουνίου 2014.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα συγκροτήθηκε ένας διεθνής συνασπισμός 79 κρατών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή την Επιχείρηση Inherent Resolve για την καταπολέμηση της τζιχαντιστικής οργάνωσης. Απότοκο της κινητοποίησης ήταν η σταδιακή εδαφική συρρίκνωση του θνησιγενούς ισλαμικού χαλιφάτου. Η ανακατάληψη της πόλης Μπαγκούζ της Συρίας το Μάρτιο του 2019 σήμανε την οριστική διάλυσή του. Η παρουσία των τζιχαντιστών περιορίστηκε κατά κύριο λόγο στις περιοχές που παρέμειναν υπό τον έλεγχο των αντικαθεστωτικών, στη συριακή έρημο και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της βόρειας Συρίας.
Μολονότι έχει δεχθεί και η ίδια τρομοκρατικές επιθέσεις στο έδαφός της και από το 2015 συμμετέχει στο διεθνή συνασπισμό, η στάση της Τουρκίας έναντι του ISIS έχει χαρακτηριστεί ως αμφιλεγόμενη, με αρκετούς να ισχυρίζονται αφενός ότι χωρίς την τουρκική στήριξη ο ISIS δε θα είχε ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό, αφετέρου ότι υπονομεύει την αντιτρομοκρατική εκστρατεία.
Οι γεωπολιτικές επιδιώξεις της Άγκυρας συνέβαλαν, αρχικώς, στην υιοθέτηση μιας αρκούντως μετριοπαθούς στάσης έναντι της οργάνωσης. Η Αραβική Άνοιξη θεωρήθηκε ως καλή ευκαιρία εγκαθίδρυσης ιδεολογικώς συγγενών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου, παρά τις καλές σχέσεις με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μετά το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου, η Τουρκία επεδίωξε την ανατροπή του Σύρου προέδρου, τασσόμενη δημοσίως υπέρ της αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, σταδιακά διεφάνη ότι η στήριξή της επικεντρωνόταν σε ισλαμιστικές ομάδες και στους τζιχαντιστές του ISIS. Ο νυν αμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, είχε κατηγορήσει το 2014 συμμάχους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, για την άνοδο του ISIS σημειώνοντας ότι, στην προσπάθειά τους να εκδιωχθεί ο Ασάντ, παρείχαν υλική βοήθεια σε οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να πολεμήσει εναντίον του.
Επίσης, οι τζιχαντιστές θεωρήθηκαν από την Άγκυρα ως ένας ικανός μοχλός ανάσχεσης των Κούρδων της Συρίας και αποκοπής τους από τους Κούρδους της Τουρκίας. Η αποτροπή δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους συνιστά διαχρονικά μείζονα προτεραιότητα εθνικής ασφαλείας για τις τουρκικές κυβερνήσεις. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ηγετικά στελέχη του ISIS ανέφεραν στους μαχητές ότι υπήρχε πλήρης συνεργασία με την Τουρκία, ιδίως όσον αφορά στις επιθέσεις εναντίον των Κούρδων.
Ένα ακόμη γεγονός που επηρέασε τη στάση της Τουρκίας ήταν η απαγωγή 49 διπλωματών από το τουρκικό προξενείο στη Μοσούλη τον Ιούνιο του 2014. Παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ για συνδρομή στο διεθνή συνασπισμό, εικάζεται ότι ένας από τους μυστικούς όρους απελευθέρωσης των απαχθέντων ήταν η μη ενεργός στρατιωτική εμπλοκή της εναντίον της οργάνωσης. Προς τούτο, μολονότι κατά την πολιορκία της πόλης Κομπάνι, η οποία κατοικείτο ως επί το πλείστον από Κούρδους, από τον ISIS, το κοινοβούλιο εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να επέμβει στη Συρία εναντίον των τρομοκρατών, αυτή δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, η Άγκυρα βοήθησε την οργάνωση προμηθεύοντας πυρομαχικά και δυνάμεις..
Εντούτοις, η προσπάθεια αποτροπής πλήρους ρήξης με τη Δύση, η επιθυμία αλλαγής της διεθνούς εικόνας της, και κυρίως η τρομοκρατική επίθεση στην πόλη Σουρούτς στις 20 Ιουλίου 2015 που στοίχισε τη ζωή σε 32 άτομα, μετέβαλαν τη στάση της Άγκυρας. Από τον Αύγουστο του 2015 συμμετέχει στο διεθνή συνασπισμό κατά του ISIS, τονίζοντας ότι έχει κάνει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα για την καταπολέμηση της οργάνωσης.
Παρά την είσοδό της στο αντιτρομοκρατικό στρατόπεδο, όμως, η Άγκυρα εξακολουθεί να διατηρεί σχέσεις με την οργάνωση. Η στήριξη στον ISIS συνεχίζεται είτε μέσω της σιωπηλής αποδοχής και ανοχής στις παράνομες δραστηριότητες στα τουρκο-συριακά σύνορα είτε με πιο άμεσο τρόπο.
Οι τουρκικές Αρχές κατηγορούνται για ελλιπείς συνοριακούς ελέγχους, οι οποίοι επέτρεψαν τη μετάβαση χιλιάδων ξένων μαχητών (υπολογίζονται σε πάνω από 25.000) από περισσότερες από 100 χώρες στη Συρία μέσω Τουρκίας. Επίσης, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες προμήθευαν τους τζιχαντιστές με οπλισμό ενώ σύμφωνα με Αιγύπτιους αξιωματούχους, η MIT παρείχε πληροφορίες και λογιστική στήριξη στον ISIS. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, η Τουρκία λειτουργεί ως υλικοτεχνικός κόμβος (logistics hub) για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης.
Παράλληλα, οι επιθέσεις τής Άγκυρας αντί να στοχεύουν τους τζιχαντιστές, επικεντρώνονται στην εξουδετέρωση μελών των κουρδικών δυνάμεων, του YPG (People’s Defense Units) και του συνασπισμού των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces -SDF), τον κύριο αντίπαλο του ISIS, χάρη στην καθοριστική συμβολή του οποίου η βόρεια Συρία απελευθερώθηκε από τους τζιχαντιστές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με κουρδικές και συριακές πηγές, κατά την επίθεση του ISIS σε φυλακές στη Χασάκα που είχε στόχο την απόδραση τζιχαντιστών (20-29 Ιανουαρίου 2022), τουρκικά drones βομβάρδισαν κομβόι του SDF που έσπευδε να την καταστείλει.
Επιπροσθέτως, η Τουρκία επέτρεψε στους τζιχαντιστές να διεξάγουν επιθέσεις εναντίον των αντιπάλων τους από το έδαφός της ενώ τραυματισμένοι μαχητές έλαβαν ιατρική περίθαλψη σε νοσοκομεία της επικράτειάς της. H χώρα θεωρείτο από μέλη του ISIS ως ένα ασφαλές μέρος στο οποίο θα μπορούσαν να καταφύγουν μετά την απομάκρυνσή τους από τη Συρία και το Ιράκ. Σύμφωνα με το σχέδιο «mountain project» του εκλιπόντος αρχηγού Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι που έχει δει το φως της δημοσιότητας, η Τουρκία θα λειτουργούσε ως η νέα κύρια βάση της οργάνωσης. Γι’αυτό το λόγο, λέγεται ότι υπάρχουν πυρήνες σε 12 επαρχίες και έχει ήδη μεταφερθεί οπλισμός σε 6 επαρχίες (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μερσίν, Ντενιζλί, Βαν, Άδανα).
Το γεγονός ότι υψηλόβαθμα στελέχη του ISIS (ο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι που σκοτώθηκε το 2019, ο Αμπού Ιμπραχήμ αλ-Χασίμι αλ-Κουράισι ο οποίος ζούσε 2 χλμ. από τουρκικό φυλάκιο και εξουδετερώθηκε από αμερικανικές και κουρδικές δυνάμεις το Φεβρουάριο του 2022) αποδείχθηκε ότι ζούσαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της βόρειας Συρίας και πολύ κοντά στα τουρκοσυριακά σύνορα εγείρει ερωτηματικά για την εν γένει στάση της Άγκυρας. Σε πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υπογραμμίζεται ότι το Ιντλίμπ στη Συρία, το οποίο βρίσκεται υπό τουρκικό έλεγχο, αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για τους τζιχαντιστές.
Μετά την εισβολή στη βόρειο Συρία, η Τουρκία ενίσχυσε τη συνεργασία της με τους μαχητές του ISIS, προχωρώντας ακόμη και στην εργαλειοποίησή τους. Από το 2017, έχει συγκροτήσει και χρηματοδοτεί τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (ΤFSA), στον οποίο συμμετέχουν μαχητές ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων και τζιχαντιστές του ISIS. Παράλληλα, εκατοντάδες εξ αυτών στέλνονται ως μισθοφόροι σε πολεμικά μέτωπα στο εξωτερικό προς υπεράσπιση των συμμάχων της Άγκυρας.
Εκτιμάται ότι οι Σύροι μισθοφόροι, πολλοί εκ των οποίων τζιχαντιστές, οι οποίοι εστάλησαν στη Λιβύη μετά την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας στον αμυντικό τομέα ανέρχονται στις 20.000, ενώ τζιχαντιστές μετέβησαν και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ για να πολεμήσουν εναντίον των Αρμενίων. Γι’αυτό το λόγο, Σύροι αξιωματούχοι και αναλυτές χαρακτηρίζουν την Τουρκία ως ένα κράτος-χορηγό της τρομοκρατίας. Ακόμη, μετά την τουρκική εισβολή στη Συρία το 2019, οι κουρδικές δυνάμεις κατηγορούν τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ότι διεξάγουν επιχειρήσεις απελευθέρωσης μελών και οικογενειών μαχητών του ISIS που κρατούνται στα υπό κουρδική διοίκηση στρατόπεδα.
Τέλος, ποικίλες πηγές καταδεικνύουν ότι η Τουρκία εμπλεκόταν στο λαθρεμπόριο πετρελαίου του ISIS. Τα έγγραφα και σκληροί δίσκοι που ανακτήθηκαν στο καταφύγιο του Αμπού Σαγιάφ, ηγετικού στελέχους και πρώην «υπουργού Οικονομικών» του ισλαμικού κράτους το 2015 μετά την επίθεση αμερικανικών δυνάμεων παρείχαν αποδείξεις για «σαφείς και αδιαμφισβήτητες σχέσεις» μεταξύ ISIS και Τουρκίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους στη βόρειο Συρία από την Τουρκία το 2015, η Μόσχα παρουσίασε μια σειρά δορυφορικών φωτογραφιών και εγγράφων που καταδείκνυαν την εμπλοκή της Άγκυρας στο λαθρεμπόριο, κάνοντας λόγο ακόμη και για εμπλοκή του Τούρκου προέδρου και της οικογένειάς του. Στην παράνομη μεταφορά πετρελαίου στην Τουρκία έχουν αναφερθεί, επίσης, τόσο η κυβέρνηση του Ιράκ όσο και ιρανικές πηγές.
Εν κατακλείδι, καταδεικνύεται ότι η Άγκυρα διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο με τον ISIS, τον οποίο θεωρεί ισχυρό εργαλείο επίτευξης των γεωπολιτικών επιδιώξεών της. Προς τούτο, αναμένεται να εξακολουθήσει να τον χρησιμοποιεί για όσο διάστημα η Δύση και, ιδίως, οι ΗΠΑ δεν της ασκούν ισχυρές πιέσεις ή δεν της επιβάλλουν κυρώσεις για αυτή της τη στάση.