Οι τελευταίες ανάσες ενός ποιητή στη χώρα που λάτρεψε περισσότερο από την δική του

«Ο αέρας της Ελλάδας» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ.
Open Image Modal
Ο Γιώργος Τσοντάκης
Φώτο Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο κύκλος «Ωδές στον Βύρωνα» της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο με μιαν όπερα του Γιώργου Τσοντάκη που αντιμετωπίζει τον Λόρδο Βύρωνα ως μιαν ανθρώπινη, πνευματική και πολιτική προσωπικότητα εντός του πλαισίου της εποχής του και όχι απλά σαν τον διασημότερο φιλέλληνα ο οποίος ήρθε να πεθάνει στην Ελλάδα. 

Θεωρώ σωστό να ξεκινήσω «συστήνοντας» τον δημιουργό καθώς ίσως και το όνομα του ακόμα να μη λέει τίποτα σε κάποιους/ες. Ο Γιώργος Τσοντάκης είναι Ελληνοαμερικανός, συγκεκριμένα γεννημένος στη Νέα Υόρκη από γονείς κρητικής καταγωγής, συνθέτης, καταξιωμένος στην Αμερική όπου έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία αλλά και εκτός αυτής.

Θεωρείται δικαιολογημένα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης μουσικής διεθνώς.

Open Image Modal
Ο Γιώργος Τσοντάκης
Φωτογραφία - Ανδρέας Σιμόπουλος

Εργα του έχουν παιχτεί και στην Ελλάδα αλλά όχι και τόσο συχνά οπότε δεν μπορώ να μη συγχαρώ τον επιμελητή του κύκλου «Ωδές στον Βύρωνα» Αλέξανδρο Μούζα για το ότι τον επέλεξε να είναι ανάμεσα σε εκείνους και εκείνες που ανέθεσε να συνθέσουν τα έργα του κύκλου αυτού ο οποίος ήταν από τις κεντρικές εκδηλώσεις της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ για την επέτειο των διακοσίων ετών από την Επανάσταση του ’21.  

Open Image Modal
Ο Αέρας της Ελλάδας
Φωτογραφία Α. Σιμόπουλος

Από τα έργα αυτά η τρίπρακτη όπερα «Ο αέρας της Ελλάδας» του Γιώργου Τσοντάκη (η οποία παρουσιάστηκε σε μόλις δύο παραστάσεις στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ) ήταν εκείνο που είχε την περισσότερο κοινή προσέγγιση στον Lord Byron με αυτό του ίδιου του Αλέξανδρου Μούζα, το επίσης θαυμάσιο «Σκιές στον Αδη».

Αμφότεροι οι δημιουργοί  - υπογράφοντας μάλιστα οι ίδιοι και τα αντίστοιχα λιμπρέτα - προσέγγισαν τον Βύρωνα σαν μια ανθρώπινη και ιστορική βεβαίως προσωπικότητα της εποχής του που συνέδεσε την ζωή και ιδίως το τέλος της με την Ελλάδα και όχι ως τον ρομαντικό και φιλάσθενο φιλέλληνα ο οποίος θυσιάστηκε δίνοντας την ζωή του για την χώρα μας (κάτι που, παρότι ιστορικά είναι απόλυτα ανακριβές, αποτελεί μέχρι και σήμερα την επίσημη αφήγηση του ελληνικού κράτους για τον Βύρωνα όπως αυτή διατυπώνεται στα σχολικά βιβλία Ιστορίας). 

Οι ομοιότητες βέβαια των δύο έργων σταματούν εδώ γιατί η σύλληψη, το περιεχόμενο και βέβαια το ύφος τους είναι εντελώς διαφορετικό. Ο Αλέξανδρος Μούζας εστίασε κυρίως – χρησιμοποιώντας ως λιμπρέτο αποσπάσματα από λογοτεχνικά και μη κείμενα του Βύρωνα – στην γεμάτη από εσωτερικές αντιθέσεις ανθρώπινη πλευρά του, πριν από οτιδήποτε άλλο, «καταραμένου» ποιητή.

Το λιμπρέτο που ο Γιώργος Τσοντάκης έγραψε σε συνεργασία με την Έλσα Ανδριανού (με την οποία συνυπέγραψαν κα την δραματουργική επεξεργασία, ουσιαστικά δηλαδή την σκηνοθεσία που χωρίς τυμπανοκρουσίες έκανε ο ίδιος ο δημιουργός, κάτι που συνέβαλλε πολύ θετικά στο τελικό αποτέλεσμα) αναδεικνύει όλες τις πτυχές του «φαινομένου Βύρων», την προσωπική, την πνευματική και την πολιτική αλλά και την σύνθετη σχέση όλων αυτών των διαστάσεων του Lord Byron με την Ελλάδα. 

Το δεύτερο και τελευταίο αλλά αξιοσημείωτο κοινό στοιχείο των δύο έργων είναι το ότι, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, δείχνουν τον Βύρωνα τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατο του. Υπό μιαν έννοια ο Γιώργος Τσοντάκη το προχωρεί αυτό ακόμα περισσότερο περιλαμβάνοντας όχι μία αλλά δύο ενσαρκώσεις του Βύρωνα, η πρώτη ως φυσικού  προσώπου το οποίο αργοπεθαίνει στο Μεσολόγγι και το υποδύεται ηθοποιός και η δεύτερη σαν τον ποιητή, η καθαρά πνευματική δηλαδή, που αποδίδεται από τενόρο του οποίου τα μέρη είναι ιδιαίτερα μελωδικά, ακόμα και λυρικά.

Open Image Modal
Ο Αέρας της Ελλάδας
Φωτογραφία Α. Σιμόπουλος

Το εύρημα αυτό δίνει την δυνατότητα να παρουσιαστεί τόσο η ρεαλιστική σχέση του Βύρωνα με την Ελλάδα όσο και η ιδεατή/ιδεαλιστική πρόσληψη της από εκείνον η οποία τον συνόδευε για μεγάλο μέρος της τόσο σύντομης ζωής του και θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντέλει ακόμα και την καθόρισε. 

Το «Ο αέρας της Ελλάδας» ξεκινάει από την Κεφαλλονιά τον Δεκέμβριο του 1823 και συνεχίζεται στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του επόμενου έτους κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών του Βύρωνα. Λιώνοντας στο κρεβάτι από μιαν ακαθόριστη μέχρι και σήμερα ασθένεια έχει δίπλα του τον Ιταλό υπηρέτη του Τίτο και τον μόλις δεκαπεντάχρονο «υπασπιστή» του Λουκά Χαλανδριτσάνο με τον οποίο είναι πλατωνικά μεν αλλά  παράφορα ερωτευμένος.

Με το εύρημα του πρώτου από δύο όνειρα – ή μάλλον εφιαλτών - του μεταφερόμαστε και στην μετά το θάνατο του διάσταση, κάτι που προφανώς συνέβαινε σε ολόκληρο το «Σκιές Στον Αδη» του Α. Μούζα.

Όταν είναι ξύπνιος το μυαλό του απασχολούν συνέχεια σκέψεις για την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα με την οποία ήταν περισσότερο και από ερωτευμένος, την κόρη του Έιντα αλλά και την πρώτη επίσκεψη του στην Ελλάδα που τον σημάδεψε κυριολεκτικά και όλες αυτές, μαζί με την πάθηση, του προκαλούν μπερδεμένα οράματα μέχρι που πεθαίνει μέσα την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων που τόσο αγάπησε χωρίς όμως αυτό να τον εμποδίσει από το να δει και να στηλιτεύσει τα σοβαρά ελαττώματα τους.          

Αν και η μουσική του Γιώργου Τσοντάκη διακρίνεται για την ανήσυχη και τολμηρή, συχνά ακόμα και πρωτοποριακή φύση της αυτή τη φορά ακολούθησε μια πιο τυπική φόρμα αλλά και μια πολύ συγκεκριμένη μεθοδολογία. 

Κεντρικό στοιχείο του έργου είναι το εξαμελές (τρεις άντρες και ισάριθμες γυναίκες) φωνητικό σύνολο που άλλοτε μετατρέπεται σε σχήμα το οποίο τραγουδά  μαδριγάλια (με αγγλικό στίχο) και άλλοτε σε έναν ιδιότυπο χορό αρχαίας τραγωδίας.

Την ίδια διπλή, παράλληλη και ταυτόχρονη, κατεύθυνση ακολουθεί συνολικά η μουσική με κύριο όχημα της δύο όργανα που μοιάζουν μεν ως προς τον τρόπο κατασκευής και παραγωγής του ήχου αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικά ως προς το ηχόχρωμα και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, αντίστοιχα την άρπα για την ευρωπαϊκή κλασική μουσική και το σαντούρι για την ελληνική μουσική παράδοση.

Αμφότερα υποστηρίζονται – με διαφορετικό σε κάθε περίπτωση τρόπο – από τα κρουστά με φλάουτο, κλαρινέτο, κόρνο, τρομπέτα, βιολί και βιολοντσέλο να συμπληρώνουν το εννεαμελές σύνολο, σχετικά μικρό μεν αλλά με ηχοχρωματικό εύρος ικανό να καλύψει τον πηγαίο και εμπνευσμένο μελωδικό πλούτο της μουσικής του δημιουργού όπως όμως και τις πολλές εναλλαγές της καθώς και τους απροσδόκητους και παράδοξους «ρόλους» που αναθέτει σε κάποιες στιγμές σε καθένα από αυτά όπως λέει ο ίδιος. 

Open Image Modal
.
Φωτογραφία Α. Σιμόπουλος

Ολο το έργο δομείται γύρω από το δίπολο των δύο εκφάνσεων του Βύρωνα, του αληθινού ο οποίος ξεψυχά στο Μεσολόγγι και της ποιητικής περσόνας του. Ο Αγγλος ηθοποιός – που όμως εδώ και αρκετά χρόνια ζει και εργάζεται στην Ελλάδα – Ρόμπιν Μπιρ υποδύθηκε με ρεαλισμό και πειστικότητα την πρώτη και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής απέδωσε θαυμάσια, με γνήσιο ρομαντικό λυρισμό και αισθαντικότητα, την δεύτερη.

Open Image Modal
.
Φωτογραφία Α. Σιμόπουλος

 

Το εξαίρετο φωνητικό σύνολο που αποτελούσαν η υψίφωνος Χριστίνα Ασημακοπούλου, οι μεσόφωνοι Διαμάντη Κριτσωτάκη και Μαργαρίτα Συγγενιώτου, οι τενόροι Νικόλας Μαραζιώτης και Διονύσης Μελογιαννίδης και ο βαρύτονος Βαγγέλης Μανιάτης λειτούργησε με υποδειγματικό συντονισμό και το ενόργανο σύνολο απέδωσε άριστα υπό την διεύθυνση του ίδιου του Γιώργου Τσοντάκη (την δεύτερη παράσταση διεύθυνε ο Νίκος Λαάρης) σε ένα έργο από τα καλύτερα εκ των αρκετών που γράφτηκαν για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση και το οποίο αληθινά λαμπρύνει το σύγχρονο μουσικό θέατρο της χώρας μας.