Τον ξένο και τον εχθρό τόν είδαμε στον καθρέφτη.
(Γιώργος Σεφέρης)
Ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος σημαδεύτηκε από κάποιες κοινωνικοπολιτικές εμμονές. Όποιος τολμούσε να υψώσει διαφορετική φωνή ήταν καταδικασμένος είτε στην αφάνεια είτε στην λοιδορία.
Θα ρωτήσει κάποιος: μήπως και στο παρελθόν δεν είχε εμμονές η Ελληνική κοινωνία; Προφανώς ναι. Ο εικοστός αιώνας, μάλλον και ο δέκατος ένατος, ήταν διαποτισμένοι από αυτονόητα, ορισμένα των οποίων απέβησαν αυτοκαταστροφικά. Αναστήματα τόσο διαφορετικά όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Θεοτοκάς, ο Χατζηδάκης, ο Κύρκος, ο Δήμου κ.ά. δεν εισακούστηκαν όταν κατήγγειλαν ιδεοληψίες, εθελοτυφλία, αδιέξοδες αγκυλώσεις.
Ποια είναι η διαφορά; Ότι κατά την μεταπολίτευση επικρατούσε πνεύμα ανανεωτικό και επαναστατικό, διάθεση ανατροπής και ρήξης με το παρελθόν. Έτσι η κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα καυχιόταν πως είναι απελευθερωμένη και συνεπώς θα περίμενε κανείς από αυτήν πιο ανοιχτή στάση. Όταν διακηρύσσεις αδέσμευτη και πρωτοποριακή σκέψη θα κριθείς και πιο αυστηρά.
Εξ αρχής δηλώνω ότι βρίσκω το πολίτευμα της κληρονομικής μοναρχίας παράλογο, την δε συμπεριφορά της συγκεκριμένης δυναστείας μας επιζήμια για την χώρα. Αλλά ο πρόσφατος θάνατος του τέως βασιλιά μού ανακίνησε την δυσφορία την οποία είχα αισθανθεί εξαιτίας της μεταπολιτευτικής μας εμπάθειας.
Πρώτον, η περιουσία. Η εχθρική προς την ίδια την ιστορία μας στάση είχε μέχρι τώρα τα εξής αποτελέσματα: α) φθορά του πρώην βασιλικού κτήματος, β) απώλεια εσόδων από την μη τουριστική αξιοποίησή του, γ) αποζημίωση που επιδικάσθηκε και πληρώθηκε στον τέως βασιλιά λόγω κακού διακανονισμού, με χρήματα τα οποία πληρώθηκαν από τον φορολογούμενο, δ) εξευτελισμό της χώρας στην διεθνή πολιτική και νομική κοινότητα. Μπορούσε να έχει υπάρξει άλλη στάση; Φυσικά, αν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν διακατέχονταν από σύνδρομα κομπλεξικά και εχθρικά.
Δεύτερον, η υπηκοότητα. Γιατί αφαιρέθηκε; Ο τέως βασιλιάς δεν υπέπεσε σε εσχάτη προδοσία απέναντι στον εχθρό. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να δικαστεί. Απλώς αποδείχτηκε ανίκανος, αλλά η ανοησία δεν είναι λόγος να στερείται κάποιος την ιθαγένεια!
Τρίτον, η ρητορική. Από το ΠΑΣΟΚ και αριστερότερα επί πενήντα χρόνια ασκήθηκε εμμονικά πλύση εγκεφάλου πως η συγκεκριμένη δυναστεία δεν ήταν Έλληνες. Αυτή η άποψη έρχεται σε οξεία αντίθεση με ό,τι η «προοδευτική» (ο Θεός να τήν κάνει!) πτέρυγα συνεχώς διακηρύσσει σχετικά με την εθνική συνείδηση.
Πάγια γραμμή αυτής της πλευράς αποτελεί η άποψη ότι Έλληνας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι. Όχι μόνο η Αριστερά, αλλά και κάθε φιλελεύθερη οπτική πίστευε και πιστεύει (όπως και εγώ) πως η εθνική συνείδηση είναι ζήτημα ψυχικής ταυτότητας. Εφαρμόζοντας το αξίωμα του Ισοκράτη («Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της παιδείας μας και του πολιτισμού μας») τάσσεται υπέρ της ελληνοποίησης όσων μεταναστών αισθάνονται Έλληνες. Άλλωστε σε αυτή την βάση θεμελιώθηκε και η αναγνώριση στους κατοίκους του σκοπιανού κράτους το δικαίωμα να αισθάνονται «Βορειομακεδόνες»!
Η Αριστερά έδωσε μάχη γι’ αυτό, αλλά ασυνεπή. Χρησιμοποίησε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εφάρμοσε την εύλογη αυτή αρχή στην περίπτωση εκείνη η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την παλιά δεξιά αμυντική ουσιοκρατία («το Ελληνικό αίμα, η Ελληνική φυλή» κτλ), αλλά τήν αρνήθηκε στην περίπτωση η οποία συναισθηματικά τήν ενοχλούσε! Μονά-ζυγά δικά της…
Τι διαφορετικό έκαναν οι Χρυσαυγίτες στο συγκεκριμένο ζήτημα; Χαλούσαν τον κόσμο για τους Αφρικανούς και Ασιάτες μετανάστες («να επιστρέψουν στον τόπο τους!») και αγανακτούσαν όταν έβλεπαν μαύρους μαθητές να παρελαύνουν, ή (ακόμη χειρότερα) μαύρο σημαιοφόρο, αλλά ποτέ δεν μίλησαν για τους ξένους μαθητές που φοιτούν στα Αμερικανικά, Γαλλικά, Γερμανικά κ.ο.κ. σχολεία της χώρας. Οι σημαιοφόροι δεν τούς ενοχλούσαν τότε, προφανώς επειδή τούς κατέτασσαν σε έθνη ποιοτικότερα… Ο ελληνικός αέρας μολύνεται μόνο από τις αναπνοές συγκεκριμένων εθνών και φυλών…
Παρατηρούμε, δηλαδή, κραυγαλέα ασυνέπεια και των δύο πλευρών, αναπόφευκτη όταν η αλήθεια θυσιάζεται για χατίρι της ρητορικής. Τόσο η Αριστερά όσο και η Ακροδεξιά επιδίδονται σε ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, οι οποίες όμως χαρακτηρίζονται από πελώριες αντιφάσεις και έλλειψη εντιμότητας. Ειδικά η Ακροδεξιά έφτασε να μιμηθεί πολλά χαρακτηριστικά της αριστερόστροφης μεταπολίτευσης (ας θυμηθούμε την αναπάντεχη οικειοποίηση του παπανδρεϊκού «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»!), ακριβώς επειδή βρήκε έτοιμο από την Αριστερά – αλλά και δημοφιλές – το καλούπι της ιδιοτελούς μεροληψίας.
Αν ένας Νιγηριανός ή μια Φιλιπινέζα αισθάνονται Έλληνες, είναι. Αν ένας κάτοικος του Κουμάνοβο ή της Στρώμνιτσα αισθάνεται Βορειομακεδόνας, είναι. Αν ένα μέλος της τέως βασιλικής οικογένειας αισθάνεται Έλληνας, είναι. Τόσο απλά. Αν υπάρχουν κριτήρια, να εφαρμοσθούν παντού. Όχι μόνο εκεί που συμφέρει όποιον τά χρησιμοποιεί.
Είναι σαφές πως αυτή η αλληλουχία σπασμωδικών ενεργειών γύρω από την βασιλεία τα τελευταία πενήντα χρόνια δείχνει ανασφάλεια. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: με ξεκάθαρο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1974 και με πλήρη αποδοχή του και από την Δεξιά, γιατί τα υπόλοιπα κόμματα να αισθάνονται ανασφάλεια; Στ’ αλήθεια πίστευαν ότι αν αναγνωρίσουν τα νόμιμα δικαιώματα στην τέως βασιλική οικογένεια θα κινδύνευε πάλι το δημοκρατικό πολίτευμα;
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και μια άλλη παρατήρηση. Η συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων τα οποία ιδρύθηκαν σε αυτά τα πενήντα χρόνια είχαν στην ονομασία τους την λέξη δημοκρατία ή κάποιο παράγωγο (δημοκρατική). Θα άξιζε μια συγκριτική μελέτη με τις ονομασίες των κομμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά προσωπική μου υπόθεση είναι ότι αποτελούμε μοναδική περίπτωση. Φαίνεται αυτή η ψυχαναγκαστική επαναληπτικότητα να λειτουργεί σαν εμμονή. Γιατί έπρεπε συνεχώς να δηλώνουμε ότι νοιαζόμαστε για την δημοκρατία, γιατί οφείλαμε να διαβεβαιώνουμε όλους πως είμαστε δημοκρατικοί; Ξεκάθαρο σημάδι συλλογικής ανασφάλειας.
Κατά τη γνώμη μου συνδέονται τα δύο φαινόμενα. Θα επιχειρήσω μια εξήγηση.
Υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή που διαπερνά όλα τα κόμματα (εκτός της «Χρυσής Αυγής» φυσικά) και όλα τα κοινωνικά στρώματα (αν και σε μερικά υπεραντιπροσωπεύεται), η οποία ξεχωρίζει τους πολίτες με δημοκρατική κουλτούρα από εκείνους οι οποίοι τήν στερούνται. Σε αντίθεση με την αυταπάτη, την οποία η Κεντροαριστερά συστηματικά καλλιέργησε, του περιβόητου στερεότυπου «και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις», το δημοκρατικό φρόνημα είναι κυρίως ζήτημα ψυχολογίας και όχι απλώς ιδεών. Θυμίζω στους μεγαλύτερους – και ενημερώνω τους νεότερους – ότι στα φοιτητικά μου χρόνια, δηλαδή 1975-1981, στο στερεότυπο δεν περιλαμβανόταν η ΔΑΠ, τη στιγμή που η τότε Νέα Δημοκρατία, πριν αλλοιωθεί από τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, διέθετε πολλά στελέχη με Ευρωπαϊκό και συνταγματικό προσανατολισμό! Δεν εθεωρείτο, όμως, από κάποιους ανασφαλείς αυτάρεσκους δημοκρατική δύναμη!
Το αν κάποιος διαθέτει δημοκρατικό φρόνημα και κουλτούρα φαίνεται από ποικίλες πτυχές: από την συμπεριφορά προς τον/την σύντροφο, από την σχέση με τα παιδιά του/της, από το εργασιακό ήθος, από την πολιτική κουλτούρα. Το τελευταίο, συγκεκριμένα, αξιολογείται από τη στάση των πολιτών απέναντι στα άλλα κόμματα, εκείνα που δεν θα ψήφιζε ποτέ. Από το αν βλέπουν τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις ως εμπόδια στον στόχο τους ή ως αφορμές εμπλουτισμού. Σε όσο βαθμό μού επιτρέπει η κοινωνική μου εμπειρία, καταλήγω ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή τέμνει τους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων, μέχρι και τον χώρο του αναρχισμού!
Αν και όσο η υπόθεση αυτή αληθεύει, είναι ευνόητο πως υπήρχε έλλειμμα δημοκρατικού φρονήματος και δημοκρατικής κουλτούρας καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο. Το κενό γέμιζαν στοματικές (διαφθορά) και επιθετικές ενορμήσεις με όχι και τόσο πειστικά άλλοθι, οι οποίες συνεπάγονταν πλήθος κοινωνικοπολιτικών δεινών: πόλωση, καχυποψία, μίσος, αδιαλλαξία, δαιμονοποίηση του αντίπαλου. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας δεκαετίας έρχεται να επικυρώσει αυτό που υπήρξε συστατικό της μεταπολιτευτικής ατμόσφαιρας.
Η εχθροπαθής υπερβολή της δημοκρατικής ρητορείας συνέβη για να αποκρύψει το ψυχικό έλλειμμά της. Το ασυνείδητο γνώριζε πολύ καλά – εξ ιδίων! – πως η δημοκρατία κινδύνευε, γι’ αυτό και έσπευδε να ξορκίσει τον κίνδυνο στο πρόσωπο του άλλου…