Οι βρυκόλακες της αρχαίας Ελλάδας: Από την Έμπουσα ως τη Λάμια και τη Μορμώ

Χιλιάδες χρόνια πριν τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ.
Open Image Modal
Paul Campbell via Getty Images

Όταν ακούει κανείς για βρυκόλακες και βαμπίρ, το μυαλό του πηγαίνει στον εμπνευσμένο από τον Βλαντ Τέπες «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ- την αρχετυπική για τους περισσότερους από εμάς, φιγούρα του σκοτεινού και τρομακτικού μεν, αριστοκράτη και επιβλητικού δε, βρυκόλακα. Για άλλους, κυρίως της νεότερης γενιάς, «βρυκόλακας» σημαίνει τα πλάσματα του κινηματογραφικού «Twilight», ενώ πολλοί έχουν στο μυαλό τους τις φιγούρες των βαμπίρ των έργων της Ανν Ράις («Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα», «Queen of the Damned» κ.α.). Σε κάθε περίπτωση, οι βρυκόλακες (που αποστρέφονται το φως του ήλιου, το σκόρδο, τα παλούκια στην καρδιά και το ασήμι- και σε κάποιες περιπτώσεις τους σταυρούς) πάντα ασκούσαν μια περίεργη έλξη, συνδυάζοντας το τερατώδες και σκοτεινό με τη γοητεία του καταραμένου αθανάτου- και απόδειξη για αυτό είναι πως τέτοια πλάσματα υπάρχουν στις δοξασίες και τις παραδόσεις πολλών λαών ανά τον κόσμο, με την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια να έχουν την τιμητική τους ως προς τη φιγούρα του καταραμένου νεκροζώντανου.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση: Μύθοι και θρύλοι για τέτοια όντα υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα ακόμα, πολύ πριν εμφανιστούν στη «γειτονιά» μας οι βρυκόλακες των δοξασιών των Σλάβων/ Ανατολικοευρωπαίων- και κάποια εξ αυτών παρουσιάζονται σε αφιέρωμα του Helinika.com.

 

«Βαμπιρικά», θα έλεγε κανείς, στοιχεία, εμφανίζονται και σε ένα σημείο της Οδύσσειας- όταν ο Οδυσσέας πραγματοποιεί μια τελετή για να μιλήσει στην ψυχή του Τειρεσία στον Άδη, προσφέρει αίμα στις ψυχές των νεκρών- κάτι που υποδεικνύει πως η πεποίθηση ότι οι νεκροί διψούσαν για αίμα υπήρχε και στους αρχαίους Έλληνες. Σε ταφές νεκρών έχουν ανακαλυφθεί «μέτρα προστασίας» για να μην σηκωθούν οι νεκροί ως νεκροζώντανοι- για την ακρίβεια, τέτοια «μέτρα» και πεποιθήσεις φαίνεται πως ήταν πανάρχαια, αν σκεφτεί κανείς πως σοροί με πέτρες πάνω τους έχουν βρεθεί και σε νεολιθικούς τάφους στη Χοιροκοιτία της Κύπρου. Ευρήματα από αντίστοιχες πρακτικές έχουν βρεθεί και αλλού στην Ελλάδα.

Πέραν αυτών, η αρχαία ελληνική μυθολογία έχει πολλές ιστορίες με νεκροζώντανα όντα που στοίχειωναν και απειλούσαν τους ζωντανούς, ειδικά τη νύχτα: Η Έμπουσα και η Λάμια ήταν δύο εξ αυτών. Δεν είναι γνωστό ποιες είναι οι «ρίζες» τους- κάποιοι πίστευαν πως ήταν οργισμένα φαντάσματα νεκρών γυναικών, άλλοι θεωρούσαν πως ήταν δαιμονικά όντα. Σε κάθε περίπτωση, έπαιρναν τις μορφές όμορφων γυναικών που γοήτευαν νεαρούς, τολμηρούς άνδρες που περιπλανιούνταν μόνοι τους τη νύχτα. Οι νέοι αυτοί γίνονταν θύματά τους, καθώς τα τέρατα τους έπιναν το αίμα και κάποιες φορές έτρωγαν τη σάρκα τους. Παρεμφερής μύθος είναι και αυτός της Μορμώς, ενός πλάσματος που στόχευε μωρά και παιδιά μικρής ηλικίας.

Η Μορμώ και η Λάμια συναντώνται σε δοξασίες και της Βυζαντινής περιόδου- θεωρείται πως ήταν το ίδιο υπερφυσικό ον. Η Λάμια ειδικότερα, θεωρείται πως είχε αρχίσει τη «σταδιοδρομία» της στη μυθολογία ως ένα φάντασμα που στόχευε παιδιά. Ο θρύλος λέει πως ήταν μια βασίλισσα της Λιβύης η οποία είχε ερωτική σχέση με τον Δία- και αυτό προκάλεσε τη ζήλεια της Ήρας, συζύγου (και αδελφής) του Δία, η οποία για να εκδικηθεί τη Λάμια σκότωνε τα παιδιά της. Η θλίψη και η οργή της είχαν ως αποτέλεσμα η Λάμια να γίνει τέρας, το οποίο στόχευε τα παιδιά άλλων ανθρώπων. Γενικότερα μιλώντας, στην αρχαία ελληνική (και πολύ μεταγενέστερη, καθώς σε πολλά χωριά της ελληνικής επαρχίας οι ιστορίες της Λάμιας επιζούσαν μέχρι και τη σύγχρονη εποχή) παράδοση η Λάμια ήταν ένας «μπαμπούλας», με τον οποίο οι γονείς φοβέριζαν τα παιδιά όταν ήταν άτακτα, για να μη φεύγουν από τα κρεβάτια τους τη νύχτα.