H Συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα διαφορετικών χρονικών περιόδων που άπτονται γεωπολιτικών εξελίξεων στα δυτικά Βαλκάνια και ισορροπιών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Το ζήτημα των Σκοπίων απασχολεί τις κυβερνήσεις της Αθήνας από το 1992 μέχρι σήμερα (περίοδοι εξάρσεων) καθώς και τη διεθνή κοινότητα που ενεργεί με βάση την προάσπιση συμφερόντων της. Τα δυτικά Βαλκάνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έγιναν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών – Ευρωπαϊκής Ένωσης που στη συνέχεια διευρύνθηκε με την παρουσία της Κίνας.
Η Συμφωνία αν επικυρωθεί αναμένεται να δημιουργήσει νέες γεωπολιτικές ισορροπίες στα Βαλκάνια καθώς τα Σκόπια θα εισέλθουν αυτόματα σε διαδικασία ένταξης σε ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πορεία του ελληνό – σκοπιανού ζητήματος χαρακτηρίζεται από τέσσερις χρονικές περιόδους - ορόσημα: 1992, 1995, 2008 και 2018. Αναλυτικότερα:
(α) Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών (1992): Έγινε υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή με τη συμμετοχή του Κ. Μητσοτάκη, Α. Παπανδρέου, Μ. Δαμανάκη, Α. Παπαρήγα και απέρριψε κάθε ονομασία που θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία». Τα δυτικά Βαλκάνια εκείνη την περίοδο μαστίζονταν από τους πολέμους που ακολούθησαν τη διάλυση την Γιουγκοσλαβίας: πόλεμος της Κροατίας (1991 – 1995) και πόλεμος της Βοσνίας (1992 - 1995)
(β) Ενδιάμεση Συμφωνία Ελλάδας – ΠΓΔΜ (1995): Η Ελλάδα αναγνώρισε το νέο κράτος ανεπιφύλακτα (άρθρο 1), δεσμεύτηκε να μην θέσει βέτο για την ένταξη των Σκοπίων στους διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 11) και προσέφερε ελεύθερη πρόσβαση στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης (άρθρο 13). Ταυτόχρονα με το άρθρο 8, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσαν να απέχουν από κάθε ενέργεια που παρεμποδίζει τη διακίνηση προσώπων και αγαθών. Παράλληλα το ίδιο έτος υπογράφεται και η Συνθήκη του Ντέιτον για τον τερματισμό του τετραετούς εμφυλίου στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το 51% των εδαφών αποδίδεται στους κροάτες και μουσουλμάνους και το 49% στους σέρβους.
(γ) Σύνοδο Κορυφής ΝΑΤΟ, Βουκουρέστι (2008): Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής έθεσε βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ατλαντική Συμμαχία και δήλωσε «ναι» σε μια μελλοντική σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, για όλες τις χρήσεις. Το ίδιο έτος το Κόσοβο ανακοίνωσε μονομερή ανεξαρτησία από τη Σερβία και το αλβανικό στοιχείο έγινε πλέον και επίσημα παράγοντας διαμόρφωσης των γεωπολιτικών ισορροπιών.
(δ) Συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων (2018). Οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος και Σκοπίων Νίκος Κοτζιάς και Νίκολα Ντιμιτρόφ αντίστοιχα, υπέγραψαν στις Πρέσπες παρουσία των πρωθυπουργών Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ μια κατά αρχήν Συμφωνία όπου το νέο όνομα θα είναι Βόρεια Μακεδονία με χρήση του erga omnes και ως ιθαγένεια προσδιορίζεται η «Μακεδονική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας».
Γεωπολιτικός ανταγωνισμός
Η διατήρηση του κρατιδίου των Σκοπίων αποτελεί προτεραιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ, θεωρούν τον αλβανικό παράγοντα σημαντικό για την ισορροπία της περιοχής καθώς για τον έλεγχο του ισλαμιστικού στοιχείου. Η σταθερότητα των δυτικών Βαλκανίων επηρεάστηκε μετά τους πολέμους Κροατίας και Βοσνίας από την παράμετρο του αλβανόφωνου παράγοντα και τη δράση του αντάρτικου στρατού UCK. Πόλεμος του Κοσόβου (1998 -1999), Νατοϊκός βομβαρδισμός εναντίον της Σερβίας και ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των αλβανόφωνων και σλαβόφωνων στα Σκόπια που τερματίστηκαν με τη Συμφωνία της Αχρίδας το 2001.
Ο ανταγωνισμός Ρωσίας με ΝΑΤΟ – ΕΕ αποτελεί σημαντική παράμετρο για την υπογραφή της Συμφωνίας Ελλάδας – Σκοπιών καθώς ανοίγει την πόρτα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα Σκόπια. Η Γερμανία θεωρεί τη σταθεροποίηση των δυτικών Βαλκανίων κύρια διπλωματική της αποστολή και εντείνει τις προσπάθειες της για να επιτύχει την περιφερειακή συνεργασία των κρατών και την οικονομική σταθερότητα με στόχο τη μείωση των εντάσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την ένταξη κρατών της περιοχής στο ΝΑΤΟ για να περιορίσουν την επιρροή της Μόσχας στην περιοχή και να δημιουργήσουν νέες γεωπολιτικές ισορροπίες προς όφελός τους.
Η Ρωσία από την πλευρά της διεξάγει μια έντονη διπλωματία στα Βαλκάνια για να περιορίσει την επιρροή της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με στόχο να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στη περιοχή. Η Μόσχα έχεις τους δικούς της συμμάχους τη Σερβία, τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Republika Srpska). Η Μόσχα επιδιώκει να ενωθούν όλοι οι σέρβοι σε ένα έθνος ώστε να δημιουργηθεί μια νέα σημαντική δύναμη κοντά στη καρδιά της Ευρώπης που θα ανατρέψει τα στρατηγικά οφέλη που αποκόμισε η ΕΕ και το ΝΑΤΟ από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Τουρκία, παραδοσιακός δρώντας στην περιοχή, επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες. Το Κόσοβο και η Βοσνία- Ερζεγοβίνη εντάσσονται στη σφαίρα επιρροή της. Η Άγκυρα έχει υιοθετήσει μια εξωτερική πολιτική που περιλαμβάνει οικονομική διπλωματία, μη- κυβερνητικούς οργανισμούς, εμπλοκή με την κοινωνία των πολιτών καθώς και μυστικές δράσεις.
H Κίνα γίνεται και αυτή ανταγωνιστική, αντιλαμβάνεται τα δυτικά Βαλκάνια ως άξονα μεταξύ της Μεσογείου και της Κεντρικής Ευρώπης και ως μια γέφυρα μεταξύ της Δύσης και της Ευρασίας. Οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων έχουν ανταποκριθεί σε κινέζικα επενδυτικά έργα που δεν υιοθετούν το μοντέλο της ΕΕ σε θέματα ανταγωνισμού και προσφορών. Η Σερβία θεωρείται ο πιο σημαντικός οικονομικός εταίρος του Πεκίνου στην περιοχή.
Ο περιορισμός των εθνοτικών και θρησκευτικών εντάσεων στα δυτικά Βαλκάνια αποτελεί στόχο των ΗΠΑ και της Ε.Ε και μέσα σε αυτό το πακέτο εντάσσεται και η ένταξη των Σκοπίων. Οι αλβανόφωνοι των Σκοπίων δεν αποτελούν αμελητέα ποσότητα και επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του κρατιδίου. Η Συμφωνία της Αχρίδας (2001) ναι μεν τερμάτισε τις ένοπλες συγκρούσεις των αλβανόφωνων και των σλαβόφωνων αλλά το πρόβλημα παραμένει. Ο αλβανικός εθνικισμός ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναζωπυρωθεί και υπάρχουν τα σενάρια για μια «Μεγάλη Αλβανία».
Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ δεν έχει εύκολο έργο καθώς στην κυβέρνηση συμμετέχουν και δύο κόμματα της αλβανικής μειονότητας. Το μοντέλο της ομοσπονδοποίησης ενδέχεται να είναι και αυτό που θα εφαρμοστεί στα Σκόπια μεταξύ των δυο εθνοτικών κοινοτήτων, αλβανόφωνων και σλαβόφωνων.
Διαχρονικά λάθη
Η Συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων αν επικυρωθεί και προχωρήσει, μπορεί να αποτελέσει και ένα μοντέλο επίλυσης εθνοτικών αντιπαραθέσεων στα δυτικά Βαλκάνια, όπως Κοσσόβου – Σερβίας.
Ωστόσο το αν η Συμφωνία είναι καλή ή κακή για τα ελληνικά συμφέροντα, αυτό θα αποδειχτεί σύντομα στο μέλλον. Όμως για τη συγκεκριμένη κατάληξη ευθύνονται όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις καθώς έχουν διαπράξει διαχρονικά λάθη και παραλείψεις που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
(α) στην όψιμη λογική του εθνικό-πατριωτικού εθνικισμού από φορείς που δεν είχαν σχέση με το υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ),
(β) στις ανεπαρκείς αναλύσεις του ΥΠΕΞ που δεν κατάφεραν να συλλάβουν την πραγματική διάσταση του προβλήματος,
(γ) στην υποκρισία κάποιων συμβούλων, οι οποίοι στο εξωτερικό αποκαλούσαν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία»,
(δ) στη μη ενδυνάμωση των σχέσεων με τις πανεπιστημιακές κοινότητες των Σκοπίων και με το κύριο σώμα των διανοουμένων τους,
(ε) στις ανούσιες προσωπικές επαφές αξιωματούχων και κυβερνητικών φορέων με τους ομολόγους των Σκοπίων που δεν διαπραγματεύτηκαν κάτι σημαντικό,
(στ) στην έλλειψη μιας αποτελεσματικής ελληνικής επικοινωνιακής στρατηγικής για την ονομασία -γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στα Σκόπια να οργανώσουν καλύτερη την προώθηση του ονόματός «Μακεδονία»,
(ζ) στην έλλειψη μιας πολυκομματικής επιτροπής για διαχείριση κρίσιμων εθνικών θεμάτων με μια κοινή γραμμή από κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Τα δυτικά Βαλκάνια αναμένεται να διαμορφωθούν εκ νέου και η Ελλάδα φαίνεται να φιλοδοξεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο πλευρό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Ωστόσο η συγκεκριμένη περιοχή παραμένει εύθραυστη εξαιτίας των εθνοτικών και θρησκευτικών εντάσεων μεταξύ κρατών, εκείνων που υποβόσκουν σε διάφορους θύλακες και του ανταγωνισμού των ξένων δυνάμεων που επιδιώκουν να διαμορφώσουν την ισορροπία δυνάμεων.
Επιπλέον, η κάθε διμερής διαπραγμάτευση που μπορεί να γίνει σε ένα τόσο ευμετάβλητο περιβάλλον απαιτεί από τις εμπλεκόμενες πλευρές να διαβάσουν το μυαλό της άλλης και να εισέλθουν στη θέση της ώστε να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν ισορροπημένη συμφωνία. Ταυτόχρονα μπορεί μια συμφωνία να είναι συνυφασμένη και με πιέσεις και εθνικά συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων.