Στο από 16 Ιουνίου άρθρο μου στη HuffPost με τίτλο «Αύξηση Επιτοκίων της ΕΚΤ: Θεραπεία ή Θάνατος;», υποστήριξα την άποψη, ότι η εκτίναξη του τιμαρίθμου στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και της διατάραξης της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.
Σήμερα θα προσθέσω ακόμη έναν καθοριστικό παράγοντα της αύξησης των τιμών παραγωγού και καταναλωτή.
Αυτός δεν είναι άλλος από τον παράλογο τρόπο τιμολόγησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Το παράλογο του πράγματος προκύπτει από τα κάτωθι:
Ενώ θα ήταν λογικό και δίκαιο, για τη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής της μεγαβατώρας, να λαμβάνεται υπ’όψιν το ποσοστό συμμετοχής, για την παραγωγή της, ενός εκάστου εκ των συντελεστών ( Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Υδροηλεκτρικοί σταθμοί, Πυρηνική ενέργεια, Πετρέλαιο, Λιγνίτης και συμπληρωματικά φυσικό αέριο ), καθώς και οι εκάστοτε τιμές τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Σύμφωνα με τον επιβεβλημένο τρόπο καθορισμού της χονδρεμπορικής τιμής της μεγαβατώρας, η κατά πολύ φθηνότερη τιμή όλων συντελεστών, για την παραγωγή της, υποχρεούται να ακολουθεί τους τερατώδεις ρυθμούς αύξησης της τιμής του Φυσικού Αερίου ( σήμερα η τιμή του είναι δεκαπλάσια του μέσου όρου της τελευταίας δεκαετίας), το οποίο συμμετέχει, επαναλαμβάνω, μόνο συμπληρωματικά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το αποτέλεσμα είναι η αστρονομική αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και οι συνακόλουθες καταστροφικές συνέπειες για την Ευρωπαϊκή Οικονομία και τις Ευρωπαϊκές Κοινωνίες.
Αφού λοιπόν ορίστηκαν οι τρεις βασικοί παράγοντες της ανόδου του τιμαρίθμου, ας ξεκαθαρίσουμε με πολύ απλά λόγια και μερικές παρεξηγήσεις περί πληθωρισμού.
Πρώτον: Όταν ο τιμάριθμος εκτοξεύεται, χωρίς την ανάλογη αύξηση μισθών και εισοδημάτων, τότε δεν έχουμε πληθωρισμό, αλλά ακρίβεια και φτώχεια.
Δεύτερον: Όταν αυξηθεί η κυκλοφορία του χρήματος, χωρίς την ανάλογη αύξηση των προσφερομένων αγαθών και υπηρεσιών, τότε προκύπτει πληθωριστικό χρήμα, που ωθεί προς τα επάνω τις τιμές των αγαθών και χωρίς να ικανοποιούνται οι ανάγκες του συνόλου των καταναλωτών.
Η σημερινή οικονομική συγκυρία σε ποια από τις δύο περιπτώσεις ανήκει;
Απαντώ: Σαφώς στην πρώτη.
Τα μέχρι στιγμής οικονομικά δεδομένα και οι πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες, σύμφωνα με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, προοιωνίζονται Ύφεση, Ανεργία και Φτώχεια.
Τότε προς τι η άνοδος των επιτοκίων και η συνακόλουθη περιοριστική νομισματική πολιτική, η οποία θα πλήξει τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, θα δημιουργήσει νέα γενιά «κόκκινων δανείων», θα καταστήσει προβληματικό το δημόσιο χρέος πολλών Ευρωπαϊκών χωρών και θα οδηγήσει στην ύφεση και στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των Ευρωπαίων πολιτών;
Αυτό, ακριβώς, συνιστά και το δεύτερο παραλογισμό που αναδεικνύει το σημερινό μου άρθρο.
Απορρίπτεται η χρηματοδότηση μιας γενναίας Αναπτυξιακής και Ενεργειακής Πολιτικής, ώστε να αντιμετωπιστούν ομαλά και ρεαλιστικά οι προκλήσεις της Πραγματικής Οικονομίας και της Ενεργειακής Μετάβασης, στο πλαίσιο μιας ορθολογικής και συμπεριληπτικής πολιτικής RePowerEU.
Και αντ’αυτού, εν γνώσει των ιθυνόντων της ΕΚΤ, προκρίνεται, στο όνομα της καταπολέμησης της ανόδου του τιμαρίθμου, που τον ονόμασαν «πληθωρισμό κόστους», μια περιοριστική νομισματική πολιτική, η οποία εκθέτει σε σοβαρότατο κίνδυνο την Παραγωγικότητα της Ευρωπαϊκής Οικονομίας και τη Συνοχή των Ευρωπαϊκών Κοινωνιών.
Το πρόβλημα είναι πως κάποιοι λησμονούν, ότι η Ύφεση και η Ανεργία δεν επιλύουν ενεργειακά προβλήματα, ούτε προωθούν την Ανάπτυξη, αντιθέτως, διαβρώνουν την Ανταγωνιστικότητα και αποσαθρώνουν τον Κοινωνικό Ιστό.