Ένα καλό παράδειγμα του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν τα οικονομικά στις συζητήσεις πολιτικής είναι η συζήτηση για την αλλαγή του κλίματος. Σχεδόν όλοι οι επιστήμονες είναι πλέον πεπεισμένοι ότι λαμβάνει χώρα κλιματική αλλαγή και ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως η καύση ορυκτών καυσίμων, είναι μία από τις αιτίες.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός εκείνων που ασχολούνται με την διαπίστωση, την πρόληψη ή τη θεραπεία των ζημιών της ρύπανσης, της μόλυνσης και της κλιματικής επιβάρυνσης.
Μέχρι πριν δυο-τρεις το πολύ δεκαετίες, ο κόσμος και οι επιχειρήσεις έβλεπαν την κρατική παρέμβαση στον τομέα του περιβάλλοντος ως ενοχλητική απόπειρα περιορισμού της ελευθερίας τους. Τώρα αντιλαμβάνονται πια ότι η παρέμβαση αυτή είναι απαραίτητη για την ευζωία του συνόλου.
Το ερώτημα πολιτικής είναι τι πρέπει να κάνουμε.
Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι περισσότερες κυβερνήσεις στράφηκαν σε οικονομολόγους.
Το πρώτο μέρος της ερώτησης που έχουν εξετάσει οι οικονομολόγοι είναι αν αξίζει να κάνουμε κάτι, και σε μια γνωστή αναφορά – την οποία είχε ζητήσει η βρετανική κυβέρνηση-, ο οικονομολόγος Νίκολας Στέρν με βάση την ανάλυση κόστους/οφέλους, υποστήριξε πως πράγματι αξίζει να κάνουμε κάτι. Γιατί; Επειδή το κόστος του να μην κάνουμε τίποτα πιθανότατα θα μείωνε στο μέλλον το παραγόμενο προϊόν κατά 20% και το κόστος αυτό (κατάλληλα σταθμισμένο ως προς τον χρόνο πραγματοποίησής του) είναι μικρότερο από τα οφέλη των πολιτικών που μπορούν να εφαρμοστούν.
Το δεύτερο μέρος της ερώτησης είναι: Ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν; Οι πολιτικές που πρότεινε ήταν πολιτικές που αλλάζουν τα κίνητρα και μάλιστα συγκεκριμένες πολιτικές που αυξάνουν το κόστος εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και μειώνουν το κόστος άλλων μορφών παραγωγής. Αυτές οι προτεινόμενες πολιτικές αντικατοπτρίζουν το πλαίσιο κόστους ευκαιρίας στη δράση: Αν θέλετε να αλλάξετε το αποτέλεσμα, αλλάξτε τα κίνητρα που έχουν τα άτομα.
Διεξάγονται πολλές συζητήσεις γύρω από την ανάλυση του Στέρν – τόσο για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποίησε την ανάλυση κόστους/οφέλους όσο και τις προτάσεις πολιτικής του.
Τέτοιες συζητήσεις είναι αναπόφευκτες όταν τα δεδομένα είναι ατελή και πρέπει να γίνουν αναρίθμητες κρίσεις. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι αυτές οι συζητήσεις θα συνεχισθούν τα επόμενα χρόνια με οικονομολόγους να παίρνουν διάφορες θέσεις. Οι οικονομολόγοι γενικά δεν ομοφωνούν στις απόψεις τους σχετικά με περίπλοκα ζητήματα πολιτικής, καθώς διαφέρουν στις κανονιστικές απόψεις τους και στην εκτίμησή τους για το πρόβλημα και τι μπορεί να επιτευχθεί από πολιτική άποψη.
Αυτό συμβαίνει επειδή η πολιτική αποτελεί μέρος της τέχνης των οικονομικών και όχι μέρος των θετικών επιστημών. Όμως το πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή είναι το οικονομικό πλαίσιο. Έτσι, παρόλο που οι πολιτικές δυνάμεις θα επιλέξουν ποια πολιτική θα ακολουθηθεί, θα πρέπει να κατανοήσουμε το οικονομικό πλαίσιο και να είμαστε μέρος των συζητήσεων που θα καταλήξουν στην άλφα ή βήτα πολιτική απόφαση που με την σειρά της θα οδηγήσει στην δράση.
Οι πολιτικοί πάντως, πιεσμένοι και αγχωμένοι μπροστά στο κόστος μιας πολιτικής απόφασης, συχνά ξεχνούν πως η οικονομία μοιάζει σαν ένα στρώμα νερού: σε όποια πλευρά του κι αν καθίσεις θα δημιουργηθούν αναταράξεις σε κάποια άλλη του πλευρά. Κλασσικό παράδειγμα η λήψη μέτρων για την μείωση της ανεργίας και οι επιπτώσεις τους βραχυχρόνια, οι αναταράξεις τους δηλαδή, στην πολιτική μείωσης του πληθωρισμού και αντίστροφα.
Οι διχογνωμίες μεταξύ των οικονομολόγων και ιδιαίτερα η τάση τους να μην εκφέρουν με απόλυτο τρόπο μία συγκεκριμένη άποψη, αλλά να προσθέτουν και ορισμένα «αλλά» λόγω των αναταράξεων που περιγράψαμε, έκαναν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν όταν ολοκληρωνόταν μια σύσκεψη με οικονομολόγους να αναφωνεί «Προς Θεού. Φέρτε μου ένα μονόχειρα οικονομολόγο!».
«Μα γιατί κύριε Πρόεδρε;» τον ρωτούσαν. Κι η απάντησή του: «Κάθε φορά που ζητώ μια γνώμη από τους οικονομολόγους, η απάντηση που μου δίνουν κουνώντας πρώτα το αριστερό τους χέρι και μετά το δεξί ή αντίστροφα, είναι « Από την μια πλευρά……αλλά από την άλλη…….».
***
Μιχάλης Κονιόρδος, καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής