Ο Συνταγματάρχης Olivier Voutier αποτελεί έναν ακόμη γνωστό Γάλλο Φιλέλληνα στρατιωτικό που συμμετείχε στον Αγώνα, προέβαλε τις θέσεις των Ελλήνων σε όλη την Ευρώπη με το συγγραφικό του έργο, και συνέβαλε στην επέκταση του φιλελληνικού ρεύματος διεθνώς.
Γεννήθηκε στην πόλη Thouars, στα περίχωρα του Poitou της Γαλλίας, στις 30 Μαΐου 1796. Ανέπτυξε πολιτική δράση και συνδέθηκε με την οικογένεια του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄. Παράλληλα, υπήρξε και συγγραφέας με λογοτεχνικό έργο.
Κατετάγη στο γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό σε ηλικία μόλις 15 ετών, έπειτα από παρότρυνση του πατέρα του. Εκεί έλαβε πολυεπιστημονική μόρφωση και μυήθηκε, εκτός των άλλων, στις πλαστικές τέχνες και το σχέδιο, γεγονός που τον ώθησε να αναπτύξει, επιπλέον, την ιδιότητα του ερασιτέχνη αρχαιολόγου.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο «κ. Voutier», όπως τον αποκαλούσαν οι συμπολεμιστές του, είχε μόλις χάσει ένα πολύ αγαπητό του πρόσωπο, γεγονός που τον είχε συνθλίψει ψυχολογικά. Απογοητευμένος, έψαχνε για έναν ευγενή σκοπό, και έφυγε για να πολεμήσει στην Ελλάδα. Ο ίδιος κατέτασσε τον εαυτό του στους πρώτους ξένους αξιωματικούς που ήρθαν για να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Αναχώρησε από τη Μασσαλία την 1η Αυγούστου του 1821, με πλοίο που είχε ναυλωθεί από τον Βρετανό Φιλέλληνα Συνταγματάρχη Thomas Gordon από τη Σκοτία και μετέφερε όπλα και πολεμοφόδια. Έναν μήνα μετά, κατέπλευσε στην Ύδρα. Εκεί, συνέδραμε τους Έλληνες στην προσπάθειά τους να στήσουν δύο πυροβολαρχίες στην είσοδο του λιμανιού, καθώς ο ίδιος ήταν αξιωματικός εξειδικευμένος στο Πυροβολικό.
Η πορεία στην Ελλάδα
Στη συνέχεια, μετέβη στο Άστρος και έπειτα έφτασε στο στρατόπεδο του Υψηλάντη. Εκεί, του προκάλεσε εντύπωση η ένδεια των στρατιωτών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με χαλασμένα τυφέκια. Ο Voutier ανέλαβε «τη διεύθυνση των εργασιών» του Πυροβολικού κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Έστησε μια πυροβολαρχία κοντά στο μικρό φρούριο της πόλης και ενίσχυσε την πολιορκία. Στα Απομνημονεύματά του παραθέτει την πληροφορία ότι διέθετε «πέντε πυροβόλα, από τα οποία δύο των δεκαοκτώ λίτρων, και δύο όλμους». Αναφέρει μάλιστα ότι στους Έλληνες «άρεσε τόσο πολύ να βλέπουν να πέφτουν οβίδες» ώστε γέμιζαν με αυτές τα πυροβόλα και στόχευαν απερίσκεπτα. Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, αναχώρησε για την Πάτρα και στη συνέχεια πραγματοποίησε στρατιωτική περιοδεία στις Κυκλάδες. Έπειτα, επέστρεψε στο Άργος και συμμετείχε στην πολιορκία του Ναυπλίου, ενώ στα τέλη Δεκεμβρίου 1821 αναχώρησε μαζί με τον Υψηλάντη για την πολιορκία του Ακροκόρινθου. Εκεί μετέφερε «δύο πολυβόλα των δώδεκα λίτρων», τα οποία είχε φέρει από την Ύδρα. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Τάγμα των Φιλελλήνων και έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα το 1822. Το 1823 επέστρεψε στη Γαλλία, όπου εξέδωσε τα Απομνημονεύματά του.
Το 1824 ξαναγύρισε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει σύντομα και να επιστρέψει το 1826. Τον Νοέμβριο του 1826, συμμετείχε με τον Γάλλο Φιλέλληνα Raybaud, σε μια αποτυχημένη αποστολή στην Αταλάντη υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη Κωλέττη. Οι σχέσεις του με τον συγκεκριμένο Γάλλο αξιωματικό, ήταν ανταγωνιστικές και κακές. Έφθασε μάλιστα το ίδιο έτος, να μονομαχήσει μαζί του, και πληγώθηκαν και οι δύο. Ο Voutier έφυγε οριστικά από την Ελλάδα το 1827.
Πώς είδε τους Έλληνες
Ο Γάλλος αξιωματικός αυτός πίστευε ότι οι Έλληνες άξιζαν την συμπόνια των Ευρωπαίων, ακόμη και εάν πολλές φορές η στάση τους ήταν απογοητευτική. Κατανοούσε πλήρως τα ελαττώματά τους, όπως ο ίδιος παραδέχεται, και τα δικαιολογούσε. Στα Απομνημονεύματά του, ο Γάλλος αξιωματικός Olivier Voutier περιγράφει την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων και τους γενεσιουργούς παράγοντες για τη σύσταση των ομάδων των Κλεφτών, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται βαθύτατα θρησκευόμενος. Αντιλαμβάνεται πλήρως τις διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, τα δεινά που υπέστη το ελληνικό έθνος και τα αίτια που οδήγησαν στην Επανάσταση.
Παράλληλα, προβάλλει την ιδέα ότι η ισχυρή και καρτερική πίστη ήταν το μέσον εκείνο που βοήθησε τον ελληνικό λαό να διατηρήσει τις αρετές του και να επιβιώσει ύστερα από τόσες βαναυσότητες. Κατ’ ανάλογο τρόπο, κατανοεί τις ωμότητες του πολέμου, καθώς αντιλαμβάνεται ότι επρόκειτο για φρικτές αντεκδικήσεις που διαπράττονταν εκατέρωθεν. Εντούτοις, όπως πολλοί άλλοι Φιλέλληνες, κατακρίνει «την αρπακτικότητα των αρχηγών» και την τάση τους για λαφυραγωγία ως τακτικές, που δεν επέτρεπαν να εισρέουν τα λάφυρα από τις επιτυχημένες μάχες και πολιορκίες, στο δημόσιο Ταμείο προκειμένου να βοηθήσουν την Διοίκηση να στηρίξει τον Αγώνα ασκώντας μία κεντρική πολιτική.
Με ακόμη πιο ειλικρινές πνεύμα, περιγράφει την αγνή και σχεδόν αφελή αντίδραση του πληθυσμού στο πέρασμα των Φιλελλήνων από τα χωριά. Ο ελληνικός πληθυσμός ενθουσιασμένος, έτρεχε ομαδικά μπροστά από τους Φιλέλληνες, οι γυναίκες τους έβλεπαν ως αγγέλους που ήρθαν από τον ουρανό για να τις σώσουν και οι άνδρες τους χαιρετούσαν με πυροβολισμούς από τα τουφέκια τους. Στις περιγραφές του αυτές, ενίοτε προκαλούσε την επίκριση των Γάλλων συμπατριωτών του, οι οποίοι τον κατηγορούσαν ότι στα Απομνημονεύματά του υπερέβαλλε ως προς τον ρόλο του ή ακόμη και ότι επινόησε ορισμένα από τα γεγονότα που περιγράφει.
Περί ανταρτοπόλεμου
Ο Voutier είναι επίσης ο συγγραφέας ενός ακόμη έργου που σχετίζεται με την Ελλάδα και, μάλιστα, είχε εκδοθεί «υπέρ της Ελλάδας», δηλαδή προκειμένου τα έσοδα από την έκδοσή του να διατεθούν υπέρ του Αγώνα των Ελλήνων. Πρόκειται για μία συλλογή, η οποία περιλαμβάνει επιστολές προς τη Φιλελληνίδα κυρία Récamier, στης οποίας το λογοτεχνικό σαλόνι σύχναζε ο ίδιος στη Γαλλία, έγγραφα σχετικά με το αξίωμά του στον Στρατό και αποδεικτικά των υπηρεσιών του (προκειμένου να διαψεύσει τις αμφιβολίες που, όπως προαναφέρθηκε «θέλησαν κάποιοι να δημιουργήσουν, κατηγορώντας τον για ανειλικρίνεια στις διηγήσεις του»). Η συγκεκριμένη συλλογή περιέχει, επίσης, μεταφράσεις ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών στρατιωτικού περιεχομένου. Ωστόσο, το πλέον σημαντικό μέρος του έργου αποτελεί η «Μελέτη σχετικά με τα Τακτικά στρατεύματα της Ελλάδας». Σε αυτήν, ο Voutier υποστηρίζει την άποψη ότι το είδος του πολέμου που είχαν υιοθετήσει οι Έλληνες (δηλαδή ο ανταρτοπόλεμος, ο οποίος βασίζεται στη γνώση των μέσων και των συνηθειών του αντιπάλου), «δεν απαιτεί άλλου είδους στρατιώτες παρά τα Παλικάρια». Υποστηρίζει επίσης, ότι «η λευτεριά των Ελλήνων εξαρτάται περισσότερο από τον πόλεμο στη θάλασσα παρά από τον πόλεμο στην ηπειρωτική χώρα». Η μελέτη του Voutier είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι ακόμα και Φιλέλληνες αξιωματικοί αναγνώριζαν την ιδέα ότι οι Κλέφτες και οι Αρματολοί ήταν οι καλύτερα προσαρμοσμένοι πολεμιστές στη μορφολογία του ελληνικού εδάφους και αποτελούσαν τους ιδανικούς αγωνιστές εναντίον ενός εχθρού με συντριπτική αριθμητική υπεροχή.
Μετά την ανάδειξη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου σε πρόεδρο του Εκτελεστικού το 1822, ο Voutier προήχθη στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Μαζί με τους Maxime Raybaud και François Graillard, ορίστηκε υπασπιστής του Μαυροκορδάτου, επικεφαλής ενός μικρού Σώματος Πυροβολικού, που είχε στην κατοχή του δύο κανόνια. Κατά τη διοίκηση του Τακτικού Στρατού από τον Παναγιώτη Ρόδιο το 1824, ο Voutier προήχθη σε Συνταγματάρχη. Διορίστηκε διοικητής του Σώματος Πυροβολικού που αποτελείτο από 100 άτομα, τα οποία είχαν επιφορτιστεί με τη διαχείριση και τη χρήση των κανονιών του φρουρίου του Ναυπλίου. Ο Voutier έχαιρε ιδιαίτερα της εκτίμησης της ελληνικής κυβέρνησης και τιμήθηκε με το παράσημο των Ιπποτών του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος.
Ο Voutier και το άγαλματης Αφροδίτης της Μήλου
Πριν έρθει στην Ελλάδα το 1821, ο Voutier ενεπλάκη άμεσα στην ανακάλυψη του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου, τον Απρίλιο του 1820, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να καταλήξει το άγαλμα στο Μουσείο του Λούβρου.
Τον Απρίλιο του 1820, ο Voutier ήταν 23 ετών, και μέλος του πληρώματος του εκπαιδευτικού σκάφους του πολεμικού ναυτικού της Γαλλίας “Estafette”. Όταν το σκάφος στάθμευσε στην Μήλο, ο Voutier ζήτησε από έναν κάτοικο της Μήλου ονόματι Κεντρωτά, να τον βοηθήσει να σκάψουν το έδαφος σε έναν ναό, με στόχο να βρουν αρχαία αντικείμενα. Από τύχη όταν νύκτωσε, εντόπισαν το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου. Στη συνέχεια ο Κεντρωτάς και οι δημογέροντες της Μήλου αποφάσισαν να πουλήσουν το άγαλμα. Ο Voutier και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός με κλασσική παιδεία ο Dumont d’Urville, έγραψαν στον πρέσβη της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Marquis de Riviere, και τον έπεισαν να αγοράσει η Γαλλία το άγαλμα, αγορά η οποία τελικά έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου 1820. Μάλιστα εν τω μεταξύ είχε αντιδράσει και η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία τιμώρησε τους κατοίκους που δεν το παρέδωσαν σε αυτήν, και η Γαλλία πλήρωσε τον Σεπτέμβριο 1820 συμπληρωματική αποζημίωση για να καλύψει και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην Μήλο. Η ιστορική έρευνα (Δ. Χαλκουτσάκης, κλπ.), που βασίζεται σε μαρτυρίες των εμπλεκόμενων ατόμων και σε έξι επιστολές Γάλλων αξιωματικών και υπαλλήλων, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στον γαλλικό Τύπο το 1874, επιβεβαιώνει ότι ο Voutier παρέμεινε στην Γαλλία περισσότερο γνωστός για την σημαντική ανακάλυψη αυτή (που προσέφερε στο Λούβρο ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά του), και λιγότερο για τη συμμετοχή του στον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
Η πράξη αυτή της αγοράς και απόσπασης του σημαντικού αυτού αρχαιολογικού μνημείου από τον τόπο του, αξιολογείται αρνητικά με τα σημερινά δεδομένα. Το άγαλμα αυτό το δώρισε εν τέλει ο Βασιλέας της Γαλλίας Λουδοβίκος ΧVΙΙΙ στο Λούβρο, και απετέλεσε (και αποτελεί μέχρι και σήμερα) ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά του, το οποίο προέβαλε στην κοινή γνώμη της Γαλλίας το κάλλος του κλασσικού πολιτισμού. Μάλιστα το άγαλμα αυτό ήταν ένα ακόμη στοιχείο που συνέβαλε καταλυτικά στην επέκταση του φιλελληνικού κινήματος στην Γαλλία και την Ευρώπη, και την καλλιέργεια της ιδέας ότι η Ελλάδα άξιζε να απελευθερωθεί και ότι αυτό ήταν καθήκον της Ευρώπης. Αυτό έσπρωξε χιλιάδες νέους, να αναλάβουν πολιτική, κοινωνική ή και στρατιωτική δράση στο πλευρό των Ελλήνων.
Ο Olivier Voutier ήταν ένας από αυτούς και ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την ανάμειξή του στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Μάλιστα ζήτησε να αναγραφεί στην επιτύμβια στήλη του η δράση του στην Ελλάδα, γιατί ήθελε πρωτίστως να τον θυμόμαστε ως «ήρωα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας». Πέθανε στις 19 Απριλίου του 1877 στις Hyères της Προβηγκίας, της Γαλλίας.
Προς τιμήν του, ένας δρόμος στην Αθήνα, στου Φιλοπάππου, φέρει το όνομά του: «Οδός Βουτιέ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ
Lemaire Jean, «Autour d’Olivier Voutier», ανακοίνωση σε συνέδριο της Société Hyéroise d’Histoire et d’Archéologie (16 Νοεμβρίου 2010), διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://www.as-lashha.com/medias/files/2010-11-16-cf-jl-voutier.pdf όπου και ένα πορτρέτο του Voutier, καθώς και φωτογραφία του τάφου του και αλλά και του δισέγγονου του Voutier κατά την επίσκεψή του στη Μήλο το 1986.
Persat Maurice, Mémoires du commandant Persat, 1806 à 1844, εκδ. Plon-Nourrit et Cie, Παρίσι 1910.
Voutier Olivier, Lettres sur la Grèce – Notes et chants populaires, extraits du portefeuille du colonel Voutier, εκδ. Firmin Didot père et fils - Ponthieu - Bossange frères - Delaunay, Παρίσι 1826.
Voutier Olivier, Mémoires du colonel Voutier sur la guerre actuelle des grecs, εκδ. Bossange frères, Παρίσι 1823.
Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Απόφαση υπ’ αριθμόν 102 του Προέδρου του Εκτελεστικού με ημερομηνία 10 Μαΐου 1822.
Ζούβας Παναγής, Η οργάνωσις Τακτικού Στρατού κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως του 1821, χ.ε., Αθήνα 1969.
Ιστορία της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, 1821-1954, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1955.
Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1821-1997, εκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 1997.
Ιστορία των κατά την Ελλην. Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο Τακτικός Στρατός, από του 1821 μέχρι του 1833, χ.ε., Αθήνα 1901.
Φορνέζι Ερρίκος, Το μνημείον των Φιλελλήνων, εκδ. Χ. Κοσμαδάκης & σία, Αθήνα 1968 [Απομνημονεύματα αγωνιστών του ΄21, τ. 20].
Χαλκουτσάκης Μ. Γιάννης, Η ιστορία της Αφροδίτης της Μήλου, χ.ε., Αθήνα 1988.
Για περισσότερα νέα μας επισκεφτείτε το site μας www.eefshp.org ή ακολουθήστε μας στο Facebook και στο Instagram