Η Rose Girone, η γηραιότερη εν ζωή επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 113 ετών στη Νέα Υόρκη. «Ήταν μια εξαιρετική γυναίκα», δήλωσε η κόρη της, Reha Benicassa, σε τηλεφωνική της επικοινωνία με τον Guardian την Παρασκευή (28/2). «Δεν φοβόταν ποτέ. Ήταν θαρραλέα και γεμάτη περιέργεια. Αντιμετώπιζε τα πάντα με δύναμη.»
Η Rose Girone γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1912 στο Janow της Πολωνίας. Στα έξι της χρόνια, η οικογένειά της μετακόμισε στο Αμβούργο της Γερμανίας, όπως ανέφερε σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 1996 στο USC Shoah Foundation.
Αναφερόμενη στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Girone είπε: «Το 1933, τα πάντα άλλαξαν για όλους.»
Η Girone ήταν μία από τους περίπου 245.000 επιζώντες του Ολοκαυτώματος που ζουν σήμερα σε πάνω από 90 χώρες, με τον αριθμό τους να μειώνεται συνεχώς λόγω της ηλικίας τους, καθώς η μέση ηλικία τους είναι τα 86 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, έξι εκατομμύρια Εβραίοι και μέλη άλλων μειονοτήτων χάθηκαν από τα χέρια των Ναζί και των συνεργατών τους.
Η Girone ήταν εννέα μηνών έγκυος και ζούσε στο Μπρέσλαου (σημερινό Βρότσλαβ) όταν οι Ναζί συνέλαβαν την οικογένειά της για να τους στείλουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. Θυμόταν έναν Ναζί να λέει «Πάρτε και αυτή τη γυναίκα», αλλά ένας άλλος Ναζί την άφησε λέγοντας «Είναι έγκυος, αφήστε την ήσυχη». Έτσι, έμεινε μόνη στο σπίτι με την οικονόμο, ενώ ο σύζυγός της, Julius Mannheim, στάλθηκε στο στρατόπεδο.
Όταν γεννήθηκε η κόρη της Reha το 1938, η Girone κατάφερε να εξασφαλίσει κινεζική βίζα μέσω συγγενών της στο Λονδίνο και να απελευθερώσει τον σύζυγό της. Η οικογένεια ταξίδεψε στη Γένοβα της Ιταλίας και, έχοντας λίγα υπάρχοντα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο για τη Σαγκάη, η οποία ήταν κατεχόμενη από την Ιαπωνία. Εκεί, ο σύζυγός της ξεκίνησε επιχείρηση με μεταχειρισμένα αγαθά και, αργότερα, ταξί. Η ίδια έπλεκε και πουλούσε πουλόβερ.
Το 1941, οι Εβραίοι πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν σε ένα γκέτο και η οικογένεια αναγκάστηκε να ζήσει σε μια στενή τουαλέτα, υπό την εξουσία ενός σκληρού Ιάπωνα, αυτοαποκαλούμενου «Βασιλιάς των Εβραίων». Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη, με κατσαρίδες και κοριοί να καταστρέφουν τα υπάρχοντα τους.
Με την ήττα των Ναζί, η οικογένεια άρχισε να λαμβάνει αλληλογραφία από συγγενείς της στις ΗΠΑ και το 1947 κατάφεραν να φύγουν για το Σαν Φρανσίσκο, έχοντας μόνο 80 δολάρια, τα οποία η Girone είχε κρύψει μέσα σε κουμπιά.
Στη Νέα Υόρκη, άνοιξε ένα κατάστημα με πλεκτά και επανενώθηκε με τον αδελφό της, τον οποίο είχε να δει 17 χρόνια. Εκεί, η ζωή της συνεχίστηκε με νέες προκλήσεις και ανατροπές. Διαζευγμένη από τον Mannheim, το 1968 γνώρισε τον Jack Girone και παντρεύτηκαν το επόμενο έτος. Εκείνος πέθανε το 1990.
Στην ερώτηση για το μήνυμα που ήθελε να αφήσει στην κόρη και την εγγονή της, η Girone είχε πει: «Δεν υπάρχει τίποτα τόσο κακό που να μην μπορεί να φέρει κάτι καλό. Ό,τι κι αν είναι αυτό.»