Το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής στην πρόθεση συμφωνίας πολιτείας και εκκλησίας της 6ης Νοεμβρίου συνίσταται στο ότι αυτή δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική, ότι ουσιαστικά συντηρεί το status quo. Αυτό όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα και μάλλον δείχνει την έλλειψη σφαιρικής αντίληψης των επικριτών για τα ζητήματα εκκλησίας και κράτους. Οι αλλαγές είναι σημαντικές, πρωτοφανείς, ιστορικές.
Για αρχή, το κράτος γνωρίζει καλά πως οφείλει να θωρακιστεί από μελλοντικές αξιώσεις της εκκλησίας σχετικά με αναποζημίωτες απαλλοτριώσεις, για τις οποίες θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιωθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι οικονομικές εκκρεμότητες ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και στις εκκλησίες στα εδάφη τους, που προϋπάρχουν των κρατών, είναι ζήτημα διακριτό από τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους. «Χωρισμός εκκλησίας-κράτους» δε σημαίνει πως μηδενίζονται όλες οι εκκρεμότητες, πως τίποτα πλέον δε χρειάζεται διευθέτηση, πως δεν επιβιώνουν ανάγκες αποζημίωσης από τη μία ή την άλλη πλευρά. Και αν κάποιο κράτος το ξεχάσει αυτό, μετά την απαραίτητη προσφυγή θα σπεύσει να του το θυμίσει το ΕΔΑΔ. Με τη συμφωνία, αυτό το ζήτημα διευθετείται άπαξ και διαπαντός. Η εκκλησία δεσμεύεται ότι, αφ’ ης στιγμής λαμβάνει μια ετήσια αφηρημένη αποζημίωση, παραιτείται κάθε τέτοιας αξίωσης ως προς τις αποζημιούμενες περιουσίες (σημείο 5 της συμφωνίας).
“Ούτε ο πιο μπερδεμένος νους δεν τόλμησε να φανταστεί ότι το μισό δισεκατομμύριο που παρέχει — πέραν του περίφημου «εκκλησιαστικού φόρου»!— το γερμανικό κράτος στη ρωμαιοκαθολική και ευαγγελική εκκλησία για παρόμοιους περιουσιακούς λόγους συνιστά «γερμανική κρατική μισθοδοσία του κλήρου».”
Παράλληλα, η κρατική μισθοδοσία του κλήρου καταργείται. Ας μου επιτραπεί να επιμείνω στο «καταργείται»: δεν παραλλάσσεται, δε μεταμφιέζεται, καταργείται. Θυμίζουμε ότι το κράτος θα δίνει αυτό το ετήσιο ποσό ως αποζημίωση για αναποζημίωτες απαλλοτριώσεις, ούτως ώστε να ακυρωθεί κάθε ενδεχόμενο (επιτυχών!) αξιώσεων. Αν υπάρχει ένας λόγος να διατυπωθεί ρητώς στη συμφωνία και στο επερχόμενο σχέδιο νόμου ότι αυτά τα ποσά πρέπει, δεσμευτικά, να διοχετευθούν στη μισθοδοσία του κλήρου και όχι οπουδήποτε αλλού, αυτό συνίσταται μάλλον σε μια εύλογη και ευπρόσδεκτη καχυποψία για το πώς θα διασφαλιστεί ότι, σε έναν οργανισμό με πλημμελή γραφειοκρατική λειτουργία και (αυτο-)έλεγχο όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, δεν θα συμβούν ατυχήματα που θα προξενούσαν προβλήματα σε 10.000 κληρικούς και τις οικογένειές τους την ώρα που η Εκκλησία θα έχει, πλέον, τη ρευστότητα να τους μισθοδοτεί. Όμως, είναι σημαντικό να καταστεί κατανοητό πως άλλο η κρατική μισθοδοσία του κλήρου και άλλο οι οικονομικές εκκρεμότητες οργανισμών του μεγέθους του ελληνικού κράτους και της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταξύ τους. Ειδάλλως κάθε πόρος που θα διδόταν για οποιοδήποτε λόγο από οποιοδήποτε κράτος σε οποιαδήποτε εκκλησία θα συνιστούσε «έμμεση κρατική μισθοδοσία των κληρικών». Αλλά ούτε ο πιο μπερδεμένος νους δεν τόλμησε να φανταστεί ότι το μισό δισεκατομμύριο που παρέχει — πέραν του περίφημου «εκκλησιαστικού φόρου»!— το γερμανικό κράτος στη ρωμαιοκαθολική και ευαγγελική εκκλησία για παρόμοιους περιουσιακούς λόγους συνιστά «γερμανική κρατική μισθοδοσία του κλήρου».
“Αν κάποιοι δηκτικά σχολίασαν στα κοινωνικά μέσα ότι ο Αρχιεπίσκοπος «τα πήρε όλα κι έφυγε», μήπως πρέπει να σκεφτούν το ενδεχόμενο να είναι ο Πρωθυπουργός που χαρακτηρίζεται καλύτερα από αυτή τη φράση;”
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς: «Δε θα έπρεπε το κράτος να έχει τη δυνατότητα να ξοφλήσει αυτές τις απαλλοτριώσεις κάποτε; Πληρώνει ήδη εβδομήντα χρόνια αξιοσημείωτα ποσά, και τώρα δεσμεύεται ξανά εις το διηνεκές;» Το θέμα είναι ότι δεν συμφέρει το κράτος οικονομικά μια εφ’ άπαξ διευθέτηση/εξόφληση, και το κράτος το ξέρει. Λόγω συμφέροντος του κράτους γίνεται ο παρών διακανονισμός. Ακριβώς το ίδιο γίνεται στη Γερμανία. Στη Γερμανία μάλιστα η Ευαγγελική εκκλησία είπε «Δεν τα θέλουμε τα λεφτά» και το κράτος ουσιαστικά είπε «Όχι θα τα πάρετε, διότι ειδάλλως θα έχουμε μπελάδες εμείς». («Η Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία θα δεχόταν διακοπή των κρατικών επιχορηγήσεων», 12/11/2013,http://www.skai.gr/news/world/article/245796/i-germaniki-euaggeliki-ekklisia-tha-dehotan-diakopi-ton-kratikon-epihorigiseon)
Την αποζημίωση για τα απαλλοτριωθέντα περιουσιακά θα μπορούσε να την παρέχει το κράτος και χωρίς κάποια, τρόπον τινά, ανταποδοτική πηγή — μόνο και μόνο λόγω της ιστορικής εκκρεμότητας και της δυνατότητας της εκκλησίας να την διεκδικήσει νομικά σε ένα μέλλον, τους μπελάδες του οποίου τώρα αποφεύγουμε. Όμως στη συμφωνία έχουμε και την ενεργοποίηση του ταμείου αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας, με τους πόρους να περιέρχονται κατά 50% στο κράτος και κατά 50% στην Εκκλησία: οι εν μέρει εκκλησιαστικοί πόροι που θα περιέρχονται στο κράτος, δηλαδή, θα χρηματοδοτούν κατ’ ουσία την κρατική αποζημίωση στην Εκκλησία — δυνητικά δε και με το παραπάνω.
Αν κάποιοι δηκτικά σχολίασαν στα κοινωνικά μέσα ότι ο Αρχιεπίσκοπος «τα πήρε όλα κι έφυγε», μήπως πρέπει να σκεφτούν το ενδεχόμενο να είναι ο Πρωθυπουργός που χαρακτηρίζεται καλύτερα από αυτή τη φράση; Δεδομένης, δηλαδή, της κατάργησης της κρατικής μισθοδοσίας του κλήρου και της εισαγωγής μιας αποζημίωσης που θα... αυτο-χρηματοδοτείται, την ώρα που η Εκκλησία δεσμεύεται πως παραιτείται των αξιώσεών της; Επίσης, όσοι φαντάζονται πως η κυβέρνηση «τα έδωσε όλα στην εκκλησία», πώς ακριβώς επεξηγούν τις οργίλες αντιδράσεις του Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος; Γιατί και τα δύο ταυτόχρονα δε γίνεται, και να είναι η συμφωνία αποκλειστικά υπέρ της Εκκλησίας και να προκαλεί έντονες αντιδράσεις του σωματείου των κληρικών.
Και εδώ ερχόμαστε στο καίριο: «Έμοιαζε με χωρισμό εκκλησίας-κράτους αυτό που έγινε, έστω και στο ελάχιστο;» Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, πρέπει να αποσαφηνιστεί το τί συνιστά σχέσεις και χωρισμό εκκλησίας-κράτους. Ποιός θα ήταν ο ορισμός τους; Τι είναι στην πραγματικότητα εκτός θέματος, ακόμα κι αν είναι σημαντικό θέμα; Στον χαοτικό δημόσιο λόγο μάθαμε να τα βάζουμε όλα σε ένα τσουβάλι:
(1) την αντίθεση σε μια κοινωνική επιρροή και παρρησία της Εκκλησίας η οποία δεν ακυρώνεται νομοθετικά με κανέναν χωρισμό («χωρισμό, για να μην πολιτικολογεί ο Μητροπολίτης!»)
(2) αλλαγές που έχουν ήδη γίνει και συνιστούν ήδη πλήρως πρακτική της Πολιτείας, αλλά προβάλλονται ως αιτούμενα («Να φορολογηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος! Να πληρώνει ΕΝΦΙΑ!» μα, φορολογείται κανονικά, μα, πληρώνει κανονικά πλην ευκτηρίων οίκων)
(3) πολιτικά ζητήματα που πρέπει να συζητήσει η Πολιτεία με τον εαυτό της και δεν αφορούν τις σχέσεις/χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους (π.χ. το μάθημα των θρησκευτικών, που προκύπτει από το άρθρο 16.2 του συντάγματος, θα άλλαζε με αναθεώρησή του, αλλά δεν έχει σχέση με τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους καθ’ αυτές, είναι θέμα που η Πολιτεία πρέπει να λύσει με τον εαυτό της)
(4) ζητήματα απτόμενα της «θρησκείας» αλλά άσχετα με την Εκκλησία της Ελλάδος, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αποτελούν ατζέντα συζήτησης μαζί της, ως όλως αναρμόδιας (π.χ. η εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση της μοναστικής αυτοδιοίκητης πολιτείας του Αγίου Όρους, των διακριτών φορολογικών του θεμάτων κλπ.), και στο τέλος της λίστας, (5) ζητήματα σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους και χωρισμού τους, όπως η κρατική μισθοδοσία του κλήρου.
Αν κανείς ξεχωρίσει το ποιά από τα σημεία της ατζέντας του δημοσίου λόγου για τον χωρισμό «Εκκλησίας-Κράτους» όντως είναι εντός θέματος, δηλαδή όντως εμπίπτουν στο (5) και δεν αποτελούν γενικώς περιρρέοντα ζητήματα θρησκείας στο δημόσιο χώρο, τότε θα δει ότι δεν είναι και τόσα πολλά: οι εκκρεμότητες είναι μάλλον εύκολα μετρήσιμες. Στη ιστορική και εντυπωσιακά συναινετική συμφωνία Εκκλησίας και Πολιτείας, μία από αυτές διευθετήθηκε, με τρόπο όντως αμοιβαία επωφελή. Το ζήτημα είναι ακριβώς ο ορισμός του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.
Όσο δε για τους φόβους εξ εκκλησιαστικής πλευράς, αρκεί να αποσαφηνιστεί πως, απ’ ό,τι φαίνεται, η μισθοδοσία των κληρικών θα γίνεται πλέον από κεντρικό εκκλησιαστικό φορέα (γραφείο μισθοδοσίας) και όχι διαμέσου των μητροπόλεων (και άρα όχι σε εξάρτηση με τους αυθέντες αυτών). Κάποιες δημόσιες εκκλησιαστικές διευκρινήσεις επ’ αυτού θα βοηθούσαν. Παράλληλα, διανοίγεται η δυνατότητα να διευθετηθεί με εκκλησιαστικούς πλέον πόρους και η κατάσταση των άμισθων σήμερα κληρικών λόγω του μνημονιακού 5:1, για την τύχη των οποίων δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται κανένας εκ των υπερασπιστών του status quo. Ως προς τον διοικητικό κατακερματισμό της Εκκλησίας στην Ελλάδα και την εφαρμογή της συμφωνίας (οψέποτε και με το ακριβές περιεχόμενο με το οποίο θα νομοθετηθεί) σε αυτή τη συνάφεια, δε φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα. Οι αριθμητικά πολύ λιγότεροι κληρικοί της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, παραμένουν στο παλαιό καθεστώς μισθοδοσίας μέχρι νεωτέρας. Οι δε «Νέες Χώρες» υπάγονται διοικητικά και νομικά στην Εκκλησία της Ελλάδος (εκκλησιαστικά/πνευματικά δε στο Πατριαρχείο), και ως εκ τούτου συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία. Αν υπάρχει κάποια προβληματική εστία, αυτή μάλλον εντοπίζεται στη χρήση της λέξης «επιδότηση» στο σχέδιο συμφωνίας, το οποίο πάντως δεν είναι σχέδιο νόμου: μια «αποζημίωση» δίδεται επειδή αναγνωρίζεται η υποχρέωση να δοθεί, ενώ ένα «επίδομα» δίδεται, όπως θα λέγαμε, επιδοματικά. Δεν στερείται σημασίας το να αποσαφηνιστεί πως μιλάμε για ετήσια αποζημίωση, όχι για επίδομα — αν μη τι άλλο διότι ένα επίδομα σε συγκεκριμένη εκκλησία μπορεί να εγείρει άλλα ζητήματα με τις άλλες θρησκείες, ειδικά σε μια ρητή συνταγματική κατοχύρωση της ουδετεροθρησκείας του κράτους, κάτι που επ’ ουδενί δεν ισχύει στην περίπτωση αποζημιώσεων λόγω εκκρεμοτήτων.
Κάτι που πρέπει επίσης να σημειωθεί επί του γενικότερου ζητήματος τώρα που η συζήτηση άνοιξε επισήμως είναι πως στο δημόσιο λόγο, πέρα από τη μισθοδοσία, εγείρεται συχνά και το αίτημα να είναι τα νομικά εκκλησιαστικά πρόσωπα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και θρησκευτικής φύσεως αντί για Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπως είναι σήμερα. Οφείλουμε να σημειώσουμε πως, στο βαθμό που δυνάμεθα να έχουμε εποπτεία των πιθανών επιπλοκών, η πρακτική διαφορά για την Εκκλησία ανάμεσα στο να είναι τα νομικά πρόσωπά της ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ ειδικού τύπου είναι ήκιστα σημαντική, ούτε ευνοϊκή ούτε δυσμενής. Πρακτικές διαφορές και επιπτώσεις βέβαια θα προκύψουν, αλλά αυτές φαίνεται πως θα ήταν σε κάθε περίπτωση αρκούντως ελάσσοντες. Πρόκειται για ένα ακόμη ζήτημα που εγείρεται περισσότερο λόγω της συμβολικής του φόρτισης, παρά λόγω του πραγματικού και πρακτικού αντικρύσματος που μια αλλαγή θα σηματοδοτούσε.
Αφ’ ης στιγμής λοιπόν τηρηθεί η συμφωνία, διότι ειδάλλως αυτοδικαίως θα κενωθεί, έχουμε τα εξής: παύση της κρατικής μισθοδοσίας του κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δέουσα αποζημίωση για αναποζημίωτες απαλλοτριώσεις, διευκόλυνση της εκκλησιαστικής πλέον μισθοδοσίας, συνεκμετάλλευση περιουσίας, πρόληψη μελλοντικών εκκλησιαστικών αξιώσεων. Συναινετικά, με κοινή δήλωση Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού. Ο χαρακτηρισμός «ιστορική» γι’ αυτήν τη συμφωνία κυριολεκτεί απολύτως.