Όταν ο βιολογικός χρόνος ενός ηγέτη συμπλέκεται με τον πολιτικό και αμφότεροι ετεροκαθορίζονται εν πολλοίς από την κατανομή ισχύος, τότε καθίσταται αντιληπτός ο πολυπαραγοντικός χαρακτήρας της γεωπολιτικής ανάλυσης. Αν κάποιος περιοριστεί αποκλειστικά στη μία όψη της πραγματικότητας και ιδίως σε εκείνη, που εμπεριέχει πολλές αστάθμητες μεταβλητές, μοιραία θα καταλήξει και σε ασταθή συμπεράσματα.
Είναι πασίδηλο ότι, στην περίπτωση της Τουρκίας, οι εσωτερικοί πολιτικοί διαγκωνισμοί εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης του 2023 διαδραματίζουν διακριτό ρόλο και ο λόγος είναι, επίσης, προφανής.
Ο νεοοθωμανισμός διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα και έχει αναχθεί σε αφήγημα του συνόλου των πολιτικών παραγόντων, με αποτέλεσμα οι διαφωνίες μεταξύ Ερντογάν, Νταβούτογλου, Ακσενέρ, Μπαχτσελί, Κιλιτσντάρογλου και των υπολοίπων ως προς τα ελληνοτουρκικά να μην αφορούν την εν γένει αναθεωρητική στάση της Άγκυρας, αλλά πόσα νησιά πρέπει να ζητήσουν, κατηγορώντας τους πολιτικούς αντιπάλους τους ότι δεν είναι αρκούντως επιθετικοί έναντι της Αθήνας!
Κατά συνέπεια, σε αυτό το νεοοθωμανικό πλαίσιο, είναι σχεδόν αναμενόμενο να ακούμε πολλές «κουβέντες» παραπάνω, όσο πλησιάζουμε στις τουρκικές εκλογές, ιδίως αν λάβουμε υπ’ όψιν το αμφίρροπο της επικείμενης εκλογικής μάχης.
Αν επρόκειτο μόνο για «κουβέντες», τότε ενδεχομένως θα ήταν δικαιολογημένο να αναλύουμε την Τουρκία με αποκλειστικό άξονα τον εσωτερικό πολιτικό διάλογο. Στην πραγματικότητα, όμως, οι «κουβέντες» συνοδεύονται από ακραία επιθετικές ενέργειες στο επίπεδο των παραβιάσεων και των υπερπτήσεων, των παραστάσεων ισχύος, αλλά και των διπλωματικών ενεργειών, γεγονός που μαρτυρά ότι το παίγνιο είναι πολυδιάστατο.
Ο Τούρκος διπλωμάτης Sukru Elekdag έγραψε τη δεκαετία του 1990 ότι η Τουρκία οφείλει να είναι ικανή και άρα, αρκούντως προετοιμασμένη να πραγματοποιήσει ταυτόχρονα 2 1/2 πολέμους, εφόσον επιθυμεί να είναι ασφαλής.
Οι εν λόγω πόλεμοι αφορούσαν την Ελλάδα, τη Συρία και τους Κούρδους, οι οποίοι θεωρήθηκαν «μισοί» λόγω της ανυπαρξίας κρατικής οντότητας. Κατά τη δεκαετία του 2010, ήδη αρκετά χρόνια μετά το 2002 και την ανάληψη της εξουσίας στην Τουρκία από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι Κούρδοι είχαν υποστεί γενοκτονικές πρακτικές και βρίσκονταν σε απόλυτο επιχειρησιακό αδιέξοδο, η Συρία είχε ήδη εισέλθει – μετά τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» και τον εμφύλιο πόλεμο – σε μια θέση κράτους-παρία το οποίο επιβιώνει με «ρωσική μηχανική υποστήριξη» και η Ελλάδα βρισκόταν εντός του φαύλου κύκλου της ύφεσης η οποία οδήγησε στην απώλεια του 25% του Α.Ε.Π. της και στην οπισθοδρόμηση όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματά της.
Την ίδια περίοδο, η Τουρκία κάλπαζε σε επίπεδο συντελεστών ισχύος εξαπλασιάζοντας το Α.Ε.Π. της και αυξάνοντας τις εξοπλιστικές δαπάνες της, παρά την απίσχναση των αντίστοιχων ελληνικών δαπανών, αυτονομώντας παράλληλα την αμυντική βιομηχανία της, όπως μαρτυρά η παρουσία των Bayraktar τόσο σήμερα στην Ουκρανία, όσο και το φθινόπωρο του 2020 στο αζεροαρμενικό μέτωπο του Αρτσάχ. Υπό τους συγκεκριμένους όρους, διευρύνθηκε το χάσμα ισχύος και αυξήθηκε η ικανότητα της Τουρκίας να επιβάλλει αξιώσεις, τις οποίες ούτως ή άλλως διατύπωνε επί σειρά δεκαετιών, μέσω δεδηλωμένων προθέσεων.
Ωστόσο, εν συνεχεία, υπήρξε η κρίσιμη καμπή της τουρκικής επιμονής στην παραλαβή των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 και της πέραν των ορίων συνεργασίας της Τουρκίας με τη Ρωσία. Η εν λόγω εξέλιξη ώθησε την Τουρκία σε ένα φαύλο κύκλο οικονομικής κρίσης, αποστερώντας τη ταυτόχρονα από την πρόσβασή της σε σημαντικά εξοπλιστικά προγράμματα, όπως τα F35, ενώ θέτει εν αμφιβόλω ακόμη και την αναβάθμιση των F16.
Μετά από 20 χρόνια παραμονής του Ερντογάν στην εξουσία, συνεπώς, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση στην τουρκική ηγεσία ότι η χώρα «χάνει την ευκαιρία της» να παγιώσει και να κατοχυρώσει τις αναθεωρητικές διεκδικήσεις της. Θεωρεί, δηλαδή, ότι κινδυνεύει να απωλέσει το λεγόμενο “timing”. Υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει – ως ένα βαθμό – ένα χρονικό σημείο καμπής στην κατανομή ισχύος, το οποίο της επιτρέπει να εκδιπλώσει την επιθετική ατζέντα της με διακριτές πιθανότητες «επιτυχίας» εν σχέσει με άλλες περιόδους.
Εντούτοις, γνωρίζει ότι αυτό δε θα συνεχιστεί επί μακρόν, καθώς η γεωπολιτική συγκυρία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι η κατάλληλη για τη νομιμοποίηση τέτοιου είδους εγχειρημάτων και γι’ αυτό το λόγο ενδεχόμενα τέτοια επιθετικά εγχειρήματα θα στηριχθούν σε πρακτικές προβοκάτσιας, η Ελλάδα επανεξοπλίζεται και δύναται να επιβάλλει κόστος παρά τις αναντίρρητες αδυναμίες σε επίπεδο πολιτικής βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού, ενώ και η ίδια η Τουρκία – μετά το πραξικόπημα του 2016 και το συνεχιζόμενο διωγμό χιλιάδων έμπειρων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων – δεν είναι στη θέση που βρισκόταν πριν 6 ή 7 χρόνια εξ απόψεως συσχετισμών.
Οι προβλέψεις για «θερμούς μήνες» έως τις τουρκικές εκλογές δεν είναι, συνεπώς, εκτός πραγματικότητας, καθώς οριοθετούν το χρονικό πλαίσιο κλιμάκωσης αλλά δεν συνιστούν το αποκλειστικό αίτιο.
Είναι διάχυτος ο κίνδυνος κλιμάκωσης από πλευράς της Τουρκίας και είναι ευνόητο ότι η Ελλάδα οφείλει να διεθνοποιεί τη συμπεριφορά της Άγκυρας ως προβληματική συνολικά για τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Πρέπει να αναδεικνύεται ότι ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας δεν αφορά αποκλειστικά τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας, αλλά θέτει εν κινδύνω ευρύτερα συμφέροντα της «Δύσης».
Προς αυτή την κατεύθυνση, η «ευαισθητοποίηση» και διπλωματική κινητοποίηση των εταίρων (κάθε άλλου είδους προσδοκώμενη έμπρακτη κινητοποίηση αποτελεί φενάκη σε ένα κόσμο αυτοβοήθειας) θα επέλθει αποκλειστικά μέσω του ορισμού αυστηρών κόκκινων γραμμών και της διατράνωσης της πρόθεσης από πλευράς της Ελλάδας να επιβάλλει στρατηγικό κόστος, δίχως να άγεται και να φέρεται ως «δεδομένη» έναντι της αυτοπροβαλλόμενης ως «πολύφερνου νύφης» Τουρκίας.
Άλλωστε, η ιδιοσυστασία της αποτρεπτικής στρατηγικής στηρίζεται στην αποσαφήνιση ότι το κόστος μιας πιθανής επιθετικής ενέργειας θα είναι δυσθεώρητο εν σχέσει με τα κέρδη. Απλώς, στην ελληνική περίπτωση, το αποτρεπτικό μήνυμα αφορά προφανώς την Τουρκία, αλλά η δυναμική του επεκτείνεται επί πολλαπλών αποδεκτών του διεθνούς γίγνεσθαι, με στόχο την πλήρη απονομιμοποίηση του τουρκικού αναθεωρητισμού.