Όλη αυτή η περιπέτεια με την εμφάνιση του Κορονοϊού και τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν, επηρεάζει αδιαμφισβήτητα και την εκπαίδευση στο σύνολό της, παράλληλα όμως, αποτελεί μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο της.
Η εξ αποστάσεως διδασκαλία, πολύ συχνά, επικοινωνείται ως αναγκαίο κακό από συναδέλφους που δεν θέλουν ν’ αποδεχθούν πως οι Νέες Τεχνολογίες καλώς μπήκαν στη ζωή μας κι ευτυχώς μπορούν να επηρεάσουν θετικά και την εκπαίδευση. Έπρεπε λοιπόν να αναγκασθούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ψηφιακά μέσα για να καταλάβουμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν στην μαθητοκεντρική προσέγγιση διδασκαλίας την οποία οφείλουμε να επιδιώκουμε.
Σε καμία περίπτωση αυτό το κείμενο δεν υφίσταται για να υποβαθμίσει την δια ζώσης εκπαίδευση, αντιθέτως ευελπιστεί σε μια αναθεώρηση της μέχρι πρότινος νοοτροπίας και στην αντικατάσταση των δασκαλοκεντρικών οπισθοδρομικών αντιλήψεων, που δεν επιτρέπουν τον μαθητή να εξωτερικεύσει τη δημιουργικότητα και την ενέργεια του, την ευκαιρία να παράγει ο ίδιος την ύλη και να φέρει εκείνος την μάθηση. Είναι λοιπόν γεγονός πως ο παραδοσιακός τρόπος εκπαίδευσης που πλαισιώνει μέχρι σήμερα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, διατηρώντας την μετωπική διδασκαλία και την απομνημόνευση της ύλης, θέτει τον μαθητή σε δευτερεύοντα ρόλο κατά τη διαδικασία της μάθησης, στερώντας του την ευκαιρία να εντρυφήσει και το κυριότερο να βιώσει όλα όσα του μεταλαμπαδεύουν οι διδάσκοντές του, την ιστορία του, τον πολιτισμό, τον παλμό των λογοτεχνικών κειμένων, να πρωταγωνιστήσει σε δημοκρατικές διαδικασίες, να εκφράζεται μέσα από την γνώση, να αισθάνεται το σχολείο σπίτι του κι όχι μια υποχρέωσή του.
Τα παιδιά θέλουν να μαθαίνουν κι όχι να διδάσκονται.
Ο σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να αγιοποιήσει τις Νέες Τεχνολογίες αλλά να τις φέρει ως αφορμή κι ευκαιρία για την αναπροσαρμογή του υπάρχοντος παραδοσιακού τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η εκπαιδευτική διαδικασία μέχρι σήμερα ή αν θέλετε μέχρι πριν τον Κορονοϊό. Τίποτε λοιπόν, από όσα αξίζει να γνωρίζουμε δεν μπορεί να διδαχθεί, μπορεί όμως και είναι αν θέλετε πιο δόκιμο, να εξερευνηθεί. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εκείνος που θα δώσει τα κατάλληλα ερεθίσματα, ώστε ο μαθητής να αναπτύσσει κριτική στάση απέναντι στις πληροφορίες που δέχεται συστηματικά και μοιραία να διαχειριστεί προβληματισμούς, να αποδημήσει στερεότυπα, να επιλέξει την θέση του και να οριοθετήσει την ευθύνη του και τον ρόλο του απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα.
Πολύ συχνά αναφερόμαστε στην «πληροφόρηση» και στην «ενημέρωση», δύο ταυτόσημους όρους που διατηρούν μια σημασιολογική συγγένεια η οποία όμως κρύβει μία παρεξήγηση. Κάνοντας λοιπόν λόγο για πληροφόρηση, εννοούμε την καταγραφή πληροφοριών η οποία εξαιτίας της απομνημόνευσης, η οποία διαδραματίζει τον πρώτο ρόλο επεξεργασίας σε αυτή την περίπτωση, προϋποθέτει μια παθητική στάση από τον δέκτη – μαθητή, αναφορικά με την κριτική του στάση απέναντι στην εκάστοτε είδηση, την οποία τελικά κρατά ανενεργή. Στην αντίθετη περίπτωση, η ενημέρωση έγκειται στο ότι ο δέκτης – μαθητής, γίνεται ένα σώμα με τα γεγονότα, αξιοποιεί το πληροφοριακό υλικό που δέχεται, κατανοώντας το και εμβαθύνοντας σ’ αυτό. Ως απόρροια αυτής της στρατηγικής, τα παιδιά μαθαίνουν να κρίνουν, να αξιολογούν, να αποφασίζουν και όχι απλά να αποδέχονται την κάθε πληροφορία ως κοινή και μόνη αλήθεια. Ενσωματώνουμε λοιπόν ως διδακτική παρέμβαση σε κάθε αντικείμενο σπουδών τον κριτικό γραμματισμό. Ο Κριτικός Γραμματισμός δεν είναι κάτι άγνωστο, αντιθέτως αποτελεί την πιο σύγχρονη γλωσσοεκπαιδευτική πρόταση διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικά αυτές τις ημέρες που τα παιδιά μας ισορροπούν κάπου ανάμεσα στην υποχονδρία και την κατάθλιψη, η κριτική στάση απέναντι στο πλήθος των ειδήσεων που φτάνουν καθημερινά στα αυτιά τους, κρίνεται μεγάλης σημασίας.
«Η ικανότητα να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις τον κόσμο και με την ενεργητική σου στάση να τον γράφεις εκ νέου. Να μην είσαι σκλάβος του. Δηλαδή, να ζεις, αντί απλώς να επιβιώνεις.»
Μια φορά κάθε εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, η εκπαίδευση επαναπροσδιορίζει τον ρόλο και τον τρόπο της ύπαρξής της - από την περιπατητική του Αριστοτέλη, την Αρχαία Αγορά και τις πρώτες Ακαδημίες, μέχρι και το σχολείο του σήμερα. Είναι λοιπόν η δική μας στιγμή να προσαρμόσουμε τις ανάγκες της κοινωνίας στο μάθημά μας. Οφείλουμε όσοι εκπροσωπούμε την εκπαίδευση να επιστρατεύσουμε τα «αντισώματα» των μαθητών μας απέναντι στην προπαγάνδα, στην παραπληροφόρηση, στους γρήγορους ρυθμούς της μόδας που συχνά τους παρασέρνουν και τους αποπροσανατολίζουν χωρίς να προβάλλουν από τη μεριά τους καμιά αντίσταση.
Κρίνεται απαραίτητο, τα παιδιά να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση και να επεξεργάζονται λογικά τα μηνύματα που λαμβάνουν χώρα καθημερινά γύρω τους, να γίνουν πιο συγκεκριμένα κοινωνοί του κριτικού γραμματισμού. Η ανάγκη για κριτική συνειδητοποίηση, οδηγεί τους μαθητές μας, προς την κατεύθυνση του στοχασμού των αντιθέσεων της πραγματικότητας, υπερβαίνοντας παράλληλα την επιδερμική διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, καταλήγοντας μέσα από την έρευνα και την μαθησιακή εποικοδομητική περιπλάνηση, στην κατάκτηση της γνώσης. Ώρα λοιπόν να γίνει αυτοσκοπός όλων, η εκπαίδευση να αποτελεί βίωμα για τους μαθητές κι όχι μια τυπική διαδικασία.
Συνοψίζοντας, παρά το γεγονός πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κρίθηκε ανέτοιμο να διαχειριστεί τις επιπτώσεις που δημιουργήθηκαν λόγω του Κορονοϊού, τελικά εμφανίζεται στο σημείο να βγει κερδισμένο, κρατώντας όλα εκείνα τα εργαλεία που κράτησαν ζωντανή τη μάθηση και διατηρώντας τις δράσεις που την εκσυγχρόνισαν και την εξάπλωσαν. Το ζητούμενο είναι αν όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητα και στην δια βίου μάθηση, αν τότε λοιπόν υπάρχει από μεριάς εκπαιδευτικών η διάθεση, να θυσιάσουν την ευκολία της γνώριμης και ξεπερασμένης εκπαιδευτικής λογικής ως προς την κοινή ανάγκη μιας βιώσιμης και σύγχρονης εκπαίδευσης.