Όριο ελάχιστης επίδοσης στις εξετάσεις εισαγωγής για τα ΑΕΙ

Ορισμένες σκέψεις πριν κάποιος αποφασίσει να τοποθετηθεί υπέρ ή κατά της θεσμοθέτησης της λεγόμενης «βάσης του δέκα».
Open Image Modal
EUROKINISSI

Ένα από τα συμπτώματα του δόγματος «ράβε-ξήλωνε» στον πολύπαθο χώρο της παιδείας αφορά και την αναγκαιότητα θέσπισης μιας ελάχιστης επίδοσης στις εισαγωγικές εξετάσεις είτε με τη μορφή ενός γενικού μέσου όρου, είτε με τη μορφή κατώτατου επιτρεπτού βαθμού («βάσης») σε συγκεκριμένα μαθήματα που σχετίζονται στενά με το Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος εισαγωγής.

Η περίφημη «βάση του δέκα» ξανάρχεται αυτήν την περίοδο για πολλοστή φορά στο προσκήνιο, σχεδόν νομοτελειακά μετά την κυβερνητική αλλαγή. Θα έπρεπε να το είχε προβλέψει και ο προηγούμενος υπουργός παιδείας, όταν ξήλωνε προγενέστερες ρυθμίσεις και έραβε νέες, χωρίς την αναγκαία συναίνεση για ζητήματα παιδείας: το ράψιμο που θεσμοθέτησε χωρίς τις απαραίτητες συγκλίσεις δεν θα μπορούσε παρά να γίνει το υποψήφιο θύμα ξηλώματος από τους επόμενους. Με σπάνιες και βραχύβιες εξαιρέσεις το θέατρο του «ράβε-ξήλωνε» στοιχειώνει την ελληνική εκπαίδευση εδώ και πολλές δεκαετίες. Πάλη των τάξεων; Διαπάλη των παρατάξεων; Εγωισμοί πολιτικών με υστεροβουλία υστεροφημίας; Απουσία ενός σοβαρού υπερκομματικού συμβουλευτικού σώματος από ειδικούς επιστήμονες που θα είχε τη δυνατότητα να φρενάρει βιαστικές ή ιδεοληπτικές κάθε φορά κυβερνητικές πρωτοβουλίες;

Όπως κι αν δει κανείς τα πράγματα, αυτό που μένει είναι ότι κάτι δεν πάει καλά με το ταγκό της δήθεν «προόδου» και της δήθεν «συντήρησης» στο χώρο της παιδείας σε έναν κόσμο που μεταμορφώνεται ριζικά και έχει αφήσει πίσω του τα διλήμματα «δεξιά-αριστερά» ή «πρόοδος-συντήρηση». Η «πρόοδος» δεν προλαβαίνει καν να ξηλώσει το προηγούμενο και να ράψει βιαστικά το επόμενο μεταρρυθμιστικό κοστούμι για να έρθει η «συντήρηση» να το ξηλώσει και να ράψει το δικό της. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση για τη «βάση του δέκα» – ουσιαστικά για το αν είναι αναγκαία προϋπόθεση εισαγωγής στα ΑΕΙ μια ελάχιστη επίδοση που κινείται στο μέσον της εικοσάβαθμης κλίμακας – για να έχει οποιοδήποτε εκπαιδευτικό νόημα (διότι για το πολιτικο-επικοινωνιακό της νόημα δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να απαντήσουμε) χρειάζονται ορισμένες απλές διευκρινίσεις.

Πρώτον, θα πρέπει να διερευνηθεί αν και πώς προσμετράται για την εισαγωγή στα ΑΕΙ ο βαθμός απολυτηρίου Λυκείου και αν στον υπολογισμό του τελευταίου συμμετέχουν και σε ποιο ποσοστό οι βαθμοί των δύο προηγούμενων τάξεων του Λυκείου. Μια χαμηλή επίδοση σε κάποιο μάθημα στις εισαγωγικές εξετάσεις μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην έγκυρο δείκτη των γνώσεων και των ικανοτήτων του υποψηφίου αν δεν συσχετιστεί και με άλλους, εγκυρότερους, δείκτες.

Δεύτερον, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν οι απαιτήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων αντανακλούν την προγραμματισμένη μάθηση σε συγκεκριμένα μαθήματα της τρίτης τάξης του Λυκείου ή αν πρόκειται για αυθαίρετες ως προς την αντιπροσωπευτικότητα της μάθησης αυτής και εξουθενωτικές ως προς το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων απαιτήσεις που απλώς αντανακλούν προσωπικές θεωρίες και ιδιορρυθμίες των μελών των εξεταστικών επιτροπών. Η μεγάλη αδυναμία του ισχύοντος συστήματος εκτίμησης των γνώσεων και των ικανοτήτων των διαγωνιζομένων μαθητών είναι ότι δεν προβλέπεται έλεγχος ούτε ως προς την αντιπροσωπευτικότητα των θεμάτων σε σχέση με την προγραμματισμένη μάθηση, ούτε ως προς τη διαβάθμιση του βαθμού δυσκολίας, ούτε ως προς την παιδαγωγική ικανότητα των εξεταστών να επιλέγουν κατάλληλα θέματα. Αφήνω κατά μέρος το πολύ σοβαρό ζήτημα του συστήματος διόρθωσης των γραπτών δοκιμίων που επίσης πάσχει σε διάφορα σημεία.

Τρίτον, θα πρέπει να εξεταστεί η αναγκαιότητα ενός πρόσθετου φίλτρου επιδόσεων των υποψηφίων από τα ίδια τα πανεπιστήμια με δικές τους εισαγωγικές εξετάσεις – ιδιαίτερα σε Τμήματα υψηλής ζήτησης - αν το απολυτήριο Λυκείου θεωρηθεί επαρκής προϋπόθεση εισαγωγής. Εννοείται ότι παράλληλα θα πρέπει να αξιολογηθεί η ετοιμότητα των ΑΕΙ να διενεργήσουν αυτές τις εξετάσεις.

Τέταρτον, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί η διαδικασία καθορισμού των φοιτητικών θέσεων που είναι διαθέσιμες κάθε ακαδημαϊκό έτος σε κάθε Τμήμα. Η «βάση του δέκα» δεν έχει κανένα νόημα αν οι θέσεις αυτές είναι περιορισμένες και οι υποψήφιοι πολλοί και όταν είναι βέβαιο ότι οι πρώτοι στην κατάταξη – οι εισακτέοι - έχουν επιδόσεις που ξεπερνούν κατά πολύ την ελάχιστη επίδοση. Το πρόβλημα με την απαίτηση ελάχιστης επίδοσης εμφανίζεται σχεδόν πάντοτε στα Τμήματα χαμηλής ζήτησης.

Πέμπτον, οι εισαγωγικές εξετάσεις μέχρι σήμερα είναι κατά κύριο λόγο εξετάσεις κατάταξης με βάση τις «αντιδράσεις» των υποψηφίων απέναντι σε συγκεκριμένες απαιτήσεις σχεδιασμένες να περιορίσουν τον βαθμό ανταπόκρισης των διαγωνιζομένων σε αυτές, παρά να διαπιστώσουν την παρουσία ή απουσία προγραμματισμένων γνώσεων και ικανοτήτων των μαθητών. Αρκεί να ρωτήσουμε αυτούς που διδάσκουν στο πρώτο εξάμηνο του Προγράμματος Σπουδών στα ΑΕΙ ποιες γνώσεις και ικανότητες διαθέτουν οι επιτυχόντες, ακόμη και οι άριστοι μεταξύ τους, σε σχέση με εκείνες που απαιτεί ως προϋπόθεση το Τμήμα για την επιτυχή παρακολούθηση του Προγράμματος Σπουδών.

Συμπέρασμα: από μόνη της η καθιέρωση μιας ελάχιστης επίδοσης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ δεν έχει νόημα, όσο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι σημαίνει ο χαμηλός βαθμός σε σχέση με την προγραμματισμένη μάθηση στο Λύκειο και τις απαιτήσεις του Προγράμματος Σπουδών στο Τμήμα εισαγωγής.

Έχει, όμως, νόημα υπό προϋποθέσεις, όταν δηλαδή οι απαιτήσεις του συστήματος εισαγωγής των υποψηφίων στα ΑΕΙ συνδυάζουν τη λογική της κατάταξης με τη λογική της διάγνωσης γνώσεων και ικανοτήτων. Μόνον όταν διασφαλιστεί ότι η «βάση του δέκα» (ή οποιαδήποτε άλλη βάση) συνιστά μια εγγύηση για τη δυνατότητα του υποψηφίου να παρακολουθήσει με επιτυχία το Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος εισαγωγής, τότε η προϋπόθεση ελάχιστης επίδοσης για την εισαγωγή αποκτά πραγματικό εκπαιδευτικό νόημα. Το πότε όμως μια ελάχιστη επίδοση στις εισαγωγικές εξετάσεις συνιστά όντως μια τέτοια εγγύηση είναι τεχνικό (και όχι ιδεολογικό-φιλοσοφικό) ζήτημα και προκύπτει μετά από μελέτη τόσο της προγραμματισμένης μάθησης στο Λύκειο, όσο και του Προγράμματος Σπουδών των Τμημάτων των ΑΕΙ.

Θα ήταν χρήσιμο να λάβει κανείς υπόψη τα παραπάνω και να έχει απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται, πριν αποφασίσει να τοποθετηθεί υπέρ ή κατά της θεσμοθέτησης της λεγόμενης «βάσης του δέκα».