Ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης έγραψε αυτό το κείμενο για την HuffPost στις 27/7/2015. Σήμερα ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του το επαναφέρουμε.
Δεν είμαι σίγουρος αν για την πορεία μου στον πρωταθλητισμό φταίει το γεγονός ότι ξεκίνησα το άθλημα του Τάε Κβον Ντο στα 3 μου χρόνια. Δεν ξέρω αν φταίει το ότι παρά το γεγονός ότι ψήλωνα και φαινόταν ότι θα γίνω περίπου 2 μέτρα και θα παίζω στα βαρέων-βαρών, ο πατέρας μου με προπονούσε σα να ήμουν 50 κιλά άνθρωπος. Δεν ξέρω αν φταίει το ότι ορκίστηκα ότι δεν θα τα παρατήσω ποτέ. Μπορεί να μην ήταν κανένα από αυτά, αλλά το πιο πιθανό είναι να είναι όλα αυτά μαζί.
Αυτό τον όρκο τον πήρα μετά από την πρώτη μου ήττα στους πρώτους μου αγώνες στο Εθνικό Στάδιο της Μίκρας, όντας 48 κιλά σε ηλικία 11 ετών. Ήμουν υποχρεωμένος να κερδίσω σαν «ο γιος του Γιώργου Νικολαΐδη», αλλά έχασα στον τρίτο μου αγώνα και δεν θα ξεχάσω ποτέ τις σκέψεις μου όταν κοίταξα τον πατέρα μου στα μάτια. Ένιωσα ένα μεγάλο βάρος του οποίου δεν φάνηκα αντάξιος, και κάπου εκεί ξεκίνησαν όλα.
Πρωταθλήματα παίδων, διασυλλογικά, αγώνες που κέρδιζα αλλά ποτέ δεν μου φάνηκαν αρκετοί για να μετράνε. Ήξερα ότι για να συνεχίσω το όνομα, έπρεπε να κάνω πολλά περισσότερα, και η αρχή θα γινόταν στην κατηγορία των εφήβων. Πρωταθλητής Ελλάδας εφήβων στα 15 μου, Ευρωπαϊκός πρωταθλητής εφήβων στα 16 και 17 μου, Παγκόσμιος πρωταθλητής εφήβων στα 16 μου και το ταξίδι έμοιαζε να ξεκινά.
Θυμάμαι στα 15 μου να τσιρίζω μαζί με τον Πύρρο στο Χρυσό του μετάλλιο στην Ατλάντα, και την φλόγα να αρχίζει να φουντώνει πολύ έντονα μέσα μου. Καταφέρνοντας αυτές τις επιτυχίες στα 16 και στα 17 μου, ένιωθα ότι έχω δικαίωμα στο όνειρο να βρίσκομαι κι εγώ εκεί, να γιορτάζω δίπλα στον Πύρρο και να φοράω τις ίδιες φόρμες με τα υπόλοιπα παιδιά. Το μεγαλύτερο τεστ μου λοιπόν ήταν η πρώτη μου φορά σε Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ανδρών, το 1998 στο Αϊντχόφεν. Κερδίζοντας δυο αγώνες, έφτασα στον προημιτελικό απέναντι στον πρωταθλητή Ευρώπης Πασκάλ Ζεντίλ, όπου και έχασα 4-2. Σε κανένα σημείο του αγώνα όμως δεν τον άφησα να με δει σαν μικρό παιδί, διεκδίκησα αυτό που ήθελα μέχρι το τέλος.
Ανήμερα των γενεθλίων μου (17 Οκτώβρη) το 1999 λοιπόν έπρεπε να πάρω την πρόκριση για το Σίδνεϊ. 19 χρονών παιδί στα βαρέων βαρών, απέναντι σε αθλητές «ψημένους» στα ταπί πολλά χρόνια, την πρόκριση την πήρα στο τελευταίο δευτερόλεπτο του ημιτελικού, και κάπου εκεί έχω ένα μεγάλο κενό μνήμης. Κενό μνήμης που δυστυχώς δεν έχω στο τροχαίο που μου συνέβη έναν μήνα αργότερα, πηγαίνοντας για προπόνηση όπου έσπασα το πόδι μου πρώτη φορά. Παλεύοντας με το χρόνο έπρεπε να προλάβω να είμαι έτοιμος στις 28 Σεπτεμβρίου όπου και αγωνιζόμουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες πλέον. Μετά από μια από τις δυσκολότερες προετοιμασίες της ζωής μου και όντας σε εκπληκτική κατάσταση, άκουσα το πόδι μου να ξανασπάει στο Σίδνεϊ στον θώρακα του Κολομβιανού αντίπαλου μου σαν ξερό κλαδί.
Ξαφνικά με κοιτούσαν όλοι με ένα βλέμμα «τέλειωσαν όλα». Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Δεν σκέφτηκα ποτέ μου ότι δεν θα τα καταφέρω, ούτε ένα λεπτό δεν μου πέρασε σαν σκέψη. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το 2004. 29 Αυγούστου 2004. Για εμένα, δεν υπήρχε 30 Αυγούστου. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά μόνο εκείνη η ημερομηνία, λες και ο κόσμος θα σταματούσε να γυρίζει την επομένη ημέρα.
Δεν ξέρω ειλικρινά πόσο δύσκολο είναι αυτό που κατάφερα, γιατί ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι έχω άλλη επιλογή από το να τα καταφέρω. Δυόμιση χρόνια μετά τον τραυματισμό μου στο Σίδνεϊ αγωνίστηκα στο πρώτο μου τουρνουά στη Γερμανία, όπου και βγήκα πρώτος. Δεν θα σταματούσα πουθενά μέχρι να καταφέρω να φορέσω ξανά την στολή μου μέσα στα Ολυμπιακά ταπί.
Την φόρεσα, άκουσα τον Ζορμπά, είδα σε μια ματιά 1000 ελληνικές σημαίες, και είχα ένα σκαλί χαμηλότερα στο βάθρο από εμένα τον Πασκάλ Ζεντίλ. Κάπου εκεί, ένιωσα ότι το πέρασα το όνομα του μπαμπά και ότι έγραφα την δική μου ιστορία. Το επόμενο σκαλοπάτι για μένα ήταν να κάνω το “back to back”, να δείξω σε όλους (όχι σε μένα) ότι το μετάλλιο μου στην Αθήνα δεν ήταν τυχαίο. Πλέον, η πρόκριση στους Ολυμπιακούς έπαψε να είναι αυτοσκοπός και έγινε υποχρέωση. Ούτε καν δικαίωμα, αλλά υποχρέωση. Ζώντας τη μεγαλύτερη στιγμή τη ζωής μου (μέχρι την επόμενη, όπως θα έλεγε ο Νίκος Γκάλης) σαν πρώτος λαμπαδηδρόμος στην Αρχαία Ολυμπία, κατέκτησα Χρυσό Ευρωπαϊκό μετάλλιο στην Ρώμη και έπειτα έφτασα στο δεύτερο συνεχόμενο Ολυμπιακό μετάλλιό μου.
Δυστυχώς δεν ήταν χρυσό ούτε κι αυτό, και έτσι οι φωνές μέσα μου δεν με άφηναν σε ησυχία. Έπρεπε να το προσπαθήσω άλλη μια φορά, είχα κάθε δικαίωμα να νιώθω ότι μου λείπει. Η επόμενη μου πρόκριση στους Ολυμπιακούς θα μου έδινε την (τελικά) μεγαλύτερη τιμή και αθλητική στιγμή της ζωής μου: Σημαιοφόρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Ομάδας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2012, και κανείς να μην με πιστεύει όταν λέω πως το μόνο που θυμάμαι είναι τον εαυτό μου να προσέχει να μην σκοντάψει.
Στα 36 μου και έχοντας κάνει 13 χειρουργεία από τραυματισμούς σε επίπεδο πρωταθλητισμού, δεν ξέρω πώς να εξηγήσω σε κάποιον που θα με ρωτήσει γιατί δεν τα παράτησα ποτέ. Ίσως γιατί δεν το σκέφτηκα ποτέ, ίσως γιατί δεν είχα επιλογή. Το όνομα του πατέρα μου το πέρασα, αλλά ποτέ δεν ξέχασα το όνομα του συναθλητή μου που με κέρδισε στη Μίκρα όταν ήμουν 48 κιλά.
Όπως χαρακτηριστικά λέει και ο Κωνσταντίνος Καρνάζης, με τον οποίο θα συνυπάρξουμε μαζί στο Navarino Challenge, στις 11-13 Σεπτεμβρίου, στην πανέμορφη Μεσσηνία, «Τρέξε όποτε μπορείς. Περπάτησε όταν πρέπει. Να σέρνεσαι, εάν χρειαστεί, αλλά μην τα παρατήσεις ποτέ».