Στους έξι αιώνες της ξένης κατοχής, από το 1204 έως το 1821, παράλληλα με τη διαρκή αντίστασή του στα μέτωπα αδιάκοπων πολεμικών συγκρούσεων, στα όρη και τις θάλασσες, ο ελληνισμός θα διασωθεί ακουμπώντας στις μείζονες πνευματικές παρακαταθήκες του, κατ’ εξοχήν στην ορθόδοξη πίστη, τη γλώσσα, τη συνείδηση της ιστορικής του διαχρονίας και, τέλος, τη λαϊκή παράδοση (δημοτικό τραγούδι, παραμύθια και διηγήσεις κ.λπ.). Διότι ο ελληνικός κόσμος, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτόν, αντιμετωπίζει όχι μόνο μια διπλή κατοχή –την Τουρκοκρατία και τη Φραγκοκρατία–, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πεδίο των διωγμών, της καταπίεσης, του οικονομικού εξανδραποδισμού, αλλά και μια διττή πνευματική απειλή. Η τουρκική κατοχή είναι ταυτοχρόνως και ένα διαρκές εγχείρημα επιβολής του ισλάμ, διά των εξισλαμισμών και του παιδομαζώματος, ενώ η φραγκική παρουσία δεν περιορίζεται στα κατεχόμενα εδάφη αλλά, μέσα από την οικονομική και πνευματική διείσδυση, επιχειρεί να μεταβάλει τον ελληνικό κόσμο σε θρησκευτικό-πνευματικό παράρτημα του καθολικισμού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, ως ο σημαντικότερος θεσμός του υπόδουλου γένους, είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έναν αδιάκοπο «διμέτωπο» αγώνα για να διασφαλίσει την ελληνική ιδιοπροσωπία.
Στη Δύση, η καθολική θρησκεία αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τον αντίπαλο της εθνικής συγκρότησης των ευρωπαϊκών λαών και ο διαφωτισμός θα στραφεί κατ’ εξοχήν εναντίον του Πάπα και της καθολικής Εκκλησίας. Αντιθέτως, η «μεταρρύθμιση» της θρησκείας συμβάδισε με την επέκταση των διαφωτιστικών ιδεών και του εθνικισμού· ο Τζων Λοκ, ένας από τους πρωτοπόρους του διαφωτισμού, ήταν βαθιά θρησκευόμενος ενώ, στη Γερμανία, μεγάλος αριθμός των φιλοσόφων του 18ου αιώνα είχαν χρηματίσει ιερείς και θεολόγοι. Στις καθολικές χώρες –Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία–, ο υπερεθνικός και, ενίοτε, «αντεθνικός» και αντιδραστικός ρόλος της καθολικής Εκκλησίας θα στρέψει τον «διαφωτισμό» σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν. Εξάλλου, η Αναγέννηση και ο διαφωτισμός θα διεκδικήσουν τη χρήση των εθνικών γλωσσών απέναντι στην κυριαρχία των λατινικών.
Η εποχή της ύστερης Αναγέννησης και των απαρχών του εθνοκρατικού διαφωτισμού δεν θα εδραιωθεί, στη συνείδηση της εποχής, με τον Καρτέσιο, τον Γαλιλαίο, τον Νεύτωνα και τον Λοκ, όπως πιστεύουν συχνά οι διανοούμενοι, αλλά μάλλον με τον σκληρότερο ευρωπαϊκό πόλεμο, τον «Τριακονταετή» (1618-1648): Καθολικοί και προτεστάντες θα αλληλοσπαράσσονται ανελέητα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Χουσιτών, στη μάχη του Λευκού Όρους, το 1620, μετά την οποία οι Τσέχοι θα επανέλθουν επί ποινή θανάτου στον καθολικισμό. Όταν ο Γαλιλαίος θα δημοσιεύσει τον Διάλογο σχετικά με τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου, το Πτολεμαϊκό και το Κοπερνίκειο, το 1632, το έργο του θα σκεπαστεί από τον απόηχο της μάχης του Λύτσεν (16 Νοεμβρίου 1632) και τη σύγκρουση ανάμεσα στα ιερά τέρατα του πολέμου – τον Γουσταύο Αδόλφο και τον Βαλενστάιν. Το δε τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου θα θεωρηθεί η απαρχή της σύγχρονης εποχής των εθνικών κρατών (συνθήκη Βεστφαλίας, 1648) και του Διαφωτισμού, πολύ περισσότερο από την έκδοση του Περί Μεθόδου Λόγου, το 1637.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη δυτική και μάλιστα την καθολική παράδοση, όπου η επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας επετεύχθη, συχνά, μέσω της σύγκρουσης με την καθολική Εκκλησία, στην Ελλάδα, η εθνική ταυτότητα διαφυλάσσεται και συγκροτείται με την ουσιώδη συμβολή της ορθοδοξίας[1]. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος ανήκει μάλλον στην αντικληρικαλική πτέρυγα των Ελλήνων στοχαστών, επισημαίνει τη διαφορά:
Ενώ δηλ. η Καθολική Εκκλησία –ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων διαφωτιστών– κινείται ως δύναμη υπερεθνική στα όρια εθνικών κρατών, τα οποία όφειλαν την εθνική τους ομοιογένεια σε παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και γεωγραφικούς και όχι θρησκευτικούς, η Εκκλησία, η ορθόδοξη, λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: μέσα στην τεράστια και πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται ο μητροπολιτικός και παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί, αντικειμενικά τουλάχιστον, δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ έναν αλλόθρησκο κατακτητή. (…) Και οι Έλληνες διαφωτιστές βρίσκονται, λοιπόν, σε μια διελκυστίνδα. Γράφουν με πρόθεση μεταρρυθμιστική – αλλά γράφουν σε συνθήκες ουσιαστικής ιδεολογικής παντοδυναμίας της Εκκλησίας, η οποία, επιπλέον, εκπληρώνει (αντικειμενικά) λειτουργία εθνική[2].
Σε όλη τη μακρά περίοδο των έξι ή επτά αιώνων της κατοχής, τουλάχιστον μετά το 1204, η ορθοδοξία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα διατήρησης και διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, καθώς και των εκπαιδευτικών μηχανισμών, ακριβώς διότι η ελληνική ιδιοπροσωπία, κατέναντι των Λατίνων και κυρίως των Τούρκων, αναδεικνύεται, πρωταρχικώς, ως θρησκευτική. Τα εκατομμύρια των εξισλαμισθέντων Ελλήνων και ορθοδόξων της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων χάθηκαν οριστικά και μεταβλήθηκαν σταδιακώς σε «Τούρκους»[3]. Ο ρόλος λοιπόν της θρησκείας για τη συντήρηση της ιδιοπροσωπίας των υπόδουλων Ελλήνων υπήρξε αποφασιστικός· στις συνθήκες της μακραίωνης Κατοχής, ο ελληνισμός επιβίωσε διά της ορθοδοξίας.
Η Εκκλησία, ήδη από το 1204 –και πολύ περισσότερο μετά το 1453–, συνιστά, εκούσα ή άκουσα, το καθοριστικό ενοποιητικό και διαμορφωτικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, μέσω της ιδεολογικής, γλωσσικής και διοικητικής ενοποίησης των ορθοδόξων, ως οιονεί συνέχεια του εξελληνισμένου Βυζαντίου των τελευταίων αιώνων. Ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, φανατικός πολέμιος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, γράφει:
Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελληνικών χωρών, ήσαν από γενικότερη άποψη πυρήνες ζωντανοί, μα κι’ ασύνταχτοι κ’ έτσι ευνοήσανε υπερβολικά την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού ατομικισμού και τοπικισμού των Νεοελλήνων. (…) η Εκκλησία, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι από την κρατική παράδοση της Ρώμης με την οργάνωσή της, που σαν ένα δίχτυ τεράστιο περιέσφιγγε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ένωνε τις κοινότητες όλες σ’ ένα στέρεο σύνολο και γένηκε φορέας κ’ ενσαρκωτής της ιδέας ενός ενιαίου πανελλήνιου κράτους[4].
Παράλληλα, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες της κατοχής, όταν η πνευματική ζωή του γένους επικεντρώνεται στη διατήρηση και την επιβεβαίωση της ιδιοπροσωπίας του, μέσα από την άμυνα εναντίον των εξισλαμισμών και της λατινικής διείσδυσης, γύρω από την Εκκλησία θα συγκεντρωθούν οι μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του. Μελέτιος Πηγάς, Μητροφάνης Κριτόπουλος, Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κύριλος Λούκαρις, και οι φιλόσοφοι Θεόφιλος Κορυδαλέας και Ευγένιος Βούλγαρις.
Διά της ορθοδοξίας θα αποκρουστεί ο κίνδυνος του εξισλαμισμού, θα επιβεβαιωθεί η ιδιοπροσωπία του ελληνικού κόσμου έναντι των καθολικών, αλλά και των διαμαρτυρομένων, θα πραγματοποιηθούν σημαντικές επαφές με τον ορθόδοξο ανατολικό χώρο. Πατριάρχες όπως οι Ιερεμίας Β΄ Τρανός, Κύριλος Α΄ Λούκαρις, Κύριλλος Ε΄ Καράκαλος, θα προβούν σε μια συστηματική αντιπαράθεση με τον επιθετικό καθολικισμό, από τα τέλη του 16ου έως τον 18ο αι., θα έλθουν σε επαφή με τους διαμαρτυρομένους, διευκρινίζοντας σημεία επαφής και απόκλισης, τέλος, θα αναβαθμίσουν τις σχέσεις με τη ρωσική Εκκλησία, οριοθετώντας την ελληνική ιδιαιτερότητα έναντι των Οθωμανών, των Λατίνων και της Διαμαρτύρησης. Εξάλλου, στις ευρύτερες διαστάσεις της ορθοδοξίας, της οποίας ο χώρος δράσης άρχιζε από την Ουκρανία και τη Λιθουανία και έφτανε έως την Αίγυπτο, θα στηριχθεί και μια ελληνική οικουμενικότητα, την οποία συχνά παραγνωρίζει η νεώτερη ιστοριογραφία και η ιστορία των ιδεών. Οι Φαναριώτες, οι μεγαλέμποροι και οι καραβοκύρηδες θα έρθουν στο προσκήνιο αργότερα, από τα τέλη του 17ου αι., οι δε κοσμικοί λόγιοι μόλις στα τέλη του 18ου.
Τέλος, ο ίδιος ο δια-«φωτισμός» του ελληνικού λαού δεν εμφανίζεται –πρωτίστως– ως αντίθεση με την παράδοση, αλλά μάλλον ως εμβάθυνση και αποκάλυψή της, ενώ τα νεωτερικά και επήλυδα στοιχεία είτε συσσωματώνονται γύρω από τον πυρήνα αυτής της παραδόσεως είτε έρχονται σε μερική, μόνο, αντίθεση μαζί της, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 18ου αι.
[1] Μόνο όπου ο καθολικισμός θα ταυτιστεί με την εθνική ιδιοπροσωπία, όπως συνέβη στην Ιρλανδία, εκεί και θα διαδραματίσει ρόλο ανάλογο με την ορθοδοξία στην Ελλάδα.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, «Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία αποκάλυψη», στο Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Φιλοσοφικές Ιδέες, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σσ. 89-91.1.
[3] Προσφάτως, οι εξισλαμισθέντες Σέρβοι της Βοσνίας ήλθαν σε μετωπική και ανελέητη σύγκρουση με τους ορθόδοξους Σέρβους, ως διαφορετικό έθνος. Όσο για τους Κροάτες και τους Σέρβους, παρότι μιλούν την ίδια γλώσσα, η θρησκευτική διαφοροποίηση, καθολικοί έναντι ορθοδόξων, άρκεσε για να τους μεταβάλει σε θανάσιμους εχθρούς.
[4] Δ. Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και Οικονομία, Λιβάνης, 1985, σσ. 138-141.