Εκατοντάδες κάτοικοι της Τιχουάνα πραγματοποίησαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Κυριακή για την παρουσία χιλιάδων μεταναστών απ′ την Κεντρική Αμερική, που έφτασαν στην πόλη με ένα από τα καραβάνια, με την ελπίδα να μπορέσουν να φτάσουν στις ΗΠΑ και να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Με σημαίες του Μεξικού ανα χείρας και τραγουδώντας τον εθνικό τους ύμνο συγκεντρώθηκαν μπροστά απ′ το άγαλμα ενός Αζτέκου ηγέτη, κοντά στα σύνορα, και φώναζαν «έξω» και «Δεν τους θέλουμε εδώ» για τους μετανάστες.
Περίπου 3.000 μετανάστες έχουν ήδη φτάσει εκεί και οι αρχές εκτιμούν ότι σύντομα μπορεί να φτάσουν τις 10.000.
Σύμφωνα με το Associated Press οι Αμερικανοί εξετάζουν μόλις 100 αιτήσεις ασύλου την ημέρα στο σημείο όπου συνορεύουν η Τιχουάνα με το Σαν Ντιέγκο.
Μεταξύ άλλων, οι «αγανακτισμένοι» κάτοικοι κατηγορούν τους μετανάστες ότι είναι βρώμικοι, αχάριστοι και ότι αποτελούν κίνδυνο για την περιοχή, αποκαλώντας την εμφάνισή τους στην πόλη ως «εισβολή».
Προς επίρρωση της αγανάκτησης των διαμαρτυρόμενων πολιτών, ο δήμαρχος της πόλης, Χουάν Μανιουέλ Γκαστέλουμ, σημειώνει ότι η πόλη δεν έχει προετοιμαστεί καταλλήλως για να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση, υπολογίζοντας ότι όλοι αυτοί οι μετανάστες θα παραμείνουν στην Τιχουάνα για τουλάχιστον έξι μήνες περιμένοντας τις αιτήσεις ασύλου.
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι τοπικές αρχές της πόλης έχουν προσφέρει ως προσωρινή στ΄ργη για τους μετανάστες έναν χώρο αναψυχής κι ένα δημοτικό γυμναστήριο, χώροι που μπορεί να καλύψει τη διαμονή μέχρι και 3.000 ατόμων
Το νέο καραβάνι
Στο μεταξύ, ένα νέο καραβάνι με περίπου 200 μετανάστες,μεταξύ των οποίων πολλές οικογένειες με μικρά παιδιά, σχηματίστηκε χθες στο Ελ Σαλβαδόρ. Από εκεί επιβιβάστηκαν σε τρία λεωφορεία προκειμένου να μεταβούν στην πόλη Σονσονάτε, 66 χιλιόμετρα από εκεί, όπως μετέδωσε δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου. Κατόπιν πέρασαν στην επικράτεια της Γουατεμάλας, από την οποία θέλουν να διέλθουν προς βορρά.
Όπως εξήγησαν φεύγουν για να σωθούν από τους πολέμους των συμμοριών και την ενδημική φτώχεια.
Ανάμεσα στους μετανάστες ήταν πολλές οικογένειες, με παιδιά κουκουλωμένα με ζεστά ρούχα και με σακίδια πλάτης.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω επιλογή. Δεν θέλω να φύγω, αλλά τι να κάνω εδώ, μόνη με δύο παιδιά; Δεν έχω καμιά βοήθεια από κανέναν. Και οι συμμορίες μας απειλούν. Καλύτερα να φύγουμε», εξήγησε η Σεσίλια Μπονίγια, 36 ετών, που εγκατέλειψε το μικρό σπίτι όπου έμενε σε μια φτωχή συνοικία όπου η βία των συμμοριών αποτελεί γάγγραινα, μαζί με τους δύο της γιους, τον Στίβεν, 5 ετών, και τον Ντανιέλ, 13 ετών.
Τη 13η Οκτωβρίου, χιλιάδες πολίτες της Ονδούρας σχημάτισαν ένα καραβάνι και αναχώρησαν από την πόλη Σαν Πέδρο Σούλα με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να φθάσουν στις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι βρίσκονται πλέον στην Τιχουάνα, μια μεξικανική πόλη στα σύνορα· οι πιθανότητες να τους επιτραπεί να εισέλθουν στην αμερικανική επικράτεια είναι ελάχιστες.
Εκατοντάδες άλλοι μετανάστες, κυρίως από το Σαλβαδόρ, πήραν τον ίδιο δρόμο.
(Με πληροφορίες από Asoociated Press, ΑΠΕ-ΜΠΕ)