Οργισμένη εφηβεία
Open Image Modal
Wikimedia commons

«Το επάγγελμα του πατριώτου είναι το ευθηνότερον, ενίοτε δε και το καρποφορώτερον όλων».

Η διαπίστωση αυτή γράφτηκε το 1893 στην εφημερίδα παλιγγενεσία σε άρθρο κάποιου αρθρογράφου με το ψευδώνυμο Réaliste και τίτλο «προ του συμβιβασμού». Το άρθρο αυτό εμπνέεται κατά βάση από τα οδυνηρά οικονομικά γεγονότα του 1893, προσωπικά όμως θα προεκτείνω τη διαπίστωση σε πιο επίκαιρα ζητήματα παρ’ όλο που το άρθρο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να δημοσιευθεί στη δημοτική πριν 3-4 χρόνια ίσως και παλιότερα, και όλοι μας να το θεωρήσουμε επίκαιρο.

Σήμερα δεν θα γράψω ορμώμενος αποκλειστικά από την Ελληνική πραγματικότητα παρά τις οφθαλμοφανείς ομοιότητες σε κάποιες περιπτώσεις. Σήμερα θα γράψω παρατηρώντας τη στάση μερίδας του πολιτικού κόσμου της γειτονικής ΠΓΔΜ στο θέμα της ονομασίας. Έχω αναφέρει παλαιότερα ότι το τελευταίο καταφύγιο νομιμοποίησης ενός κράτους που στερείται των βασικών για ανάπτυξη παραμένοντας υπανάπτυκτο σε όλο του το βίο, είναι ο εθνικισμός και εν συνεχεία ο αναπόφευκτος αλυτρωτισμός.

Κάνοντας μία βαθιά ανάγνωση της δικής μας νεότερης ιστορίας δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να μας ξενίζει η άκαμπτη και άκρως αντιρεαλιστική στάση που τηρεί η αντιπολίτευση αλλά και ισχυρή απ’ ότι φαίνεται μερίδα του κόσμου στη γειτονική μας χώρα. Ο λαός αυτός έπειτα από μία πολυετή εθνικιστική - αλυτρωτική πλύση εγκεφάλου που φυσικά δεν εδράζεται ιστορικά πουθενά, πρέπει να πάρει μία καθοριστική απόφαση για το ίδιο του μέλλον.

Ολόκληρη η κρατική πολιτική των προηγούμενων ετών, είχε σκοπό την ενίσχυση του εθνικού αισθήματος και την αποκρυστάλλωση μίας εθνικής ιδεολογίας που κυριολεκτικά στερείται κάθε ιστορικής βάσης. Η ανάγκη νομιμοποίησης του κράτους χωροταξικά και συνειδησιακά, ενίσχυσε κατακόρυφα τον εθνικισμό ως υπέρτατη ιδεολογία στην ΠΓΔΜ με σύμμαχο την εκπαίδευση όπως πάντα, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα που τώρα δίνει τους ώριμους καρπούς του. Τώρα που στο τιμόνι της χώρας βρέθηκε μία κυβέρνηση πιο μετριοπαθής ως προς το εθνικό γι αυτούς ζήτημα, φαίνονται και οι πρώτες σοβαρές δυσκολίες χάραξης μίας πιο ρεαλιστικής πολιτικής για τη χώρα.

Γράφω ότι όλη αυτή η διαδικασία δεν πρέπει να μας ξενίζει, διότι ως ένα βαθμό την έχουμε βιώσει και την βιώνουμε ακόμα και εμείς, ως προς τις πολιτικές πρακτικές . Καθ’ όλο το 19ο αιώνα η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτικών τροφοδότησε και ενίσχυσε τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό των Ελλήνων ως μέσο νομιμοποίησης, που επέτρεψε σε πολλές περιπτώσεις στις πολιτικές ηγεσίες να αποκρύπτουν και να αμβλύνουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες με αυτό τον τρόπο. Ο άλλος τρόπος ήταν οι πελατειακές σχέσεις και η πατρωνία αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης. Η «μεγάλη ιδέα» ήταν εκείνη που πέτυχε ευρείες λαϊκές συσπειρώσεις και συντήρησε τον πολιτικό κόσμο εν πολλοίς στη θέση του, τουλάχιστον μέχρι το πάνδημο κίνημα του 1909.

Οι περισσότερες πολιτικές παρατάξεις της εποχής αυτής, κράτησαν ως όπλο τους την ακραία εθνικιστική ρητορική με σκοπό να κατευθύνουν και να χειραγωγήσουν το λαό. Η έντονη επιμονή του πολιτικού κόσμου στις εθνικιστικές υπερβολές καταδεικνύει την απήχηση που αυτές είχαν και την πειθώ τους στον κόσμο. Αυτή η τελευταία φάση του «εθνικού» ρομαντισμού θα ήταν και η πιο εγκληματική για όλη την Ευρώπη κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, γιατί φυσικά η τάση αυτή δεν ήταν Ελληνική ιδιαιτερότητα.

Το Ελληνικό κράτος γεννήθηκε και στήριξε την ύπαρξή του σε μία ιδεολογία που μπορεί να είχε βαθιές ρίζες και ιστορικό βάθος στην ψυχή του νεοέλληνα, αλλά ήταν και η επικρατέστερη αντίληψη της εποχής στην ίδια την Ευρώπη. Ποια η ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε αυτή τη διαδικασία; Η πλούσια ιστορική ύλη της περιοχής μας η οποία εναπόθεσε στους ώμους των νεοελλήνων ένα βάρος αβάσταχτο σχεδόν. Ποιο ήταν αυτό το βάρος; Το να φανούν αντάξιοι του ονόματός τους. Αυτή η κληρονομιά πέρα από την επιφανειακή και άνευ ουσίας αυτοεκτίμηση που προσέδιδε, στην πραγματικότητα μάλλον λειτούργησε ως τροχοπέδη στις προσπάθειες ανάπτυξης που επιχειρήθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Ήταν απόλυτα φυσικό. Όλα τα φώτα έπεφταν πάντα στο όραμα της επέκτασης, επισκιάζοντας όλα τα υπόλοιπα... όλα τα ουσιαστικά προβλήματα που μάστιζαν το κράτος αλλά και τον λαό. Η μεγάλη ιδέα χωρίς υπερβολή υπήρξε το όπιο των Ελλήνων, αλλά και των υπολοίπων Βαλκανικών λαών της εποχής με αντίστοιχα οράματα.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία εποχή που ο αλυτρωτισμός και οι εθνικές ιδεολογίες δεν απολαμβάνουν καθολικής, αλλά μάλλον μερικής εκτίμησης ακόμα, παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούνται και πάλι για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Το παράδειγμα της ΠΓΔΜ είναι εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό όσον αφορά το ρεύμα αυτό.

Η χώρα αυτή ζει την οργισμένη «εφηβεία» που δεν έζησε την εποχή της έξαρσης του φαινομένου, όπου ήταν αγέννητη. Στο πρόσωπό της πλέον συμπυκνώνει αρκετά από τα αδιέξοδα που μπορεί να δημιουργήσει το δίκοπο μαχαίρι του εθνικισμού. Οι ίδιοι οι «πατριώτες» της χώρας, θα αργήσουν ή μπορεί και να μην καταλάβουν ποτέ το κακό που θα κάνουν στο λαό τους στην περίπτωση που ο τυφλός εθνικισμός νικήσει.

Τώρα όσον αφορά την περίπτωση μας, η νεότερη ιστορίας μας έχει αποδείξει σε όλες τις εκφάνσεις τα αδιέξοδα που κρύβουν τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά παραληρήματα. Για μας δεν υπάρχει πια δικαιολογία, αν και τώρα καταφύγουμε σύσσωμοι σε αυτή την ατελέσφορη αυτοσυντήρηση.

Υ.Γ: Μην μπείτε στη διαδικασία να αποδείξετε την φερεγγυότητα της Ελληνικής εθνικής συνέχειας σε σχέση με την άκρως ανεδαφική αξίωση της ΠΓΔΜ για ιστορική συνέχεια από την αρχαιότητα μάλιστα. Το άρθρο δεν επιδιώκει κανενός είδους σύγκριση όσον αφορά την ιστορική βάση της μίας ή της άλλης περίπτωσης. Άλλωστε έχω καταθέσει την άποψη μου για σύσσωμες τις αιωνόβιες ιστορικές συνέχειες σε παλαιότερο άρθρο. Όποιος λαός καταφεύγει με τέτοια συχνότητα στα πεπραγμένα των αρχαίων «συγγενών», παραδέχεται την προσωπική του αποτυχία με τρόπο πανηγυρικό.