Όσα δεν ακούστηκαν προεκλογικά για την οικονομία

Η συζήτηση στην Ελλάδα σήμερα θα πρέπει να αφορά τον τρόπο και τα μέσα παραγωγής νέου πλούτου με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Open Image Modal
Geraint Rowland Photography via Getty Images

Αύξηση μισθών και συντάξεων, «δικαιοσύνη παντού», προστασία πρώτης κατοικίας, αύξηση των δαπανών για την παιδεία και την υγεία ήταν μερικά από τα προεκλογικά συνθήματα των κομμάτων για την οικονομία, σε τούτη τη μακρά προεκλογική περίοδο. Συνθήματα στα οποίο πλειοδοτεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό μ’ έναν καταγγελτικό και τιμωρητικό λόγο, στον οποίο διαγκωνίζονται οι λεγόμενοι αντισυστημικοί, αριστεράς ή δεξιάς προελεύσεως. Ακατάσχετη παροχολογία που ακούγεται  πολύ γνώριμη  στους μεγαλύτερους ηλικιακά ψηφοφόρους, που είναι πιο εξοικειωμένοι με  τον τρόπο εκλογικής αναμέτρησης στη μεταπολίτευση, εποχή που όμως έχει παρέλθει οριστικά μετά  την περίοδο των μνημονίων.

Και αν συντηρήθηκαν οι υψηλές  κρατικές παροχές και τα επιδόματα,  λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, επιτρέποντας στην κυβέρνηση της ΝΔ μια πιο σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με επιχορηγήσεις άνω των  50 δισ. €  για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης  και επιπλέον 10 δισ. για την ενεργειακή, φαίνεται πως αυτή η περίοδος κλείνει οριστικά. 

Στο νέο σύμφωνο σταθερότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγείται τον έλεγχο των πρωτογενών δαπανών, προκειμένου να διασφαλιστεί η επαναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα. Δαπάνες  οι οποίες δεν θα πρέπει να αυξηθούν περισσότερο από 2,6% τον επόμενο χρόνο σε σχέση με τις φετινές, ασχέτως των όποιων θετικών εκτιμήσεων για την επικείμενη πορεία του τουρισμού και τον φθηνότερο δανεισμό που θα επιφέρει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. 

Αυτό σε απλά νούμερα σημαίνει ότι οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης (μείον τους τόκους και τα έσοδα από την Ε.Ε), δεν μπορούν να αυξηθούν το 2024 περισσότερο από  2,5 δισ. € ή να ξεπεράσουν τα 97,5 δισ. Αυτά τα δεδομένα, που θ’ αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων για τη νέα κυβέρνηση, θέτουν εν αμφιβόλω τη συνέχεια της επιδοματικής πολιτικής, όπως π.χ. τις οριζόντιες επιδοτήσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε περίπτωση αύξησης των τιμών της KWh. 

Όσες όμως υποσχέσεις για φορολόγηση των υπερκερδών ή την κοινωνικοποίηση του πλούτου κι αν δοθούν, ο λογαριασμός της επόμενης μέρας δεν θα βγαίνει. Αυτό  βεβαίως δεν αναιρεί την ανάγκη φορολογικών μεταρρυθμίσεων  για τη δικαιότερη  κατανομή του πλούτου, αλλά από μόνο του δεν αρκεί. Το Ελληνικό Μεσοπρόθεσμο 2023-2026 έχει μάλλον υποτιμήσει την επίδραση του πληθωρισμού στις δημόσιες δαπάνες κι άρα τη διασφάλιση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,3% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους. 

Το 2020, η Έκθεση Πισσαρίδη, «Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας» εντόπισε τον πυρήνα του οικονομικού προβλήματος της χώρας: το παραγωγικό έλλειμμα και τη χαμηλή συμμετοχή των βασικών παραγωγικών συντελεστών (εξειδικευμένης εργασίας, τεχνολογίας και κεφαλαίου) στο παραγόμενο ΑΕΠ.

Οι παθογένειες αυτές δεν αντιμετωπίστηκαν από κανένα κόμμα που κυβέρνησε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αφού ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών επετεύχθη μονομερώς από την πρωτοφανή συμπίεση, κατά 45% σωρευτικά, των εισοδημάτων των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων. 

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα ακόμα πιο πίσω από την περίοδο που ήταν το 2008, όταν για παράδειγμα οι επενδύσεις κυμαίνονταν στα 60 δισ. €, ενώ φέτος, που ήταν μια καλή χρονιά, έφτασαν ασθμαίνοντας τα 40 δισ.! Παρά τις βελτιώσεις πολλών παραμέτρων  της εθνικής οικονομίας και τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών, το παραγωγικό έλλειμμα αντανακλάται στο ελλειμματικό κατά 3,9 δισ. € εμπορικό ισοζύγιο του 1ο τρίμηνου του 2023, συμπαρασύροντας και τη μισθολογική καθήλωση. 

Επομένως, το επίδικο ζήτημα, που δεν συζητήθηκε στην προεκλογική περίοδο, είναι αυτό της εγχώριας  παραγωγής και πιο συγκεκριμένα της ανάταξης της μεταποίησης για την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων, με προστιθέμενη αξία υψηλής τεχνολογίας, και η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής μέσω της αύξησης των επενδύσεων. Μπορεί αλήθεια να επιτευχθεί μια τέτοια στροφή που θα άφηνε οριστικά πίσω της την παρασιτική κατανάλωση της μεταπολίτευσης; 

Η Ελλάδα μπορεί σήμερα να καταστεί κόμβος παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων υψηλής και μεσαίας τεχνολογίας δημιουργώντας οικοσυστήματα μικρών και μεσαίων παραγωγικών μονάδων, εκμεταλλευόμενη την τάση επανεδαφικοποίησης της παραγωγής στην Ευρώπη, που προκλήθηκε από την κρίση των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων και επιταχύνεται από την  αντιπαράθεση ΗΠΑ- Κίνας. Αυτό άλλωστε  επιχειρεί να εκμεταλλευτεί η Τουρκία υποκαθιστώντας   την Κίνα ως   ενδιάμεσος πόλος μεταξύ Δύσης & Ευρασίας, επενδύοντας στην πτώση των εργατικών μισθών κατά την τρέχουσα οικονομική κρίση. 

Πόροι του νέου Ειδικού Ταμείου Κρατικών ενισχύσεων της Ε.Ε για τον επαναπατρισμό βιομηχανικών μονάδων θα μπορούσαν  να αξιοποιηθούν από τη χώρα μας, σε συνδυασμό με τα 60 δισ. του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί  το εγχώριο έλλειμμα κεφαλαίων για επενδύσεις.

Η εξ αποστάσεως εργασία, που εδραιώθηκε την περίοδο της πανδημίας, αλλάζοντας το μοντέλο εργασίας,  δίνει επίσης τη δυνατότητα παραγωγής εξειδικευμένου προϊόντος που μπορεί να ενσωματωθεί σε βιομηχανική κλίμακα από εργαζόμενους στην Ελλάδα, ακόμα και στην υποβαθμισμένη περιφέρειά της, δίνοντας νέο περιεχόμενο σ’ ένα σχέδιο αποκέντρωσης των αστικών κέντρων. 

Βασική προϋπόθεση αυτού του μετασχηματισμού είναι η βελτίωση του υποβαθμισμένου δικτύου υποδομών, η ενίσχυση του σιδηροδρομικού δικτύου, η περαιτέρω ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, εξαλείφοντας τους γραφειοκρατικούς πυρήνες του, η γρήγορη έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, η σύζευξη της έρευνας των πανεπιστημίων με τις παραγωγικές ανάγκες, η ενίσχυση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης. Αυτά, σε συνδυασμό με μια στοχευμένη στρατηγική για τη δημογραφική ανάκαμψη θα έπρεπε ν’ αποτελούν τη συζήτηση για την κατανομή των ευρωπαϊκών πόρων και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για όλη την επόμενη περίοδο. 

Επίσης, μια εθνική συνεννόηση των κομμάτων για την προτεραιότητα της άμυνας που, εκτός της ασφάλειας από τον αναβαθμισμένο τουρκικό επεκτατισμό, που προέκυψε  μετά τις πρόσφατες εκλογές στη γείτονα, και την αντιμετώπιση εστιών αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια, αποτελεί την προϋπόθεση μιας βιώσιμης παραγωγικής ανάταξης της χώρας.

Η συζήτηση στην Ελλάδα σήμερα θα πρέπει να αφορά τον τρόπο και τα μέσα παραγωγής νέου πλούτου με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία  κι όχι στο πώς θα κατανεμηθεί η καταναλωτική πίτα του περιορισμένου εγχώριου προϊόντος που συντηρεί ο μεταπολιτευτικός παλαιοκομματισμός.