Οσκαρ: 9 φορές που η Ακαδημία έδωσε το «σωστό» βραβείο Καλύτερης Ταινίας

Λίγες ημέρες πριν από την 91η τελετή απονομής, θυμόμαστε 9 ταινίες που απέσπασαν το κορυφαίο βραβείο του θεσμού.
|
Open Image Modal
Universal History Archive via Getty Images

Τα Όσκαρ εισέρχονται στην 9η δεκαετία τους. Και παρά τα ιστορικά ατοπήματα της Ακαδημίας -με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του αριστουργήματος «Πολίτης Κέιν» (1941) του Όρσον Γουέλς, την ταινία που άλλαξε την πορεία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ήταν υποψήφια για 9 Όσκαρ, αλλά έχασε το κορυφαίο βραβείο, Καλύτερης Ταινίας, από την «Κοιλάδα της κατάρας» του Τζον Φορντ- υπήρξαν φορές που η Ακαδημία αποφάσισε σωστά (ή, περίπου σωστά). 

Βράβευσε ταινίες οι οποίες αποδείχθηκαν τόσο ανθεκτικές ώστε, μέχρι σήμερα, μπορούν και απευθύνονται με άνεση στο (πολύ διαφορετικό από την εποχή τους) κοινό.

Λίγες ημέρες πριν από την 91η τελετή απονομής των Όσκαρ -Κυριακή 24 Φεβρουαρίου- που για πρώτη φορά έχει έντονο ελληνικό «χρώμα» λόγω των 10 βραβείων που διεκδικεί ο Γιώργος Λάνθιμος με την ταινία του «Η Ευνοούμενη», θυμόμαστε 9 ταινίες που απέσπασαν δικαίως το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.

Open Image Modal
Handout . / Reuters

«Καζαμπλάνκα» (16η τελετή απονομής Όσκαρ), 1944.

Επίκαιρη -πέρα από το ρομαντικό δράμα, στην ουσία η ιστορία του σκηνοθέτη Μάικλ Κερτίζ μιλάει για δύο ξεριζωμένους πρόσφυγες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που η περιπλάνηση τους έβγαλε στο Μαρόκο- διαχρονική, αγέραστη. Αντίθετα με άλλες ταινίες που είχαν αποσπάσει το κορυφαίο βραβείο της διοργάνωσης τα προηγούμενα χρόνια, η «Καζαμπλάνκα» νίκησε τις δεκαετίες και έφτασε μέχρι τις μέρες μας άφθαρτη.

Ένα εξαιρετικό καστ, με πρωταγωνιστές τον Χόμφρει Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά και γερές ερμηνείες από τους ηθοποιούς που ανέλαβαν τους δευτερεύοντες ρόλους, ένα σενάριο που χαρακτηρίζεται «αριστούργημα» (βασισμένο σε θεατρικό έργο –το σενάριο επίσης βραβεύθηκε με Όσκαρ) και μία ταινία που κατατάσσεται σταθερά στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

«Όλα για την Εύα», 1951.

Μπέτι Ντέιβις και Αν Μπάξτερ σε δύο ερμηνείες που άφησαν εποχή -καμία από τις δύο δεν πήρε τελικά το Όσκαρ- αλλά πριν από όλα, μία χρονιά κατά την οποία κονταροχτυπήθηκαν στα βραβεία δύο ταινίες που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έβγαζαν «τα άπλυτα» της σόουμπιζ στη φόρα. Το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας απέσπασε το φιλμ του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς «Όλα για την Εύα», με θέμα την ανελέητη αντιπαλότητα δύο γυναικών, μίας καταξιωμένης πρωταγωνίστριας του Μπρόντγουεϊ και μίας νεαρής ηθοποιού που θέλει να της κλέψει την καριέρα, τον εραστή και τους φίλους.

Η έτερη ταινία ήταν το θρυλικό νουάρ «Sunset Boulevard» (Η Λεωφόρος της Δύσης) του ιδιοφυούς Μπίλι Γουάιλντερ, με ήρωες έναν αποτυχημένο σεναριογράφο και μία πρώην σταρ του βωβού που ονειρεύεται την επιστροφή στη μεγάλη οθόνη. Μία ταινία - μομφή για την πραγματικότητα του σινεμά πίσω από το γκλίτερ, που εξαγρίωσε τους μεγαλοπαραγωγούς του Χόλιγουντ, οι οποίοι δεν ένιωσαν καθόλου καλά με αυτό που τους έδειξε ο Γουάιλντερ στον «καθρέφτη».

«Η Γκαρσονιέρα», 1961.

Η τελευταία ασπρόμαυρη ταινία που τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για πάνω από τρεις δεκαετίες –μέχρι τη «Λίστα του Σίντλερ» (1993). Πάλι Μπιλ Γουάιλντερ, με Τζακ Λέμον και Σίρλεϊ ΜακΛέιν, ταινία την οποία ο σκηνοθέτης γύρισε μετά τη σαρωτική επιτυχία του «Μερικοί το προτιμούν καυτό» με την Μέριλιν Μονρόε. Ένα κωμικοτραγικό ειδύλλιο, το οποίο βασίζεται ως επί το πλείστον σε  σκάνδαλο του Χόλιγουντ της εποχής, όπου παραγωγός πυροβόλησε παντοδύναμο ατζέντη επειδή διατηρούσε δεσμό με τη γυναίκα του. Το περιστατικό συνέβη στο διαμέρισμα ενός άμοιρου υπαλλήλου.

Ο Τζακ Λέμον υποδύεται τον Κ.Κ. Μπάξτερ, έναν μοναχικό χαμηλόμισθο υπάλληλο μιας ασφαλιστικής εταιρίας στη Νέα Υόρκη. Προκειμένου να εξασφαλίσει την άνοδό του στην εταιρία προσφέρει εναλλάξ κάποια απογεύματα τη γκαρσονιέρα όπου διαμένει σε τέσσερις διαφορετικούς διευθυντές τμημάτων της εταιρίας για να στεγάσουν τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις. Ενοχλημένος με το γεγονός ότι καλείται να ξεσπιτωθεί κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά χωρίς και να μπορεί να απογοητεύσει τα αφεντικά του, προσπαθεί να προγραμματίσει τις απαιτήσεις τους που συχνά συμπίπτουν, ενώ παράλληλα αναπτύσσει και ο ίδιος ρομαντικό ενδιαφέρον για την πρόσχαρη κοπέλα που χειρίζεται το ασανσέρ της εταιρίας, τη δεσποινίδα Φραν Κιούμπελικ, την οποία υποδύεται η ΜακΛέιν. Όσο συμβαίνουν αυτά, οι γείτονές του, ένας φιλήσυχος γιατρός και η σύζυγός του, σχηματίζουν την εντύπωση ότι ο Μπάξτερ είναι ένας αδιόρθωτος πλεϊμπόι που κάθε βράδυ διασκεδάζει με άλλη γυναίκα. Ο Μπάξτερ αποδέχεται τα επικριτικά σχόλια διστάζοντας να αποκαλύψει την αλήθεια.

 «Η Μελωδία της Ευτυχίας», 1966.

Οk, δεν είναι αριστούργημα –και επιπλέον, το μιούζικαλ ως είδος δεν έχει και πολλούς θαμαστές στην Ελλάδα- ενώ συν τοις άλλοις, εκείνη τη χρονιά υπήρχαν ταινίες όπως το επικό δράμα «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Ντέιβιντ Λιν που έφυγε από την τελετή με 5 Όσκαρ ή το «Ντάρλινγκ» του Τζον Σλέσιντζερ που απέσπασε τρία βραβεία. Ωστόσο, η ταινία που γυρίστηκε για να διασώσει την 20th Century Fox από τη δαπανηρή αποτυχία της υπερπαραγωγής «Κλεοπάτρα» (Λιζ Τέιλορ, Ρίτσαρντ Μπάρτον), όχι μόνο έσπασε το ρεκόρ εισπράξεων που από το 1939 κατείχε το «Όσα παίρνει ο άνεμος», αλλά, όπως έδειξε ο χρόνος είχε μεγάλο αντίκτυπο στην ποπ κουλτούρα, τουλάχιστον σε σύγκριση με ταινίες που έχουν τιμηθεί με το κορυφαίο βραβείο. Πάντως, ο βετεράνος Κρίστοφερ Πλάμερ –συμπρωταγωνιστής της Τζούλι Άντριους- απεχθανόταν τόσο την ταινία, ώστε την είχε μετονομάσει σε «Μελωδία της μύξας»….

 «Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία», 1972.

Ήταν μία σπουδαία χρονιά για το αμερικανικό σινεμά (όπως και όλη η δεκαετία): Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν υπέγραψε μία συναρπαστική, σκληρή αστυνομική περιπέτεια, τον Άνθρωπο από τη Γαλλία με πρωταγωνιστή τον Τζιν Χάκμαν (Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου), έχοντας «απέναντι» του τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ με το «Κουρδιστό Πορτοκάλι». Το στιλ του Φρίντκιν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το αμερικανικό σινεμά του ’70 και το 2005, η ταινία επιλέχτηκε από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου για το Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου εξαιτίας της πολιτισμικής, ιστορικής και αισθητικής αξία της. Σημειώνεται ότι, η σπουδαία αυτή ταινία γυρίστηκε με εξαιρετικά χαμηλό budget.

 «Ο Νονός», 1973.

Η ταινία ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου που κοντεύει να κλείσει μισό αιώνα και μοιάζει σαν να γυρίστηκε χθες. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα απέσπασε και την επομένη χρονιά υποψηφιότητα στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας ως παραγωγός του Τζορτζ Λούκας για το «American Graffiti» (με πρωταγωνιστή τον πρωτάρη Χάρισον Φορντ) και το 1975 σημείωσε ένα απίθανο ρεκόρ, ως σκηνοθέτης δύο ταινιών που και οι δύο ήταν υποψήφιες για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας: Τον «Νονό ΙΙ» και «Η Συνομιλία». Τελικά κέρδισε ο «Νονός ΙΙ», γεγονός που του χάρισε ακόμη ένα ρεκόρ, καθώς μόλις δύο σίκουελ έχουν καταφέρει κάτι ανάλογο στην ιστορία του κινηματογράφου, ο Νόνος και ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, Η Επιστροφή του Βασιλιά.

Δύο χρόνια πριν, το 1971, είχε κερδίσει το πρώτο του Όσκαρ –πρωτότυπου σεναρίου- για την ταινία «Πάτον, ο θρύλος της Νορμανδίας».

 «Στη Φωλιά του Κούκου», 1976.

Τζακ Νίκολσον -στον ρόλο της ζωής του- και Λουίζ Φλέτσερ (η άσημη ηθοποιός που έφυγε με Όσκαρ Α Γυναικείου Ρόλου). Σκηνοθεσία Μίλος Φόρμαν. 

Η ταινία ήταν υποψήφια για 9 Όσκαρ, απέσπασε 5, αλλά κέρδισε το grand slam, που σημαίνει και τα 5 στις βασικές κατηγορίες, ρεκόρ που μοιράζεται με μόλις άλλες δύο ταινίες. Για την ιστορία, τον ρόλο του Ραντ (Νίκολσον) απέρριψαν τόσο ο Μάρλον Μπράντο όσο και ο Τζιν Χάκμαν.  

Το παρασκήνιο της αξεπέραστης μέχρι σήμερα ταινίας ήταν ωστόσο, επεισοδιακό, καθώς ο Νίκολσον κατέστρεφε σκοπίμως τις πρόβες του Φόρμαν, με αποτέλεσμα σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής να μην απευθύνονται ο ένας στον άλλον. 

Η ταινία γυρίστηκε στο νοσοκομείο του Όρεγκον όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Κεν Κέισι. Όσο για το όνομα του τίτλου έρχεται από ένα αμερικανικό παιδικό τραγούδι, το οποίο στο μυθιστόρημα τραγουδά ο Τσάρλι Τσέσγουίκ.

«The Hurt Locker», 2010.

Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και η σκηνοθέτις (της πολεμικής αυτής ταινίας) Κάθριν Μπιγκελόου έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. 

Βαγδάτη, καλοκαίρι 2004, με την επίλεκτη ομάδα πυροτεχνουργών του αμερικανικού στρατού στη δίνη του πολέμου και μίας πόλης - παγίδα, γεμάτης αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμός και καμικάζι. Επί της ουσίας, το στόρι είναι η πρόκληση του φυσικού ή ψυχικού πόνου που φέρνει μαζί του κάθε πόλεμος, όπου και εάν διεξάγεται, σε όποια στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. 

«The Moonlight», 2017.

Η ταινία του Μπάρι Τζένκινς, βασίζεται στο θεατρικό ημι-αυτοβιογραφικό έργο In Moonlight Black Boys Look Blue του Τάρελ Άλβιν. 

Αφηγείται τη ζωή ενός άντρα από την παιδική του ηλικία έως και την ενηλικίωση, καθώς παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο, μέσα από τρία κεφάλαια και θέτει -με τρόπο ποιητικό- ζητήματα όπως η ταυτότητα, η οικογένεια, η φιλία, η αγάπη.

Η ταινία γυρίστηκε στην περιοχή του Μαϊάμι που είναι γνωστή ως Liberty Square, μέρος του συστήματος δημόσιας στέγασης Liberty City, μια από τις πιο επικίνδυνες στις ΗΠΑ.

Ήταν η επεισοδιακή απονομή κατά την οποία η Φέι Ντάναγουεϊ ανακοίνωσε ότι το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας παίρνει το «La La Land» προκαλώντας ένα μικρό (και τις επόμενες μέρες) μεγάλο χάος... 

(Με πληροφορίες από Guardian