«Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες», διαβάζω, «7.822.309 Ουκρανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 και ένα 33% είναι εσωτερικά εκτοπισμένο. Από αυτούς 4.969.914 έχουν καταφύγει στη Δύση και 2.852.395 έχουν καταφύγει στη Ρωσία».
Ό,τι ο ΟΗΕ αποκαλεί προσφυγιά είναι στην πραγματικότητα εκατέρωθεν εθνοκάθαρση. Οι Ρώσσοι ή (ρωσσόφρονες) της Ουκρανίας μετοικούν στα κατεχόμενα ἠ στην ίδια τη Ρωσσία, όσοι μένουν στο υπόλοιπο της χώρας, ανάμεσά τους και πάμπολλοι ρωσσόφωνοι με το καλό ή με το ζόρι γίνονται πλέον και με τη βούλα Ουκρανοί.
Μια μεγάλη μερίδα εγκαταλείπει εντελώς τη χώρα, τραγική συνέπεια των μετασοβιετικών συνθηκών: από τα 52 εκατομμύρια κατοίκους το 1992, τριάντα χρόνια αργότερα είχαν απομείνει 44, την επαύριο του πολέμου το νούμερο θα είναι πολύ πολύ μικρότερο. Η Ουκρανία είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως σε διαρροή και μείωση πληθυσμού.
Στην Ουκρανία βλέπουμε για μια ακόμη φορά ποια είναι η μοίρα των πολυεθνικών τόπων όταν οι καθεστωτικοί δεσμοί που τους συνέχουν διαρρηγνύονται. Οθωμανικό Κράτος και Βρετανικές Ινδίες, Παλαιστίνη, Κύπρος, Ιρλανδία, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Υεμένη, Αιθιοπία, σήμερα Βέλγιο, Σκωτία, Καταλωνία, Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Κουρδιστάν κ.ο.κ., παντού και πάντα η διαίρεση: πολιτικός διχασμός και εθνοτικές εντάσεις, προσφυγιά και ανταλλαγές πληθυσμών, συχνά πόλεμος και καταστροφή, σπανίως το διαζύγιο είναι ειρηνικό όπως στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας ή της νορβηγικής και φινλανδικής ανεξαρτησίας παλαιότερα.
Όταν η ιστορία μάς ειρωνεύεται: ακριβώς η εποχή την οποία πολλοί χαιρετίζουν ώς υπερ- και μετα-εθνική, είναι εκείνη που σάρωσε και σαρώνει συστηματικά τα πολυεθνικά κράτη. Ούτε 50 κράτη δεν υπήρχαν μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα είμαστε στα 200 – και συνεχίζουμε να μετράμε.
* * *
Αυτό που γίνεται στο Κατάρ, με τους εμίρηδες να έχουν βάλει τα πόδια των Ευρωπαίων σ′ ένα παπούτσι, αγνοώντας ιταμότατα τις δικαιωματιστικές τους ευαισθησίες, έχει σημασία ευρύτερη.
Και μάλιστα για δύο λόγους.
Αφενός μεν επειδή δείχνει πόσο έχει προχωρήσει η χειραφέτηση του αραβομουσουλμανικού κόσμου από τη Δύση. Με πρώτο της βήμα, την ιρανική επανάσταση του 1979, δεύτερο το κύμα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας μετά το 2001, τρίτο τις νίλες των Δυτικών σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λιβύη κλπ., τέταρτο την αυτονόμηση της ερντογανικής Τουρκίας, του πυρηνικού Πακιστάν και της μεταμουμπαρακινής Αιγύπτου, και πέμπτο την ευθεία υποστήριξη των Ρώσσων από τη Σαουδαραβία και τις χώρες του Κόλπου στο ζήτημα των κυρώσεων ένεκα του ουκρανικού. Για πρώτη φορά μετά την εκστρατεία του Βοναπάρτη στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ευρώπη και η Αμερική στα μείζονα της περιοχής δεν έχουν λόγο, είναι θεατές. Στην ουσία έχουμε εδώ τη φυσική συνέχεια της αποαποικιοποίησης, την περαιτέρω ανεξαρτητοποίηση του ενός τετάρτου του πλανητικού πληθυσμού.
Αφετέρου δε διότι δείχνει πόσο στομωμένο όπλο είναι πλέον η ήπια λεγόμενη ισχύς, εδώ η ασκούμενη διά του ποδοσφαίρου. Μπορεί η Ευρώπη να έχει ακόμη τα ιστορικά κλαμπ και να ελέγχει ώς έναν βαθμό τη ΦΙΦΑ, ωστόσο η επιρροή του εξωευρωπαϊκού χρήματος είναι τέτοια και τόση ώστε από μέσο προβολής των ευρωπαϊκών αξιών στον τρίτο κόσμο, το ποδόσφαιρο (και τα άλλα δημοφιλή σπορ ενίοτε) έχει γίνει μέσο για το αντίστροφο: τρόπος εισδύσεως των ξένων συμφερόντων στη Γηραιά Ήπειρο και όχι μόνο.
* * *
Πιστεύει κανείς στην Πρόοδο σήμερα; Ο πλανήτης ως οικοσύστημα μάχεται για την επιβίωσή του, οι μεταψυχροπολεμικές δυτικές ονειροφαντασίες περί οικουμενικής δημοκρατίας και αιωνίας ειρήνης έχουν σκορπίσει, η πανδημία εξέθεσε τις κυβερνήσεις και την επιστήμη, η οικονομία πηγαίνει από κραχ σε κραχ, η ελευθερία της ελεύθερης αγοράς αγνοείται, το ατομικό αίτημα της χειραφέτησης και της αυτοπραγμάτωσης οδήγησε όχι βέβαια στην Ευτυχία. αλλά σε όλο και πιο επώδυνες αμφιβολίες και υπαρξιακές αβεβαιότητες.
Στη Νεωτερικότητα κυριάρχησε η πεποίθηση ότι τον κόσμο αυτόν μπορούμε να τον διαμορφώσουμε κατά το δοκούν, ότι η πρόοδος θα εξασφαλίσει σε όλους μας σχεδόν αυτόματα ένα καλύτερο αύριο. Σήμερα, πρωταρχικό μέλημα είναι ο μετριασμός της καταστροφής. Το ζητούμενο της αυτοσυντήρησης επικρατεί του αιτήματος της ατομικής και συλλογικής προαγωγής. Η Προσαρμογή είναι η νέα αβανγκάρντ, ο νέος ρυθμοδότης της κοινωνίας.
Αυτούς τους προβληματισμούς θέτει ο κοινωνιολόγος Philipp Staab στο βιβλίο του Anpassung: Leitmotiv der nächsten Gesellschaft, Suhrkamp Verlag, Βερολίνο 2022 (Προσαρμογή: Λάιτ-μοτίφ της ερχόμενης κοινωνίας). Η αυριανή κοινωνία θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον κλονισμό των υφιστάμενων συνθηκών, θα κληθεί να σταθεροποιήσει την παραπαίουσα τάξη πραγμάτων.
Κι αυτό πάλι, υποκειμενικά σημαίνει ανατροπή της τωρινής σχέσης του εαυτού μας με τον χρόνο και την πραγματικότητα, την απομάκρυνσή μας από την προοδολατρεία και τις πεποιθήσεις της για τις δυνατότητες των θεσμών και της πολιτικής.