Μέσα σε όλα τα επικίνδυνα και παράδοξα που αναδύονται στην επιφάνεια στον καιρό της πανδημίας, τροφοδοτούμενα από τον φόβο και τον πανικό, την ιδιοτέλεια, τον κομματικό ανταγωνισμό, την ανεπαρκή παιδεία του πολίτη, την άγνοια, την υποχώρηση του ορθολογικού τρόπου σκέψης αλλά και το δικαίωμα στην προσωπική άποψη για ζητήματα που αποτελούν αντικείμενα ειδικής επιστημονικής αναζήτησης, έχουμε και τις απόπειρες ερμηνείας της ασθένειας που μας ταλαιπωρεί τελευταία, της διάδοσής της αλλά και του τρόπου αντιμετώπισής της μέσω κάποιου σκοτεινού, και γενικώς εχθρικού, παγκόσμιου κέντρου. Πρόκειται για προσπάθειες αιτιακής σύνδεσης προσώπων ή κλειστών ομάδων με τον κορωνοϊό, χωρίς όμως η σύνδεση αυτή να στηρίζεται σε ελέγξιμα εμπειρικά δεδομένα. Η σύνδεση γίνεται αξιωματικά, χωρίς να υπάρχει τρόπος να διαψευσθεί ή να επαληθευθεί η ακρίβεια του περιεχομένου της. Πρόκειται για πίστη, η οποία εμφανίζεται ως γνώση και απαιτεί να την προσεγγίζουμε ως γνώση. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, διότι υπάρχει και δεύτερη.
Η τελευταία εμφανίζεται ως πεποίθηση ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες – ας πούμε υπό συνθήκες λατρευτικών παραδόσεων που η εκκλησία ορίζει ως μυστήρια – η περιγραφή και ερμηνεία της εμπειρικής πραγματικότητας με όρους σύγχρονης επιστήμης δεν έχει καμιά αξία, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις οι νόμοι της φυσικής και της βιολογίας αναστέλλονται και τα γεγονότα εξελίσσονται ερήμην τους. Προσπάθειες να θεωρηθούν λατρευτικές πρακτικές (όπως π.χ. η θεία ευχαριστία, όπου από το ίδιο σκεύος και με το ίδιο εργαλείο πιστοί λαμβάνουν στον οργανισμό τους μέρος του περιεχόμενου του διαδοχικά) επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία σε καιρούς πανδημίας, θεωρούνται βέβηλες από ορισμένους – και πάντως όχι μόνον από περιθωριακά πρόσωπα - και στην καλύτερη περίπτωση άτοπες, διότι – πάντοτε σύμφωνα με τους θιασώτες των ορίων μεταξύ του κόσμου των μυστηρίων και του κόσμου της εκκοσμικευμένης καθημερινότητας - έχουμε «εισπήδηση» των εργαλείων της επιστήμης στο χώρο των μυστηρίων.
Η πρώτη είναι πολύ γνωστή στην ιστορία, εμφανίζεται σχεδόν με κανονική περιοδικότητα κάθε φορά που έχουμε μεγάλες ανατροπές στην κοινωνία. Η απόδοση αιτίου για μια μεγάλη αναστάτωση σε δυνάμεις του κακού είναι γνωστή κοινωνική αντίδραση ήδη από τις αρχαίες κοινωνίες, αλλά και τις κοινότητες των ιθαγενών έξω από τον πολιτισμικό κύκλο της Δύσης και της Ανατολής. Συνεχίστηκε σε όλον τον Μεσαίωνα και αλίμονο στα πρόσωπα που κάποια αυθεντία θεώρησε ότι είναι «ξενιστές» του κακού ή ότι έχουν επαφές με το πνεύμα του κακού.
Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή υπήρξαν παραδείγματα δαιμονοποίησης ολόκληρων πληθυσμών που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για κοινωνικά δεινά. Ο κορωνοϊός επανέφερε στο προσκήνιο παρόμοια σενάρια. Για όσους τα υιοθετούν δεν είναι απλά «σενάρια», αλλά γεγονότα. Είναι αλήθειες που δεν χρειάζονται απόδειξη καθώς για αυτούς είναι απολύτως λογικές και έχουν μεγάλη ερμηνευτική δύναμη. «Τακτοποιούν» για τους θιασώτες τους τον κόσμο τόσο καλά, που δεν αφήνουν κενά κα περιθώρια για αμφιβολία. Άλλωστε όποιος αμφιβάλλει είναι κι αυτός ύποπτος για συμπαιγνία. Εννοείται ότι υπάρχουν και εκείνοι που παριστάνουν ότι υιοθετούν τις απόψεις αυτές, χωρίς να πιστεύουν ούτε μία λέξη. Αλλά επιχειρούν να δημιουργήσουν οπαδούς, ταυτιζόμενοι ρητορικά με όσους πραγματικά τα πιστεύουν και επιζητούν να βρουν στήριγμα σε μια κοινότητα ομοϊδεατών.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για συστήματα πεποιθήσεων. Οι θιασώτες του πρώτου δεν συμπίπτουν με τους αντίστοιχους του δεύτερου κατ’ ανάγκην, αλλά υπάρχουν κοινοί τόποι: κάποιοι που θεωρούν λ. χ. ότι ο ιός Covid-19 είναι συνειδητά σχεδιασμένο εργαλείο εχθρικών δυνάμεων για την καθυπόταξη του ανθρώπου, δεν αποκλείεται να πιστεύουν ταυτόχρονα ότι η μετάδοσή του μέσω της θείας μετάληψης είναι αδύνατη διότι μεσολαβεί το μυστήριο που την ακυρώνει. Και δεν μιλούμε για μια επιχειρηματολογία με κοσμικούς (επιστημονικούς) όρους, σύμφωνα με την οποία για μια σειρά λόγων που σχετίζονται με τα πραγματολογικά δεδομένα της θείας μετάληψης η μετάδοση του ιού είναι ελάχιστα πιθανή, αλλά για κάτι πολύ διαφορετικό. Ο ιός δεν μεταδίδεται, διότι το μυστήριο ορθώνει για τον μεταλαμβάνοντα ένα τείχος προστασίας. Εννοείται ότι το μυστήριο έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον ιό εκ προδιαγραφής, διαφορετικά δεν θα ήταν μυστήριο.
Υπάρχουν στην εποχή μας, την εποχή της τεχνολογικής ψηφιακής επανάστασης, άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα αντικείμενα και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με λατρευτικές πρακτικές βρίσκονται όντως πέρα από κάθε επιστημονική περιγραφή και ανάλυση και ότι επομένως κάθε επίκληση ειδικής γνώσης που αφορά την ενδεχόμενη επικινδυνότητα αυτών των πρακτικών για τη δημόσια υγεία είναι άκυρη και άτοπη και ότι τυχόν μέτρα της πολιτείας που βασίζονται σε αυτές ακριβώς της περιγραφές συνιστούν προσβολή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των πιστών; Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν γνήσια ότι ο Covid-19 είτε είναι εικονικός είτε έχει δημιουργηθεί σκόπιμα για την επιβολή μιας νέας τάξης;
Η απάντηση έχει δοθεί από την ίδια τη ζωή. Υπάρχουν. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν παντού με αποχρώσεις στην ένταση. Όχι μόνο με την έννοια του εκκλησιαστικού αξιωματούχου που αισθάνεται υποχρεωμένος, παρότι ο ίδιος ενδέχεται προσωπικά να αποστασιοποιείται από όσα δημοσίως οφείλει να υποστηρίξει, να υπερασπιστεί πάγια δόγματα με τη γνωστή και από την πολιτική ξύλινη γλώσσα υπεράσπισης των συμβόλων. Αλλά και με την πραγματική έννοια του πιστού, χωρίς επιφυλάξεις και εσωτερικό διχασμό. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε όσα λένε για τη συγκεκριμένη λατρευτική πρακτική όχι από ομολογιακό πατριωτισμό ή εκκλησιαστική πολιτική ορθότητα, αλλά από γνήσια, μη διαμεσολαβημένη πεποίθηση. Είναι τμήμα του θρησκευτικού τους πιστεύω. Η συμμετοχή τους, άλλωστε, στις εν λόγω πρακτικές δηλώνει ξεκάθαρα πως ούτε έχουν την αίσθηση ότι οι ίδιοι κινδυνεύουν, ούτε ότι γίνονται ίσως αιτία να κινδυνεύσουν άλλοι. Και το σύστημα πεποιθήσεων που διαθέτουν αφήνει πάντοτε τη δυνατότητα να ερμηνευθεί τυχόν εμπειρική διάψευση του κεντρικού ισχυρισμού (η θεία μετάληψη δεν μεταδίδει τον ιό επειδή είναι μυστήριο) αφήνοντας το δόγμα άτρωτο από πλευράς διαψευσιμότητας. Η μη-αμφισβητήσιμη (μεταφυσική) «αλήθεια» παρέχει στον πιστό ασφάλεια και προσανατολισμό και αυτά δεν είναι οπωσδήποτε εξασφαλισμένα όταν αφήσεις την επιστήμη να «εισπηδήσει» στον κόσμο των μυστηρίων.
Τι οφείλει και τι μπορεί να κάνει η συντεταγμένη πολιτεία τόσο στην μία, όσο και στην άλλη περίπτωση;
Εξαρτάται από το είδος της πολιτείας. Μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση έχει υποχρέωση να εφαρμόσει σε τέτοια ευαίσθητα ζητήματα τη δημοκρατικά εκπεφρασμένη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών της. Αν αυτή η πλειοψηφία υποστηρίζει ότι τα περιοριστικά μέτρα των αρχών εντάσσονται σε παγκόσμιο σχέδιο σκοτεινών δυνάμεων και ότι είναι κατακριτέα, η δημοκρατική πολιτεία οδηγείται σε αδιέξοδο. Αν ακούσει την πλειοψηφία και δεν λάβει μέτρα, γίνεται μέρος του προβλήματος, προκαλεί εκατόμβες νεκρών τόσο στην πλειοψηφία των συνωμοσιολόγων όσο και στη μειοψηφία των πολιτών με κοινό νου και στο τέλος καταψηφίζεται για διαφορετικούς λόγους και από τις δύο ομάδες. Αν παραβλέψει την άποψη της πλειοψηφίας και λάβει μέτρα, είναι πιθανό να περάσει στην αντιπολίτευση, αλλά θα έχει τουλάχιστον σώσει πολλές ανθρώπινες ζωές.
Η πανδημία έδειξε, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και αλλού, ότι η επιστήμη από μόνη της δεν είναι σε θέση να δώσει λύσεις για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος δημόσιας υγείας, ακόμη και όταν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία. Διότι η εφαρμογή της γνώσης προϋποθέτει κοινωνίες με πλειοψηφίες «πεπαιδευμένων» ανθρώπων - πάντοτε με την έννοια της παιδείας του πολίτη και όχι της επάρκειας στη καθαρεύουσα.
Παρότι φαίνεται αυτονόητη, η προϋπόθεση αυτή είναι ακόμη ζητούμενο. Η αποξένωση του πολίτη από την κοινωνία, ο ισχυρός φόβος και η ανασφάλεια που προκαλεί μια έκτακτη κατάσταση, η κατάρρευση των αυθεντιών – πολιτικών, ηθικών και επιστημονικών – το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ό,τι επιθυμεί και να μην δέχεται κριτική για τον ανορθολογισμό των πεποιθήσεών του, μαζί με άλλους παράγοντες συνθέτουν ένα επικίνδυνο τοπίο για την προάσπιση της δημόσιας υγείας από κινδύνους όπως αυτός που μας απειλεί.
Μόνη ελπίδα: η κοινωνία της εμπιστοσύνης, της γνώσης και της ευθύνης που μπορεί να διαμορφώσει ορθολογικά σκεπτόμενες πλειοψηφίες.
Οι εναλλακτικές λύσεις είναι τρεις, η μία χειρότερη από την άλλη.
Η μέθοδος της φυσικής επιλογής,
η επιβολή των αναγκαίων μέτρων με τη χρήση βίας και
η τυχαία ή θαυματουργική απαλλαγή από την απειλή.
Γι αυτό η παιδεία του πολίτη αποκτά μετά από αυτή την οδυνηρή εμπειρία ύψιστη αξία ως παιδευτικό αγαθό και παιδαγωγικός στόχος.