Γιατί οι άνθρωποι έχουν τη φυσική επιθυμία να συναντηθούν με διασημότητες των διαφόρων πεδίων, να μιλήσουν μαζί τους και να πάρουν τα αυτόγραφά τους; Πιστεύω ότι η επιθυμία προέρχεται από τον απόλυτο σεβασμό για τη συμβολή τους, και την ευκαιρία να εκφράσουν προσωπικά τον θαυμασμό και την αγάπη τους για το έργο τους. Η συνάντηση με διασημότητες δεν είναι εύκολη, αφού είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, απρόσιτοι για το ευρύ κοινό για προφανείς λόγους. Έτσι, όταν τελικά το όνειρο γίνει πραγματικότητα, είναι ένα σημαντικό γεγονός με μακροχρόνιες μνήμες.
Ο δικός μου θαυμασμός για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη πηγαίνει πίσω, για πάνω από 50 χρόνια. Τον έχω δει να παίζει ζωντανά από απόσταση σε διάφορους χώρους, αλλά ποτέ δεν έφτασα κοντά ή είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του.
Πριν από λίγα χρόνια συνομίλησα με την προσωπική του βοηθό και ήρθα κοντά στο να οργανώσω μια σύντομη επίσκεψη, αλλά δυστυχώς δεν έγινε. Ο Μίκης είχε να αντιμετωπίσει κάποια ιατρικά θέματα την εποχή εκείνη και δεν προγραμματίστηκε ποτέ επίσημη συνάντηση.
Μια νέα ευκαιρία προέκυψε πριν από κάμποσο καιρό (Μάιος-Ιούνιος 2015). Η Διεθνής Εταιρεία Ενζυμολογίας (International Society for Enzymology, ISE), μια βιοϊατρική επιστημονική εταιρεία που ασχολείται κυρίως με τη χρήση των ενζύμων στη διάγνωση και στην Ιατρική έρευνα, διοργάνωσε το ετήσιο συνέδριό της στην Κέρκυρα, από τις 29 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 2015.
Το εκτελεστικό συμβούλιο της ISE, υπό την ηγεσία του συγγραφέα, αποφάσισε να αναγνωρίσει τις συμμετοχές του Μίκη στον ελληνικό και διεθνή πολιτισμό, εκλέγοντάς τον ως τιμητικό μέλος.
Ο Μίκης δεν ήταν έτοιμος να ταξιδέψει στην Κέρκυρα για την τελετή και κανονίσαμε να του απονέμουμε το βραβείο του στο σπίτι του στην Αθήνα, δύο εβδομάδες νωρίτερα. Ο Μίκης δέχτηκε ευγενικά το βραβείο μας, ωστόσο αρνήθηκε τη νομισματική συνιστώσα των 2.000 δολαρίων και μας ζήτησε να κάνουμε μια φιλανθρωπική δωρεά σε έναν οργανισμό της επιλογής μας.
Στις 15 Ιουνίου 2015, κάναμε το ταξίδι στο σπίτι του. Παρόντες εκεί ήμουν ο ίδιος και η σύζυγός μου Αναστασία, ο Δρ. Πάνος Παπαναστασίου και ο Σοφρώνης Παπαναστασίου, ο Δρ Steven Boyages και η σύζυγός του Στέλλα (από την Αυστραλία) και ο Δρ. Ανδρέας Σκορίλας (Αθήνα). Συνοδευόμασταν επίσης από έναν φωτογράφο και έναν βιντεογράφο.
Όταν φτάσαμε στις 6 μ.μ., η βοηθός του Μίκη, η οποία διοργάνωσε τη συνάντηση, ανησυχούσε ότι ήμασταν πάρα πολλοί και μας είπε ότι ο γιατρός του Μίκη συνιστούσε να μην υπάρχουν πάνω από 3 άτομα στο δωμάτιό του ανά πάσα στιγμή. Τελικά όμως είχαμε τη δυνατότητα να εισέλθουμε όλοι.
Η συνάντηση είχε προγραμματιστεί να είναι ”σύντομη” (περίπου 5 λεπτά), αλλά είχε διάρκεια σχεδόν 2 ½ ώρες. Πήραμε το μικροσκοπικό ασανσέρ από την κουζίνα στο ισόγειο έως τον τρίτο όροφο, τρία άτομα κάθε φορά, για να φτάσουμε στο σαλόνι του Μίκη.
Όταν μπήκαμε, είδαμε τον Μίκη να κάθεται άνετα σε μια πολυθρόνα και τα πόδια του να καλύπτονται με μια κουβέρτα. Η θέα από το διαμέρισμά του ήταν εκπληκτική. Είχε απόλυτα ανεμπόδιστη θέα της Ακρόπολης και του Παρθενώνα.
Απαντώντας στα συγχαρητήριά μας για τη θέα, ο Μίκης γρήγορα αναγνώρισε ότι δεν φοβάται να πεθάνει και ότι το μόνο που θα χάσει είναι η θέα της Ακρόπολης. Ανέφερε πόσο ευτυχισμένος ήταν να βρει αυτό το σπίτι σε αυτό το στάδιο της ζωής του και πίστευε ότι το σπίτι αυτό προοριζόταν να είναι η τελευταία κατοικία του.
Αφού του προσέφερα μια ανθοδέσμη, του παρουσίασα το βραβείο και βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες και βίντεο, έσπασα τον πάγο αφηγούμενος του μια ιστορία για το πώς άρχισα να ακούω τη μουσική του όταν ήμουν περίπου δώδεκα χρονών. Εκείνη την εποχή, περίπου το 1966, είχα κουρέψει τα μαλλιά μου σε ένα κουρείο στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού, της Κύπρου. Γενικά το μισούσα αυτό, αλλά μια μέρα, ο κουρέας πήρε ένα δίσκο βινυλίου και τον έβαλε να παίζει. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά η μουσική είχε επαναστατικό ρυθμό και όμορφη μελωδία και το μπουζούκι καθώς και η φωνή του τραγουδιστή ήταν μαγικές. Αγάπησα τη μουσική τόσο πολύ που ζητούσα από τον πατέρα μου να με πάρει για κούρεμα κάθε εβδομάδα, ελπίζοντας να ακούσω ξανά αυτή τη μουσική. Αργότερα ανακάλυψα ότι το έργο ήταν η ”Ρωμιοσύνη”, ένας από τους καλύτερους ελληνικούς μουσικούς δίσκους που έχουν γραφτεί ποτέ. Η συγκεκριμένη ιστορία φάνηκε να διασκέδασε τον Μίκη.
Έπειτα συνεχίσαμε τη συζήτηση για τη μουσική και άλλα θέματα και ο Μίκης έγινε αρκετά ομιλητικός.
Μίλησε για την παιδική του ηλικία, την οικογένειά του, η οποία δεν είχε μουσική φλέβα. Ήταν μια οικογένεια γιατρών και δικηγόρων. Η σχέση του με τη μουσική ήταν φυσική και ανέφερε πως άρχισε τη σύνθεση γύρω στην ηλικία των δώδεκα.
Ο ίδιος σχολίασε ότι ο πατέρας του ήταν πολύ περήφανος όταν ανακοίνωνε σε οικογενειακές και τοπικές εκδηλώσεις ότι θα ακούσουν ένα κομμάτι μουσικής που έχει συντεθεί από τον ... γιο του. Ο Μίκης αγωνιζόταν να αγοράσει βιολί αλλά αδύνατον, λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Διηύθυνε εκκλησιαστική χορωδία στα 15 του έτη.
Canto General
Τον ρώτησα πώς ήταν δυνατόν να συνθέσει ένα μνημειώδες κομμάτι, το Canto General, του Χιλιανού Νομπελίστα ποιητή Νερούδα χωρίς να γνωρίζει την ισπανική γλώσσα.
Είπε ότι γνώριζε λίγα Ισπανικά και ότι η μουσική που έγραψε ήταν κρυμμένη στη γλώσσα και στο ποίημα του Pablo Neruda. Σχολίασα ότι κατά την άποψή μου το Canto General ειναι πολύ ανώτερο από την Carmina Burana του Carl Orff και ήμουν έκπληκτος όταν άκουσα από τον Μίκη ότι ο παραγωγός του (ο οποίος επίσης παρήγαγε το Carmina Burana) αισθάνθηκε ακριβώς το ίδιο.
Ανέφερε επίσης ότι ο παραγωγός του θεωρούσε ότι οι 6 συμφωνίες του Μίκη ήταν ανώτερες από τις συμφωνίες του Mahler. Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω τις συνεισφορές του Μίκη στην κλασική μουσική, αλλά όταν την επόμενη εβδομάδα πήγα στην Κρήτη για επιστημονικό συνέδριο, ένας φίλος σύνεδρος που έχει μεγάλη γνώση της κλασικής μουσικής και άκουσε για την επίσκεψή μας, μου είπε ότι οι συμφωνίες του Μίκη είναι πολύ καλά γνωστές σε αυτόν και ότι της εκτιμά ιδιαίτερα. Λίγες μέρες αργότερα άκουσα την 3η συμφωνία τού Μίκη και έμεινα πολύ εντυπωσιασμένος.
Γύρω από το θέμα του Canto General ανέφερε τη φιλία του με τον Fidel Castro και τον Che Guevara. Είπε ότι ο Κάστρο του έστελνε, μηνιαία, πούρα Κούβας μέχρι και πρότεινος!
Μας είπε επίσης ιστορίες για τον τότε Πρόεδρο της Χιλής, τον Alliente. Είπε ότι ο στρατηγός Pinochet ήταν έμπιστος του Alliente, προτού οργανώσει ένα πραξικόπημα που οδήγησε στο θάνατο του Alliente.
Έγραψε τη μουσική του Canto General στο αεροπλάνο από τη Χιλή στην Ελλάδα. Σχολίασε επίσης τον ξαφνικό θάνατο του Neruda και ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της κηδείας του Neruda ένα από τα πουλιά που περιγράφει στο ποίημά του έπεσε νεκρό στον τάφο του.
Ανέφερα ότι τα αγαπημένα μου κομμάτια από το Canto General ήταν τά La United Fruit Company και η America Insurrecta και συμφώνησε.
Όταν τον ρώτησα πόση ώρα χρειάζεται να γράψει ένα τραγούδι, είπε ότι τα καλύτερα τραγούδια είναι εκείνα που έρχονται στιγμιαία από έμπνευση, χωρίς πολλή σκέψη.
Στέλιος Καζαντζίδης vs Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Ο Μίκης είπε ότι γνώριζε τον Στέλιο από τα νεανικά του χρόνια και ότι ο Στέλιος ήταν κομμουνιστής. Είπε ότι οι δυο τους συνήθιζαν να ταξιδεύουν μαζί και να τραγουδούν τραγούδια ”αντάρτικα” ως τρόπο αντίστασης στην τότε δικτατορία του Μεταξά. Όταν ρώτησα για τη φωνή του Στέλιου αρχικά δίσταζε να απαντήσει, αλλά στη συνέχεια είπε ”Θεϊκή φωνή”.
Ανέφερε ότι στο Στέλιο δεν άρεσε ο Μπιθικώτσης και δεν είχε κάποιο σεβασμό γι’ αυτόν και τον αποκαλούσε ”μαννάβη”. Είπε επίσης ότι στη δεκαετία του ’60, ο Στέλιος τραγουδούσε σε ένα μουσικό κατάστημα κάθε βράδυ και έπαιρνε 5.000 δραχμές τη βραδιά, ένα τεράστιο ποσό την εποχή εκείνη. Στη συνέχεια ο Μπιθικώτσης πέρασε στόν απέναντι δρόμο, τραγουδώντας σε ένα διαφορετικό κατάστημα για 50 δραχμές τη βραδιά και το κατάστημα πτώχευσε μέσα σε 3 μήνες.
Ακόμη είπε ότι ο Στέλιος σταμάτησε να τραγουδάει δημόσια, όχι τόσο για τους λόγους που αναφέρθηκαν στις συνεντεύξεις του (οι φτωχοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να έρθουν, ο θόρυβος, ο καπνός κ.λπ.) αλλά επειδή υπέφερε από σοβαρή αγοραφοβία. Τον επισκέφτόταν συχνά στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου ο Καζαντζίδης ζούσε και ψάρευε.
Ο Καζαντζίδης ήθελε να έχει τον Θεοδωράκη σε αποκλειστικότητα, αλλά ο Μίκης επέλεξε τον Μπιθικώτση για τα σπουδαία τραγούδια του και ο Στέλιος ήθελε να αντιδράσει τραγουδώντας με τον Χατζηδάκη: αλλά ο Χατζηδάκης δεν είχε τα τραγούδια.
Κάποτε, ο Θεοδωράκης δημιούργησε μια ομάδα αποκλειστικά αρρένων τραγουδιστών και σχεδίαζε να πάει στην Ελλάδα για μια περιοδεία με μεγάλα αναμενόμενα κέρδη. Αυτοί οι τραγουδιστές συμπεριλάμβαναν τον Μπιθικώτση, τον Μητροπάνο, τον Πουλόπουλο, αλλά όταν ο Στέλιος άκουσε ότι ο Μπιθικώτσης ήταν στη λίστα, αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Διασκέδασα τον Μίκη προβάλλοντας ένα βίντεο της φοιτητικής μου ορχήστρας που παίζει το τραγούδι ”και δεν μίλησε κανείς” από το λαμπρό άλμπουμ ”Στην Ανατολή” με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Φάνηκε εντυπωσιασμένος και ρώτησε πώς κατάφερα να αφαιρέσω τη φωνή του Στέλιου από την πίστα, διατηρώντας παράλληλα τα μουσικά όργανα (Δες Youtube link: https://www.youtube.com/watch?v=UfPA2V4abD4)
Ο Μίκης και ο Sidney Lumet
Ο Sidney Lumet ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες κινηματογράφου στο Χόλιγουντ. Ήθελε να γράψει ο Μίκης τη μουσική για την ταινία του “Serpico” με πρωταγωνιστή τον νεαρό, Al Pacino.
Ο Μίκης μας είπε ότι ήταν αδύνατο να επικεντρωθεί σε αυτό το έργο την εποχή εκείνη λόγω πολλαπλών παραστάσεων στις ΗΠΑ και ο Lumet επέλεξε για ένα ήδη γραμμένο σκορ ”Δρόμοι Παλιοί”. Είπε ότι ο Lumet πλήρωσε 5.000 δολάρια και πρόσφερε έναν νέο μουσικό (Bob James) να κάνει τις διασκευές του τραγουδιού. Ο Μίκης ανέφερε ότι ο Bob James αργότερα έγινε επιτυχής και ότι του άρεσαν πάρα πολύ οι διασκευές του.
Είπε ότι ο Lumet ήταν ντυμένος πολύ απλά και την πρώτη φορά που θα τον συναντούσε, περπάτησε σε σκηνή των γυρισμάτων και τον κοίταξε. Βρήκε εκεί δύο άντρες και αποφάσισε να μιλήσει με τον καλύτερα ντυμένο, αλλά ήταν ο καθαριστής! Ο χειρότερα ντυμένος ήταν ο Lumet.
Λίγοι γνωρίζουν ότι η μουσική του Μίκη στο Serpico ήταν υποψήφια για βραβεία Grammy και BAFTA και ότι ο Pacino κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα για την ταινία.
Ο Μίκης μας ανέφερε ο Al Pacino αγάπησε την Ελλάδα και τη μουσική του, και ήθελε να εμφανιστεί ως αφηγητής σε παράσταση στην Επίδαυρο με βάση τη μουσική του, αλλά ότι το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ποτέ δεν το επιχορήγησε και το γεγονός δεν συνέβη ποτέ.
Ο Μίκης και οργανοπαίκτες μπουζουκιού
Θέσαμε το ερώτημα ποιον πιστεύει πως υπήρξε ο καλύτερος οργανοπαίκτης μπουζουκιού και παρόλο που ο ίδιος είπε ότι ο Παπαδόπουλος και Καρνέζης ήταν μεγάλοι, παραδέχτηκε ότι ο Μανώλης Χιώτης ήταν ο καλύτερος, με διαφορά. Είπε ότι ο Χιώτης εισήγαγε νέους τρόπους παιξίματος, νέες συγχορδίες κλπ. Και ότι ήταν πολύ, πολύ γρήγορος και έπαιζε και καθαρά. Αλλά τον έχασε για κάποιο χρονικό διάστημα γύρω στο 1965 από τότε που ο Χιώτης πήγε για παραστάσεις στις ΗΠΑ.
Στη συνέχεια περιέγραψε τον θάνατο του Χιώτη ως εξής: ήταν ένα βράδυ του ... .1967 και ο Μίκης ήταν φυλακισμένος επί Ελληνικής Στρατιωτικής Δικτατορίας, στον Ωρωπό, ένα χωριό έξω από την Αθήνα. Εκείνο το βράδυ, ο Μίκης περπατούσε στη βεράντα, έξω από το κελί του, και ξαφνικά άκουγε από απόσταση ενα μπουζούκι να παίζει το τραγούδι του «Σε πότισα ροδόσταμο». Συνειδητοποίησε από το στυλ ότι ήταν ο Χιώτης, ο οποίος είχε σπίτι στον Ωρωπό αλλά δεν ήταν κρατούμενος. Την επόμενη μέρα άκουσε ότι ο Χιώτης πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Τα μεγάλα Ελληνικά ποιήματα
Ρωτήσαμε τον Μίκη ποιός πιστεύει ότι ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής από την ομάδα των τριών, του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Ελύτη. Είπε: ”Πιστεύω ότι ο Σεφέρης”, αλλά όλοι μας εκπλαγήκαμε όταν συνέχισε περαιτέρω λέγοντας ότι ακόμα καλύτερος και από τους τρεις ήταν ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Όταν ρώτησα γιατί δεν προσπάθησε να γράψει μουσική στα ποιήματα του Καβάφη, είπε ότι τα ποιήματα του Καβάφη δεν ήταν κατάλληλα ως στίχοι για τη μουσική, αλλά ότι έγραψε μουσική υπόβαθρου ενώ η Μαρία Φαραντούρη διάβαζε την ποίησή του. Αυτό το έργο, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ, είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Μίκη.
Επίλογος
Ένας σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος, σπουδαίος καλλιτέχνης στην Ελλάδα καί τόν κόσμο ολόκληρο. Η μουσική του είναι εδώ καί θα μείνει για πάντα. Θά ξαναανακαλύπτεται πολλές φορες στους αιώνες των αιώνων. Έζησα πολλές φορές τη φυσική αγάπη πολλών ανθρώπων για τη μουσική του Μίκη.
Πριν από λίγο καιρό βρισκόμουν στην Πλάκα σε ένα εστιατόριο με ζωντανή μουσική και μια ηλικιωμένη γυναίκα ζήτησε από τη μπάντα να παίξει το τραγούδι του Μίκη ”Καημός ”. Ρώτησα την κυρία γιατί ζήτησε αυτό το τραγούδι και είπε ότι αγαπούσε τη μουσική Θεοδωράκη και ότι ήταν από την... Αργεντινή. Πρόσφατα, ψώνιζα σε ένα παντοπωλείο στην Κύπρο. Το τραγούδι ”Μυρτιά” έπαιζε στο παρασκήνιο και ένας νεαρός εργάτης το τραγουδούσε.
Η περισσότερη μουσική έρχεται και πηγαίνει αλλά, κατά την άποψή μου, η μουσική του Μίκη, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Ζαμπέτας, θα παραμείνει για αιώνες, όπως ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη.
Μέρος της συνάντησης και της κουβέντας μας με τόν Μίκη είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο https://www.youtube.com/watch?v=0CnoNCcQkL8&index=3&list=PLclZ0xFb1in8mjxBVSqEulDrJ5nU5gIW9