Η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνομιλία του με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι ήταν το αυτονόητο. Αλλά ζούμε σε εποχές όπου τα αυτονόητα δεν είναι δεδομένα – γι’ αυτό και έχει σημασία να λέγονται. Η δήλωσή του ότι καμία λύση δεν μπορεί να επιβληθεί στην Ουκρανία χωρίς τη θέλησή της, τη στιγμή που πολλοί δείχνουν αμήχανοι μπροστά στη στάση των ΗΠΑ, στέλνει ένα μήνυμα με βαρύνουσα σημασία.
Διότι αυτή την περίοδο, η διεθνής σκηνή μοιάζει να κινείται μεταξύ σιωπηρής ανοχής και ρητής αποδοχής της αμερικανικής στρατηγικής. Οι ισχυροί διαμορφώνουν πλαίσια, οι υπόλοιποι ακολουθούν. Όμως, καμία σοβαρή χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί να κινείται μόνο στη λογική του συρμού. Καμία ηγεσία που κατανοεί τη γεωπολιτική πραγματικότητα δεν πρέπει να αποδέχεται παθητικά τις τάσεις της συγκυρίας. Η Ελλάδα έκανε αυτό που έπρεπε: διατύπωσε ξεκάθαρα τη θέση της.
Αυτό δεν είναι απλώς μια στάση αλληλεγγύης προς την Ουκρανία. Είναι μια θεμελιώδης θέση αρχής: οι αποφάσεις για το μέλλον ενός κυρίαρχου κράτους δεν μπορούν να λαμβάνονται ερήμην του. Και αυτή η θέση αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν τη δούμε στο ευρύτερο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων καθώς και στο πιο δικό μας πλαίσιο ήτοι αυτό του Κυπριακού.
Παρακολουθούμε, παρά την απουσία των προϋποθέσεων, μια κινητικότητα γύρω από το Κυπριακό καθώς και μια μάλλον απρόσμενη διαθεσιμότητα από δικής μας πλευράς. Σε τέτοιες λοιπόν στιγμές, η τοποθέτηση του Έλληνα πρωθυπουργού αποκτά μια ευρύτερη διάσταση: το ίδιο που ισχύει για την Ουκρανία, ισχύει και για κάθε κυρίαρχο κράτος. Καμία λύση δεν μπορεί να επιβληθεί απέξω. Κανένα σχέδιο δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συναίνεση εκείνων που αφορούν οι αποφάσεις.
Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ένας παθητικός παίκτης στο διεθνές σκηνικό. Κάποιες φορές, η ευθύνη μιας χώρας είναι να σηκώσει ανάστημα, ακόμα κι αν η θέση της δεν είναι «της μόδας». Οι ισχυροί, στην πραγματικότητα, δεν εκτιμούν όσους απλώς προσαρμόζονται στις επιταγές τους. Εκτιμούν όσους έχουν σταθερές θέσεις και ξέρουν να τις υπερασπίζονται.
Γι’ αυτό, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι απλώς μια στιγμή διπλωματικής τάξης. Είναι μια αναγκαία υπενθύμιση ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών δεν είναι διαπραγματεύσιμα σε κλειστές αίθουσες, χωρίς τη δική τους φωνή στο τραπέζι. Και αυτή η υπενθύμιση είναι, σήμερα, ιδιαίτερα σημαντική και επιβεβλημένη.