Μετά από επτά συνολικά δίσκους (που ο τέταρτος εγκαινίασε το ’06 την δισκογραφική εταιρεία Puzzlemusik και η οποία έκτοτε εξελίχθηκε σε μιαν από τις ελάχιστες πλέον παραγωγικότατες, έγκριτες και υψηλοτάτων ποιοτικών κριτηρίων ως προς το ρεπερτόριο των ελληνικών ανεξάρτητων εταιρειών) ο - με κλασική παιδεία - συνθέτης, στιχουργός, πιανίστας αλλά και ερμηνευτής Χρήστος Αλεξόπουλος αποφάσισε να τερματίσει για απεριόριστο διάστημα την προσωπική διαδρομή του. Αντ’ αυτής σχημάτισε ένα συγκρότημα με επίκεντρο την εξαίρετη ερμηνεύτρια Μαρία Λατσίνου (ο ίδιος πλέον δεν τραγουδά καθόλου), η οποία ήταν μόνιμη συνεργάτιδα του, τόσο στο στούντιο όσο και στη σκηνή, από το δεύτερο album του. Ένα συγκρότημα που, ήδη με τον θαυμάσιο πρώτο δίσκο του (αν και κυκλοφόρησε με το όνομα μόνον της Μαρίας Λατσίνου) «Μια Ανάσα Δρόμος» του ’15 ο οποίος περιείχε τραγούδια που υπήρχαν στις προηγούμενες εργασίες του, αλλά ενορχηστρωμένα και παιγμένα με πάρα πολύ διαφορετικό τρόπο, έδωσε αμέσως το στίγμα για ό,τι ο Χρήστος Αλεξόπουλος αποκαλεί «ηλεκτρικό αστικό τραγούδι του σήμερα».
Αφού μεσολάβησε το «Μια Ανάσα Μετά: Live @ ΙΛΙΟΝ Plus» - το οποίο κυκλοφόρησε μεν πέρυσι αλλά είχε ηχογραφηθεί ένα χρόνο νωρίτερα - το οριστικό πλέον σχήμα που, εκτός φυσικά από την Μαρία Λατσίνου στο τραγούδι και τον Χρήστο Αλεξόπουλο που είναι ο δημιουργός των τραγουδιών και παίζει πιάνο και keyboards, συμπληρώνεται από την ακορντεονίστρια Βάσω Μιχαηλίδου, τον Γιώργο Ανδρουλάκη ο οποίος παίζει κρητική λύρα με συμπαθητικές χορδές, τον μπασίστα Γιώργο Λιάπη και τον ντράμερ Φοίβο Βαλαβάνη, μετέβη το περασμένο καλοκαίρι για μια περίπου εβδομάδα σε μιαν απομονωμένη αγροικία στη Λάρυμνα της Φθιώτιδας την οποία μετέτρεψε προσωρινά σε στούντιο και ηχογράφησε εκεί την επόμενη εργασία του.
Το αποτέλεσμα κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό με το όνομα πλέον Μαρία Λατσίνου & Mokita (ναι, το ανώνυμο σχήμα έχει πια όνομα!) σε ένα CD με τίτλο «Λάρυμνα», προφανώς ως φόρο τιμής στον τόπο όπου σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε και όχι απλά ηχογραφήθηκε. Το «Λάρυμνα», χωρίς να αλλάζει ούτε στο ελάχιστο την κομβική θέση της φωνής της Μ. Λατσίνου, προχωρεί πολύ πιο πέρα από τον πρώτο δίσκο τους, αφενός ενσωματώνοντας στην ενορχηστρωτική και ηχητική παλέτα τους πολλά περισσότερα στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής μας και μάλιστα με πολύ πιο εμφανή αλλά και δημιουργικά επεξεργασμένο τρόπο και αφετέρου με την μουσική συνολικά να αναπτύσσεται πολύ περισσότερο, ενορχηστρωτικά και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και συνθετικά, προς νέες, πολύ πιο φιλόδοξες και απαιτητικές, εν πολλοίς ανεξερεύνητες – και όχι μόνο από τους ίδιους – και άκρως ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις.
Η Μαρία Λατσίνου και ο δημιουργικός εγκέφαλος και αναμφίβολη ηγετική φυσιογνωμία των Mokita Χρήστος Αλεξόπουλος μου μίλησαν για την «αποκάλυψη» που τους συνέβη καθ’ οδόν προς...Λάρυμνα (και φυσικά στην διάρκεια της διαμονής τους εκεί) και καρπός της είναι αυτός ο τόσο όμορφος αλλά και εξίσου σημαντικός δίσκος.
Καταρχήν μια ερώτηση που αφορά μεν στο συγκρότημα αλλά ουσιαστικά είναι απολύτως προσωπική για εσένα Χρήστο. Θεωρείς ότι αυτό που κάνετε με τους Mokita είναι η συνέχεια της προσωπικής διαδρομής σου ή κάτι ολότελα διαφορετικό και το νήμα που σταμάτησε στον τελευταίο δίσκο σου πιθανόν θα το ξαναπιάσεις σε ευθετότερο χρόνο;
Χρήστος Αλεξόπουλος: Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Τυπικά η προσωπική δισκογραφική διαδρομή μου σταμάτησε το 2012 με το «MeanTime» και ήταν μία συνειδητή επιλογή, μια απόφαση που πάρθηκε έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του. Ουσιαστικά όμως αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος – ή το όχημα αν θες – με το οποίο εμφανίζομαι προς τα έξω. Δηλαδή οι αναζητήσεις και η μουσική διαδρομή μου δεν σταμάτησαν επειδή έπαψα να δισκογραφώ με το brand name «Χρήστος Αλεξόπουλος» και ούτε βέβαια έπαψα να συνθέτω. Επέλεξα όμως να δημιουργώ μέσα από μία λιγότερο μοναχική διαδικασία, με έναν κώδικα συνεργασίας. Οπότε στην πράξη συμβαίνει το εξής, από τη μια ακολούθησα το νήμα που αναφέρεις και από την άλλη, επειδή η δημιουργική διαδικασία ήταν από τη φύση της αρκετά διαφορετική, σταδιακά οδηγήθηκα σε μέρη που πιθανόν να μην είχα οδηγηθεί. Δεν θα το μάθουμε ποτέ με ακρίβεια αυτό.
Πόσο διαφορετικό είναι το να ερμηνεύεις παλαιότερα και ήδη γνωστά σου τραγούδια του Χρήστου όπως συνέβαινε στον πρώτο δίσκο και καινούρια που έχει γράψει ο ίδιος και όχι μόνον πλέον;
Μαρία Λατσίνου: Δεν είναι πολύ διαφορετικό, δεδομένου ότι το μουσικό και στιχουργικό ύφος του Χρήστου το γνωρίζω καλά και μπορώ να ελιχθώ και να λειτουργήσω δημιουργικά μέσα σ’ αυτό. Μια σημαντική διαφορά είναι η πορεία και η εξέλιξη των τραγουδιών. Στον πρώτο δίσκο είχα ήδη μια ολοκληρωμένη εικόνα για κάθε τραγούδι, έστω και αν ενορχηστρωτικά και ερμηνευτικά υπήρχαν διαφοροποιήσεις, κυρίως λόγω της σύνθεσης του σχήματος. Στο νέο δίσκο όμως όλα έγιναν από την αρχή. Όλο το σχήμα συνέβαλε στην τελική μορφή των τραγουδιών, πάντα σεβόμενοι την αρχική ιδέα του Χρήστου. Νομίζω ότι αυτό από μόνο του είχε πολύ ενδιαφέρον, ήταν για εμάς σαν παιχνίδι.
Κάνοντας όχι φυσικά απολογισμό αφού είναι πάρα πολύ νωρίς για αυτό αλλά μιαν αναδρομή στα μέχρι τώρα στάδια της μπάντας πώς θα ανέλυες συνοπτικά τι ήταν καθένα από αυτά και πώς οδήγησε στο επόμενο και τελικά στο σημερινό;
Χ. Α.: Η ως τώρα πορεία είναι πολύ ξεκάθαρη στο μυαλό μου και εκτιμώ ότι ισχύει το ίδιο και για την Μαρία και όλα τα μέλη των Mokita. Το πρώτο album ήταν η πρώτη έκθεση, ας πούμε η πρώτη παρουσίαση του τι είχαμε βάλει στο νου μας να κάνουμε. Ένα τραγούδι σύγχρονο που να ανανεώνει τον ήχο του ελληνικού τραγουδιού συνδυάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία από διάφορα ιδιώματα (rock, jazz, παραδοσιακές μουσικές) με ένα τρόπο αλλά και μιαν ενορχήστρωση που δεν είχε παρουσιαστεί ως τώρα. Επιδιώκαμε – και θεωρούμε ότι το επιτύχαμε – ένα αποτέλεσμα που, ενώ θα ηχούσε οικείο στον ακροατή, στην ουσία θα ήταν καινούριο. Αφήνοντας πίσω μας αυτόν τον πρώτο σταθμό κρίναμε στην πορεία - και μέσα από τη συναυλιακή πράξη - πως κάποια στοιχεία του τελικού αποτελέσματος, μας ταίριαζαν περισσότερο και κάποια άλλα λιγότερο. Έτσι άρχισε κάπως να μεταβάλλεται ο ήχος μας και αυτό το δεύτερο μεταβατικό στάδιο κατεγράφη στο «Μια Ανάσα Μετά: Live @ ΙΛΙΟΝ Plus» το οποίο, αν και live, περιείχε σχεδόν αποκλειστικά νέα τραγούδια. Στην πορεία σταθεροποιήθηκε πλήρως και η σύνθεση του σχήματος (το οποίο βέβαια δεν είχε γνωρίσει και πολλές αλλαγές αλλά, όπως και αν έχει, παγιώθηκε πλέον) και απέκτησε το όνομα Mokita. Αυτό συνέπεσε με την απόφαση μας να ηχογραφήσουμε το περασμένο καλοκαίρι στην αγροικία στη Λάρυμνα, έχοντας μάλιστα έτοιμα φτάνοντας εκεί μόνο τα μισά από τα τραγούδια του δίσκου. Τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν επί τόπου, από το μηδέν, μέσα στο διάστημα των έξι ημερών που διήρκεσε η διαδικασία. Η διαδικασία αυτή, όντας από τη μια έντονη και απαιτητική αλλά ταυτόχρονα και κάπως χαλαρή - είναι παράδοξο αυτό αλλά ισχύει - επέσπευσε τη διαδικασία αλλαγής του ήχου μας και έφερε στην επιφάνεια δημιουργικές μεθόδους που μέχρι τότε υπήρχαν στον τρόπο δουλειάς μας μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση. Ετσι φτάσαμε στο «Λάρυμνα» το οποίο ηχητικά αποτελεί ένα άλμα σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές. Στη Λάρυμνα, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, εξελιχθήκαμε με τρόπο fast forward!
Έχει αλλάξει η φωνητική και γενικότερα ερμηνευτική προσέγγιση σου στο υλικό ή ακολουθείς μιαν απλά συνεχώς εξελικτική διαδικασία ως προς αυτό;
Μ. Λ.: Η ερμηνευτική προσέγγιση μάλλον δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ επί της ουσίας, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Όσο για τη φωνητική, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε μη, ήθελα να το αντιμετωπίσω λίγο αφαιρετικά. Ούτως ή άλλως μετά τον πρώτο δίσκο άλλαξε ο βασικός κορμός του σχήματος, με την έννοια ότι η λύρα και το ακορντεόν έχουν πια πρωταγωνιστικό και πιο ουσιαστικό ρόλο στις ενορχηστρώσεις με πολύ όμορφες μελωδικές και ρυθμικές παρεμβάσεις. Ο ρόλος της φωνής έπρεπε να αναθεωρηθεί! Αυτό με βοήθησε να χαλαρώσω λίγο παραπάνω και να περιοριστώ στο αμιγώς ερμηνευτικό σκέλος, χωρίς πολλούς φωνητικούς ακροβατισμούς, κάτι που απολαμβάνω εξίσου. Σ’ αυτό τον δίσκο, κατά τη γνώμη μου, έχω ένα πιο ήρεμο και ώριμο φωνητικό προφίλ. Τώρα το αν θα μου γυρίσει στο μέλλον δεν το γνωρίζω!
Η αρχική ιδέα ότι η Μαρία είναι όχι το σημαντικότερο αλλά το κεντρικό πρόσωπο της μπάντας, ότι τα πάντα δομούνται γύρω και με επίκεντρο την φωνή της, παραμένει ή έχει αλλάξει; Και με την ευκαιρία, αν είχες διαβάσει τη λέξη Mokita τότε, το γκρουπ θα είχε εξαρχής όνομα ή ούτως ή άλλως τώρα ήταν η στιγμή για να γίνει αυτό;
Χ. Α.: Το να μην έχει εξαρχής όνομα το σχήμα είχε να κάνει με το ότι επικοινωνιακά κρίθηκε πιο κατάλληλη επιλογή για την δεδομένη στιγμή. Ενας λόγος για αυτό ήταν ότι στο αρχικό concept υπήρχε η πρόθεση το σχήμα να είναι αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «vocal centered»...Εξακολουθεί να ισχύει αυτό;...πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν έχεις να κάνεις με μία φωνή με τέτοιες δυνατότητες και τόσο ευρεία γκάμα; Θα έλεγα ότι στην πορεία έχει κλείσει κάπως το «ψαλίδι» και το σχήμα παραμένει «vocal centered» μεν αλλά σε μικρότερο βαθμό δε. Δευτερευόντως θα ήταν καλό να υπάρξουν ζυμώσεις ανάμεσα στα μέλη του σχήματος πριν πάρει όνομα, δεν γνωρίζονταν όλοι με όλους όταν ξεκινήσαμε. Με τον τρόπο που εξελίχθηκε το σχήμα ήρθε η ώρα να αποκτήσει και όνομα. Την λέξη Mokita (και τη σημασία της) την συνάντησα πριν λίγα χρόνια. Σημαίνει «η αλήθεια που όλοι γνωρίζουν αλλά έχουν συμφωνήσει να μη μιλούν για αυτήν» και είναι λέξη της φυλής Kivila που ζει στην Παπούα Νέα Γουινέα. Την κράτησα στο νου μου για όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.
Όταν αρχίζατε την ηχογράφηση του πρώτου album σας περνούσε από το μυαλό ότι το δεύτερο – έστω και με την μεσολάβηση του live – θα ήταν έτσι; Και πώς φαντάζεστε τη συνέχεια, αν υπάρχει κάποιοι πλάνο για αυτήν;
Μ. Λ.: Νομίζω ότι κανείς δεν το είχε στο μυαλό του, η ιδέα προέκυψε από μια πρόταση του Γιώργου Λιάπη, όχι πολύ νωρίτερα από την ηχογράφηση. Βέβαια, σε χαλαρές συζητήσεις μεταξύ μας, υπήρχε αυτή η αναφορά σε σχήματα που ηχογραφούσαν σε παρόμοιες συνθήκες οπότε κατά μιαν έννοια υπήρχε στο μυαλό όλων μας αυτός ο ευσεβής πόθος, που τελικά έγινε πραγματικότητα. Όσο για τη συνέχεια κανείς δεν ξέρει και εγώ προσωπικά δεν είμαι άνθρωπος που κάνω μακρόπνοα και υπολογισμένα σχέδια. Ακολουθώ τις προκλήσεις και η πορεία πάντα δείχνει ότι όσο και να οργανώνεις, όσο και να σχεδιάζεις, το μη αναμενόμενο, οι αυθόρμητες ιδέες και οι ανατροπές, είναι αυτά που κάνουν τη ζωή ενδιαφέρουσα!
Πέραν από το ότι ίσως το έχουν κάνει ξένα συγκροτήματα στο παρελθόν (όταν μου το είχες πει μου ήρθε αμέσως στο μυαλό το ντεμπούτο των Band «Music From Big Pink» του οποίου ο τίτλος προέρχεται ακριβώς από το όνομα μιας εξοχικής κατοικίας, στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, όπου ηχογραφήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος) και την διαφορετική, γιατί όχι ακόμα και διασκεδαστική, εμπειρία υπήρχαν συγκεκριμένοι μουσικοί ή άλλοι λόγοι που σε έκαναν να αποφασίσεις να μην ηχογραφήσετε το album στο στούντιο όπου συνήθως ηχογραφούνται οι δίσκοι της Puzzlemusik αλλά να πάτε σε μια μακρινή αγροικία και να στήσετε ένα στούντιο εκεί ειδικά για την περίσταση; Είχε κάτι ιδιαίτερο αυτός ο τόπος που σε έκανε να πιστεύεις ότι το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου θα ήταν καλύτερο; Θα το ξανάκανες ή είναι κάτι που συμβαίνει μια και μόνη φορά;
Χ. Α.: Το να ηχογραφήσουμε στη Λάρυμνα, όπως είπε και η Μαρία, δεν ήταν δική μου απόφαση. Μετά την πρόταση του Γιώργου το συναποφασίσαμε και οι έξι, κανείς μας δεν διαφώνησε. Οι λόγοι ήταν ποικίλοι. Ναι, θα το έκανα ξανά αλλά δεν ξέρω αν θα υπάρξουν πάλι οι κατάλληλες συνθήκες και οι ανάλογες δημιουργικές ανάγκες για κάτι τέτοιο ή πότε θα υπάρξουν.
Έχεις κλασική παιδεία και σε γνωρίσαμε - και αρκετά χρόνια σε ξέραμε - ως rock ερμηνεύτρια με πολλές προεκτάσεις προς τη σύγχρονη μουσική, ακόμα και την avant garde.Πόσο οικεία λοιπόν σου είναι, τόσο ως ακροάτρια όσο και ερμηνευτικά, η παραδοσιακή μουσική που έξαφνα κάνει αισθητή την παρουσία της στον νέο δίσκο και πώς αισθάνεσαι ερμηνεύοντας τραγούδια τα οποία βασίζονται και σε αυτήν;
Μ. Λ.: Η παραδοσιακή μουσική μου είναι οικεία ως ακροάτρια. Από μικρή, σε τραπεζώματα και γλέντια, άκουγα τη γιαγιά να τραγουδάει, κυρίως καλαματιανά και της τάβλας και στο κασετόφωνο έπαιζαν κλαρίνα. Τότε τα είχα απορρίψει, δεν ήταν και τόσο συμβατά με την ηλικία μου. Αργότερα βέβαια εκτίμησα τον πλούτο, το εύρος και την ειλικρίνεια της μουσικής παράδοσης και μέχρι τώρα θαυμάζω απεριόριστα τους τραγουδιστές που την υπηρετούν. Είναι ένα φωνητικό ιδίωμα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό. Δεν μπορώ να πω ότι έχω τη στόφα ενός παραδοσιακού τραγουδιστή, φωνητικά κινούμαι πιο δυτικά, όμως μ’ αρέσει να κάνω ένα πέρασμα από αυτούς τους ιδιαίτερους δρόμους, να πειραματίζομαι και να παίρνω γνώση και εμπειρία.
Τα καθόλου λίγα στοιχεία από ένα μάλιστα αρκετά μεγάλο εύρος της παραδοσιακής μουσικής μας που υπάρχουν στον δίσκο δεν αντιφάσκουν με το ηλεκτρικό αστικό τραγούδι του σήμερα για το οποίο μιλούσες στο ξεκίνημα του γκρουπ; Ή το concept αυτό έχει αναθεωρηθεί και πλέον δεν ισχύει;
Χ. Α.: To concept ισχύει στο ακέραιο. Τα στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής αποτελούν τμήμα της συνολικότερης πρότασης μας για το ηλεκτρικό αστικό τραγούδι του σήμερα. Τα στοιχεία αυτά είχαν για μεγάλο διάστημα εξοβελιστεί από το αστικό τραγούδι, δεν είχαν καμία θέση σε αυτό. Δεν θα πω αν ήταν «λάθος» αυτή η προσέγγιση ή όχι, πιθανότατα ήταν κάτι που «έπρεπε» να συμβεί. Οι εποχές αλλάζουν όμως και πιστεύω ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να μπολιαστεί με τέτοια στοιχεία το αστικό τραγούδι.
Οι στίχοι των τραγουδιών του πρώτου album σαφώς έδιναν το στίγμα και αποτύπωναν τα συναισθήματα μιας γενεάς σε μια συγκεκριμένη κοιινωνικοπολιτική συγκυρία της Ελλάδας. Θα έλεγες ότι ακριβώς το ίδιο αλλά λίγα χρόνια αργότερα κάνουν και αυτοί του «Λάρυμνα» ή έχουν μιαν εντελώς διαφορετική διάσταση;
Μ. Λ.: Θεωρώ ότι και στον καινούριο δίσκο το στίγμα παραμένει, ο τρόπος είναι λίγο διαφορετικός. Ο ήχος σίγουρα έχει εξελιχθεί και η θεώρηση των ίδιων πραγμάτων γίνεται από μια διαφορετική θέση που σίγουρα δεν είναι θέση παραίτησης. To «Λάρυμνα» πραγματεύεται τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες ιδέες και τα ίδια συναισθήματα απέναντι στην, όχι και τόσο ενθαρρυντική, πραγματικότητα ιδωμένα από ένα διαφορετικό πρίσμα.
Οι στίχοι των τραγουδιών είναι σαφώς πιο «σκοτεινοί» αυτή τη φορά. Αυτό οφείλεται στο ότι είσαι πιο απαισιόδοξος προσωπικά, κοινωνικοπολιτικά ή και τα δύο από όσο ήσουν την εποχή του πρώτου δίσκου ή απλά έτσι σου προκύπτει να εκφράζεσαι στιχουργικά στην παρούσα φάση;
Χ. Α.: Θα έλεγα ότι συνολικά τα τραγούδια του «Λάρυμνα», τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος, τόσο ώστε σαν σύνολο να αφήνουν την αίσθηση του «έργου» και όχι του δίσκου. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που ο ακροατής πράγματι εισπράττει του στίχους ως σκοτεινότερους από ότι στο παρελθόν. Το «Σφίγγει Ο Κλοιός» είναι σίγουρα το σκοτεινότερο όλων, κάτι σαν θεατρικό μονόπρακτο ή ταινία μικρού μήκους στο οποίο συναντάμε τον κεντρικό χαρακτήρα ακριβώς τη στιγμή στην οποία συνειδητοποιεί ότι δεν έχει καμία διέξοδο και αποδεικνύεται ότι πράγματι δεν έχει. Το album «ανοίγει» όσο εξελίσσεται και σταδιακά εισβάλουν χαραμάδες φωτός, σκέψεις που σε βοηθούν να αντέχεις όταν σε καταλαμβάνει η απαισιοδοξία. Το «Όλα Αυτά Που Δεν Θα Γίνουν Ποτέ» και το «Στο Τέλος Της Ημέρας» είναι τέτοιες περιπτώσεις. Όσο για το αν είμαι πιο απαισιόδοξος από όσο πριν από λίγα χρόνια θα έλεγα ότι σίγουρα είμαι πιο προβληματισμένος και πιο θυμωμένος. Αυτά με κάνουν κάποιες φορές να είμαι και πιο απαισιόδοξος αλλά όταν συμβαίνει αυτό δεν κρατάει πολύ. Είμαι πρακτικός άνθρωπος και σχετικά αισιόδοξος.
Και τα πιο άμεσα σχέδια, για το καλοκαίρι και αμέσως μετά, των Μαρία Λατσίνου & Mokita πλέον;
Μ. Λ.: Το πιο άμεσο σχέδιο είναι η παρουσίαση του δίσκου. Ο χώρος θα είναι πιθανόν έκπληξη, συζητιέται κάτι πολύ ωραίο για τον Σεπτέμβριο. Οπότε μπαίνουμε στη διαδικασία προβών εν μέσω καλοκαιριού που θα είμαστε και λίγο πιο χαλαροί από πλευράς χρόνου και υποχρεώσεων!
Κρίνοντας από το τι συνέβη στην περίπτωση του δίσκου το αποτέλεσμα προμηνύεται τουλάχιστον εντυπωσιακό και δεν μπορώ παρά να το περιμένω ανυπόμονα...