Θεωρητικά ο οπαδός ενός πρωτόγονου ωφελιμισμού θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς αφορά το παρόν ή το μέλλον και ότι γνώσεις γύρω από το παρελθόν και την εξέλιξή του είναι απώλεια πολύτιμου για άλλα πεδία μάθησης χρόνου. Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η παιδεία πρέπει να οδηγεί σε κάτι πρακτικό, σε χειροπιαστές δεξιότητες. Ότι πρέπει να έχει εφαρμογές στην καθημερινότητα, να είναι χρηστική και να λειτουργεί ως εργαλείο «επίλυσης προβλημάτων».
Δεν είναι, επίσης, δύσκολο να φανταστεί κανείς α-ιστορικούς (ή ανιστόρητους) ανθρώπους, πολίτες που ούτε γνωρίζουν, αλλά ούτε και ενδιαφέρονται ή επιθυμούν να μάθουν ποιο ήταν το παρελθόν, και που αισθάνονται πολύ άνετα με την κατάσταση αυτή. Τουλάχιστον τόσο άνετα, όσο και εκείνοι που δεν μπορούν να λύσουν εξισώσεις, επειδή δεν είναι μαθηματικοί ή δεν μπορούν να διαβάσουν Θουκυδίδη από το πρωτότυπο, διότι δεν είναι φιλόλογοι.
Η σχέση της νέας γενιάς με την Ιστορία στην Ελλάδα - και όχι μόνον εδώ - είναι προβληματική και υπάρχουν λόγοι γι αυτή την εξέλιξη.
Έτσι και με την Ιστορία: η ενασχόληση με το παρελθόν, λένε, είναι ιδιαιτερότητα των ιστορικών και η γνώση του παρελθόντος είναι υποχρέωση των ειδικών.
Η σχέση της νέας γενιάς με την Ιστορία στην Ελλάδα - και όχι μόνον εδώ - είναι προβληματική και υπάρχουν λόγοι γι αυτή την εξέλιξη. Ένας από τους πιο βασικούς είναι η κατάσταση που επικρατεί με τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Για λόγους που δεν μπορούν να συζητηθούν εδώ, η Ιστορία στο σχολείο έγινε ένα αποτυχημένο μάθημα, χωρίς να φταίει η ίδια γι αυτό και μάλλον χωρίς η αποτυχία να βαρύνει πρωτίστως τους διδάσκοντες.
Το παρελθόν, έτσι όπως το προδιαγράφουν τα αναλυτικά προγράμματα και το εμφανίζουν στους μαθητές τα σχολικά εγχειρίδια, προκαλεί φόβους και ενεργοποιεί άμυνες. Αντί να δημιουργεί έλξη και έρωτα για την ιστορία, χαρά στην απόκτηση της ιστορικής γνώσης, εσωτερική ικανοποίηση και ευφορία από την αντικατάσταση του σκότους της άγνοιας για τα συμβάντα με το φως της ιστορικής γνώσης για τη δράση ατόμων, ομάδων και οργανισμών, προκαλεί τάσεις φυγής, περιχαράκωση στο παρόν, έλξη για τις εφαρμογές και τις επιστήμες των εφαρμογών, επιθυμία απαλλαγής από την ιστορική αφήγηση.
Κάποιο μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση αυτή έχει και ο ιστορικός λόγος που παράγεται έξω από τον γυάλινο πύργο της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών, δηλαδή η λεγόμενη δημόσια Ιστορία. Και δεν εννοώ με αυτό μόνον τις απλουστεύσεις ή τις ενίοτε δυσεξήγητα σφοδρές αντιπαραθέσεις στον δημόσιο χώρο γύρω από ιστορικά συμβάντα με τις σχετικές αρνήσεις, σιωπές, αφαιρέσεις, προσθήκες και μεταποιήσεις, όσο τη σύγχυση που προκαλούν απόψεις για την ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με τις οποίες οι απεικονίσεις του παρελθόντος ούτε λίγο ούτε πολύ δεν δεσμεύονται από τα γεγονότα, ότι επομένως είναι ενδεχομενικές, εξαρτώνται ως «κατασκευές» από τη βούληση και τις επιδιώξεις του αφηγητή και κρίνονται εντέλει όχι τόσο από το αν είναι ακριβείς και περιεκτικές απεικονίσεις μιας εποχής, μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος, αλλά από το αν υπηρετούν κάποιον πολιτικά επιθυμητό (καλό) σκοπό, όπως π.χ. την καταπολέμηση του ρατσισμού, τη συναδέλφωση των λαών, την προώθηση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων - ο κατάλογος των καλών σκοπών είναι ανοικτός.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του νέου κώδικα αξιών που αυτή πρεσβεύει και επιχειρεί να καθιερώσει όπου συναντά πρόσφορο έδαφος, ο ιστορικός σχετικισμός και αγνωστικισμός ενισχύεται από την πολιτική ορθότητα, δηλαδή από τη γνώριμη σε ολοκληρωτικά (πολιτικά ή πολιτισμικά) καθεστώτα επιβολή κανόνων λόγου, οι οποίοι να ενθαρρύνουν συγκεκριμένες αφηγήσεις και εκδοχές - μέχρι και επιλογές λεξιλογίου - και να απαγορεύουν άλλες, καταγγέλλοντάς τες ως «ρατσιστικές», «ξενοφοβικές», «οπισθοδρομικές» κλπ. Ο συνδυασμός των δύο αυτών ιδεολογικών ρευμάτων του ιστορικού σχετικισμού και της πολιτικής ορθότητας τείνει να ακυρώσει οποιαδήποτε προσπάθεια γνήσιας και ανιδιοτελούς ιστορικής παιδείας ως στοιχείου μόρφωσης και διαμόρφωσης της προσωπικότητας του μαθητή και του πολίτη.
Η υπέρμετρη ιδεολογικοποίηση της ιστορικής αφήγησης δεν δημιουργεί μόνο σύγχυση, αλλά και απώθηση της ιστορικής γνώσης. Ποιος θα αποφάσιζε να δαπανήσει χρόνο και να καταβάλει μόχθο προκειμένου να αποκτήσει θεμελιωμένες ιστορικές γνώσεις, για να πληροφορηθεί λίγο αργότερα από κάποιον ειδήμονα και επαΐοντα ότι αυτό που εκείνος θεωρεί έγκυρη γνώση δεν είναι παρά μια απλή εκδοχή για το παρελθόν, ανάμεσα σε πολλές άλλες, «αφήγημα» που προέκυψε μέσα από τις ιδεολογικές επιλογές, τη βούληση, την ταυτότητα, τους σχεδιασμούς, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις του παραγωγού της ιστορικής αφήγησης, του ιστοριογράφου, και ότι ούτε λίγο ούτε πολύ έχασε το χρόνο του αναζητώντας να ανακαλύψει κάτι που είναι αδύνατον να προκύψει: αντικειμενική απεικόνιση της δράσης των ιστορικών υποκειμένων και ρεαλιστική ερμηνεία των κινήτρων τους;
Κάπου εδώ βρισκόμαστε, όταν διαβάζουμε και ακούμε ειδικούς και άλλους να προτείνουν την αναθεώρηση εκ μέρους του σχολείου και της κοινωνίας των μέχρι τώρα πρακτικών και παραδόσεων σχετικά με τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου ως εθνικής επετείου, αφού, όπως ισχυρίζονται, η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί κάτι δυσάρεστο - την έναρξη για την Ελλάδα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου - και όχι κάτι ευχάριστο, όπως είναι η λήξη του πολέμου με την αποχώρηση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων από τη χώρα.
Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της (όχι και τόσο) νεωτερικής πρότασης για τη μετάθεση του σχολικού εορτασμού από την 28η Οκτωβρίου σε κάποια από τις ημερομηνίες αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων - οι ημερομηνίες είναι πολλές, και αυτό συνιστά ένα πρακτικό πρόβλημα για τον αριθμό των απελευθερώσεων που θα εορτάζονται - είναι το δηλωμένο, καθώς είναι πιθανό να υπάρχει και άδηλο ή αδήλωτο, σκεπτικό: η αλλαγή γίνεται στο όνομα κάποιας (υπερβατικής) «προόδου» και η «πρόοδος» συνίσταται στην καταπολέμηση του (υποτιθέμενου) εθνικισμού ή εθνοκεντρισμού που μαστίζει το ελληνικό σχολείο.
Ο ελληνοκεντρισμός, σύμφωνα πάντοτε με την άποψη αυτή, προτιμά συγκρουσιακά γεγονότα, όπως είναι π.χ. η ελληνο-ιταλική σύγκρουση στην Ήπειρο το 1940, ενώ το (πολιτικά) ορθό θα ήταν να δίνεται έμφαση στη συνεργασία των λαών και την ειρήνη. Να μην εορτάζεται, λοιπόν, στο σχολείο η 28η Οκτωβρίου, διότι τότε οι Ιταλοί εμφανίζονται ως «εχθροί» και διαταράσσονται οι ελληνο-ιταλικές σχέσεις, ενώ αν υπάρχουν στο σχολείο και μαθητές ιταλικής καταγωγής, η γιορτή θα δημιουργήσει αισθήματα ενοχής και ντροπής στους συγκεκριμένους μαθητές.
Το επιχείρημα για τη διατάραξη των ελληνο-ιταλικών σχέσεων εξ αιτίας του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου δεν χρειάζεται σχολιασμό, αυτοσχολιάζεται. Το επιχείρημα, όμως, της πιθανής δημιουργίας δυσάρεστων ψυχικών καταστάσεων σε μαθητές με ιταλική καταγωγή (και σε άλλες περιπτώσεις εορτασμού ιστορικών γεγονότων στο σχολείο σε μαθητές με άλλες εθνικές ή εθνοτικές ταυτίσεις) χρειάζεται κάποιον σχολιασμό, διότι αυτός είναι ουσιαστικά ο πυρήνας της παιδαγωγικής πολιτικής ορθότητας.
μήπως η πραγματική αιτία για την φερόμενη ως αναγκαία μετάθεση της ημερομηνίας εορτασμού και του αντίστοιχου συμβολισμού της είναι κάποιο ενοχλητικό παράδοξο με το οποίο συνδέεται ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου από της σκοπιά της ιδεολογίας της «προόδου»;
Δεν αποκλείεται πράγματι οι σχολικοί εορτασμοί παρόμοιων επετείων να σχεδιαστούν με τόσο αντιπαιδαγωγικό τρόπο, ώστε η συγκεκριμένη σύγκρουση να παρουσιαστεί ως εθνοτική σύγκρουση, ως πολεμική αντιπαράθεση δύο εθνών (των Ιταλών και των Ελλήνων) για την οποία πρέπει να ντρέπεται κάθε σημερινός Ιταλός και να αισθάνεται υπερήφανος κάθε σημερινός Έλληνας. Ο πρώτος, για την εγκληματική πρωτοβουλία της ιταλικής ηγεσίας να εκδηλώσει στρατιωτική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ενώ ο δεύτερος για την απόφαση της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών, να επιλέξουν ως απάντηση τη σύγκρουση, αντί της συμμόρφωσης στη βούληση της ηγεσίας του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι ο Ιταλός μαθητής στην Ιταλία ή ο μαθητής με ιταλική καταγωγή στο ελληνικό σχολείο δεν αποτελούν τη «συνέχεια» των ιταλικών δυνάμεων που με τη βοήθεια κάποιων Αλβανών ομοϊδεατών τους επιτίθενται τον Οκτώβριο του 1940 στους Φιλιάτες, τον Παρακάλαμο, το Πωγώνι και το Καλπάκι. Μόνο μια άτσαλη αντιπαιδαγωγική προσέγγιση του σχολικού εορτασμού θα μπορούσε να τον κάνει να αισθανθεί έτσι.
Άλλωστε, αν ακολουθήσουμε αυτό το σκεπτικό της δήθεν προστασίας του μαθητή από τυχόν επικίνδυνες για την ψυχική του υγεία ταυτίσεις εξ αιτίας παιδαγωγικών σφαλμάτων του σχολείου, δεν έπρεπε να μιλάμε στη Γερμανία, αλλά ούτε και στην Ελλάδα όταν υπάρχουν στην τάξη μαθητές με γερμανική καταγωγή, για το Ολοκαύτωμα ή για τα φρικτά «μέτρα εξιλέωσης» των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, από το φόβο τυχόν λανθασμένων ταυτίσεων. Το ζήτημα αυτό η παιδαγωγική επιστήμη το έχει λύσει εδώ και δεκαετίες και μόνον όσοι δεν το γνωρίζουν μπορούν να εκδηλώνουν φόβους ότι ο σχολικός εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου οδηγεί στη δημιουργία στερεοτύπων και προκατάληψης εναντίον του «άλλου».
Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως οι παραπάνω φόβοι είναι εντέλει προσχηματικοί και μήπως η πραγματική αιτία για την φερόμενη ως αναγκαία μετάθεση της ημερομηνίας εορτασμού και του αντίστοιχου συμβολισμού της είναι κάποιο ενοχλητικό παράδοξο με το οποίο συνδέεται ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου από της σκοπιά της ιδεολογίας της «προόδου». Από τη σκοπιά αυτής της ιδεολογίας δεν ταιριάζει να είναι - σε επίπεδο ηγεσίας - φορέας της ένοπλης αντίστασης κατά της ιταλικής εισβολής και εισηγητής της στρατιωτικής αναμέτρησης ένας κυβερνήτης που σκιαγραφείται κατά τα άλλα ως η απόλυτη άρνηση στην «πρόοδο». Αυτή η «ανορθογραφία» της Ιστορίας μπερδεύει, και όταν δεν μπορεί να θεραπευθεί, για λόγους ιδεολογικής ευταξίας είναι προτιμότερο να μπαίνει σε παρένθεση. Η πρόταση για μετάθεση της ημερομηνίας του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου ίσως να κρύβει (υποσυνείδητα για ορισμένους, εντελώς συνειδητά για άλλους) και μια απόπειρα τακτοποίησης της ιστορικής μνήμης, ώστε αυτή να είναι συμβατή με την έννοια της «προόδου».
Είναι δυνατόν στην εποχή μας κάποιοι να πιστεύουν ακόμη ότι μπορούν να θεσπίσουν κανόνες μνήμης; Όπως φαίνεται, κάθε εποχή έχει τους δικούς της αιθεροβάμονες.