«Ζούμε σήμερα επισήμως ενδιαφέρουσες εποχές. Το πόσο αυτό αποτελεί κατάρα, μένει να το δούμε». Με τις φράσεις αυτές κλείνει το εισαγωγικό του σημείωμα ο Gideon Rose, διευθυντής της αναγνωρισμένης επιθεώρησης διεθνών σχέσεων, Foreign Affairs, στο τεύχος που κυκλοφορεί με θέμα το «μέλλον του διεθνούς συστήματος», και τον εύγλωττο τίτλο «Out of order?». Το ερωτηματικό του τίτλου του αφιερώματος κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Και τούτο γιατί όλα δείχνουν ότι βιώνουμε μία από εκείνες τις περιόδους της Ιστορίας, οι οποίες κάλλιστα μπορούν να χαρακτηριστούν «επιταχυντήριες». Επιταχύνουν δηλαδή ορισμένες εξελίξεις οι οποίες κυοφορούνταν χρόνια και πλέον αρχίζουν και παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτό δεν συνεπάγεται ραγδαίες εξελίξεις αλλά μάλλον, τη σταδιακή αλλαγή υποδείγματος στο διεθνές στερέωμα. Ενός υποδείγματος, το οποίο είχε οικοδομηθεί μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, με νωπές ακόμη τις μνήμες τόσο του πολέμου αυτού όσο και το Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Εξ ου και η κεντρική θέση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης πολυμέρειας, η οποία υφίστατο μόνο στο μέτρο και το βαθμό που επέτρεπε ο Ψυχρός Πόλεμος και τα δύο διαμορφωμένα στρατόπεδα γύρω από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Πλέον, μετά από σύντομες ψευδαισθήσεις περί «τέλους της Ιστορίας», «μίας μόνης υπερδύναμης», το υπόδειγμα αυτό αλλάζει. Βιώνουμε μια περίοδο κατά την οποία σημεία αναφοράς και βεβαιότητες δεκαετιών, αποτελούν παρελθόν χωρίς όμως να υπάρχει σαφής εικόνα για το τι πρόκειται να τις διαδεχθεί. Η αλλαγή προέδρου στις ΗΠΑ, αν και προδιαγράφει αλλαγές, τόσο στην οικονομική όσο και στην εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον, θα χρειαστεί αρκετό καιρό μέχρις ότου αποκρυσταλλωθεί. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η παγκόσμια οικονομία ακόμη ζει τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε το 2008. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στην Ευρώπη σφραγίζονται από την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να εγκαταλείψει το κοινό εγχείρημα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης - ο Οδικός Χάρτης που ανακοίνωσε και πέρασε από τη Βουλή, η πρωθυπουργός Μέι, δεν περιγράφει μόνο τη νέα σχέση της χώρας της με την ΕΕ, αλλά οδηγεί, όπως διέγνωσε ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ σε πρόσφατη συνέντευξή του, σε μια νέα ΕΕ, βαθιά διαιρεμένη. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ο Κινέζος πρόεδρος Σι, είχε αναφερθεί στην ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων της «παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, των μοντέλων διακυβέρνησης και ανάπτυξης», μέσα από κοινή δράση, υπογραμμίζοντας το ρόλο της χώρας του.
Βιώνουμε καιρούς μεταβατικούς, δύσκολους αλλά και καθοριστικούς. Καιρούς που τείνουν να διαμορφώσουν τα δεδομένα του διεθνούς στερεώματος για τις επόμενες δεκαετίες. Καιρούς κομβικούς. «Τον περισσότερο καιρό, η πολιτική ενδιαφέρει λίγο τους πολλούς. Και ξαφνικά, αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον», παρατηρεί ο βρετανός πολιτικός επιστήμονας, Ντέιβιντ Ράνσιμαν (ανιψιός του γνωστού ιστορικού Στήβεν Ράνσιμαν). Ακριβώς μια τέτοια περίοδο διανύουμε σήμερα: περίοδο, πυκνών ανακατατάξεων στο διεθνές στερέωμα.
Περίοδο κατά την οποία κάθε είδους φονταμενταλισμοί και λαϊκισμοί, που θεωρούνταν βαθιά καταχωνιασμένοι στα βιβλία της Ιστορίας, επιστρέφουν δριμύτεροι στο προσκήνιο και απλουστευτικές προσεγγίσεις σε σύνθετα προβλήματα κάνουν θραύση. Και τούτα με φόντο μια γενικευμένη κρίση Δημοκρατίας (τα δημοκρατικά δικαιώματα, κατακτήσεις αγώνων δεκαετιών τείνουν να απαξιωθούν) και ανάπτυξη τάσεων εσωστρέφειας και απομονωτισμού.
Ωστόσο, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε (και ίσως εδώ έγκειται και η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, π.χ. τις αρχές του 20ού αιώνα), οι όποιες λύσεις σε πολυπαραγοντικά ζητήματα, δεν είναι δυνατόν να δοθούν μεμονωμένα από μία χώρα, μία κυβέρνηση ή ένα λαό. Επιβάλλουν συναντίληψη, συνεννόηση, συνεργασία από όλους τους διεθνείς δρώντες - κράτη, διεθνείς οργανισμούς, επιχειρήσεις, ΜΚΟ. Είτε πρόκειται για την κλιματική αλλαγή, είτε για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Πρόκειται ίσως για το καίριο διακύβευμα και το ζητούμενο στο επίκεντρο του πρώτου μισού του 21ου αιώνα.