Μέσα από τη μήτρα του κόσμου, με σπόρο μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι σε μια θάλασσα, γεννήθηκε τούτη η χώρα, το βεβαίωσε άλλωστε κι ο ποιητής που με τα λόγια του σμίλεψε τις σκέψεις των ανθρώπων ολόκληρου του πλανήτη. Την ίδια στιγμή γεννήθηκε κι ο Έλληνας, ατίθασος σαν τη θάλασσα που ταξιδεύει το καράβι του, έμαθε να κοιτάζει τον ορίζοντα μακριά και βάλθηκε ασταμάτητα να ρωτά πού τελειώνει. Κι όπως θέλησε το νερό του φρέσκο, νεαρό(*), να το αρμέγει καθαρό κι αμόλευτο ευθύς μόλις βγει ζωογόνο από τα σπλάχνα της γης για να σβήνει τη δίψα του κορμιού του, έτσι, για να σβήσει τη δίψα της ψυχής του, αναζήτησε την Αλήθεια! Μιαν αλήθεια που δεν την έκανε -κατά την προσφιλή ανθρώπινη συνήθεια- εργαλείο χρηστικό, αλλά που έψαξε μέσα της βαθιά για να βρει και να δει κατάματα και χωρίς κανένα φόβο εκείνο για το οποίο πλάστηκε, εκείνο για το οποίο ήρθε στον κόσμο. Θέλησε κι απαίτησε από τον εαυτό του να διυλίσει το νόημα της ζωής και δια της Αλήθειας να το κάνει κτήμα του, καθαρό από δόγματα κι ανίερες προσμίξεις.
Κάπως έτσι, τούτη η στοιχειώδης πραγματικότητα στον κόσμο του αισθητού, η Αλήθεια, έγινε ο οδηγός που σμίλεψε περίτεχνα τη συνείδηση μα και την αίσθηση της ύπαρξης και του χρόνου. Τη συνείδηση που αντιλήφθηκε -τραγικά άραγε ή εξόχως όμορφα;- την ίδια της την υπόσταση! Που κατάλαβε τι είναι ζωή και πώς αψηφά το θάνατο όσο υπάρχει και συνάμα τη θνητότητα που σβήνει το χρόνο κι αφήνει το αισθητό να αιωρείται κάπου μεταξύ της ανυπαρξίας και της ελπίδας για κάτι άλλο ίσως, άχρονο και διαρκές (πόσο οξύμωρη μοιάζει αυτή η προσμονή…). Ο Έλληνας, πρώτος ίσως απ’ τους άλλους, αναρωτήθηκε μήπως η Αλήθεια είναι μέγεθος μοναδικό που δεν χωρεί να μπει σε αμφισβήτηση γιατί απλώς δεν υπάρχει αντίθετό της; Μήπως η άλλη πλευρά της Αλήθειας είναι όχι το ψέμα ή το κάλπικο αλλά μια άλλη Αλήθεια; Ρώτησε κι απάντησε με θάρρος κι ανάλαβε την ευθύνη να χτίσουν οι άνθρωποι πάνω στις πλάτες του τον Πολιτισμό και τη Δημοκρατία μα και το Σεβασμό στον συν-Άνθρωπο. Χάραξε το δρόμο στο μέλλον που οραματίστηκε γιατί χειρίστηκε την Αλήθεια με σεβασμό, γιατί δίδαξε στα παιδιά του μια γλώσσα μοναδική, γιατί δίδαξε τη λογική, την αρμονία, την τάξη και το σεβασμό, γιατί δίδαξε την ισορροπία μέσα από τον Απόλλωνα αλλά και τον Διόνυσο.
Σήμερα; Τι διδάσκει ο Έλληνας τα παιδιά του; Ποια είναι η Παιδεία που τους δίνει; Πού είναι το κάλος, σε ποιο μάθημα είναι κρυμμένο; Πού είναι η συνύπαρξη, σε ποια ύλη διδακτέα εδρεύει; Πού είναι η πόλη και η πολιτική; Πού ο σεβασμός; Πού οι τέχνες; Τι είναι εκείνο που θα κάνει το μαθητή τού σήμερα να σηκώσει τα μάτια τις ξάστερες νύχτες για να θαυμάσει τον ουρανό αφήνοντας το πνεύμα του να αρμενίσει ψάχνοντας το ατελεύτητο πέλαγος της φαντασίας; Τι είναι εκείνο που θα τον ωθήσει να γίνει καλύτερος; Ένα ψυχρό εικοσάρι πάνω στον έλεγχο της επίδοσης δε δημιουργεί σκεπτόμενους πολίτες αλλά παπαγάλους μιμητές. Η ευθύνη της κοινωνίας στις μέρες μας είναι μεγάλη, η ευθύνη είναι δική μας, μάς βαραίνει όλους και με την αδιαφορία ή την ανοχή μας οδηγούμαστε στην κατάλυση της ταυτότητάς μας και στην αποποίηση της ιστορικής μας ευθύνης, εκείνης που περικλείεται σε μια από τις πιο βαριές λέξεις του λεξικού, της Ελληνικότητας. Με μέθοδο και με πολύ καλή οργάνωση, παραχωρούμε κι ανταλλάσσουμε την αυθεντικότητά μας με χάντρες και καθρεφτάκια χωρίς καμίαν αξία…
Ίσως έχει έρθει η στιγμή να παραδεχθούμε πια πως η ιστορική μας συνέχεια από το παρελθόν έχει διαρραγεί, πως δεν πρέπει να κομπάζουμε για την καταγωγή μας και πως έχουμε ακολουθήσει ως άνθρωποι, ως κοινωνία αλλά και ως θεσμοί το λάθος δρόμο του άκριτου μιμητισμού που τελικά θα μας εκτροχιάσει. Αν η ζωή θέλει φρέσκο, τρεχούμενο και νεαρόν ύδωρ για να αναστηθεί και να βλαστήσει, μήπως η συνείδηση για κάθε άνθρωπο θέλει την αλήθεια για να ανθίσει και να για να αναπτύξει όλη την ομορφιά της;
Ο σημερινός Έλληνας δεν ασχολείται με το «αληθεύειν» παρά μονάχα με το ‘πρακτικό’ κι αυτό, δυστυχώς, διδάσκει και στα παιδιά του. Έχει μετατρέψει την Παιδεία σε τεχνική εκπαίδευση με αποτέλεσμα να γίνονται τα παιδιά του γρανάζια μιας μηχανής που παράγει και καταναλώνει βιομηχανικά και τραπεζικά προϊόντα κάθε μορφής αντί να τα ποτίζει με την Αλήθεια για να γίνουν Ελεύθερα. Έχει ξεχάσει τις ρίζες της γλώσσας του, έχει ξεχάσει να γελά μα και να χορεύει! Έχει ξεχάσει να κοιτάζει το θεό στα μάτια αλλά και να δίνει εκείνον τον όμορφο ουρανό με τα αστέρια προσφορά στον έρωτά του, γιατί απλώς, τον ξέχασε κι αυτόν! Δυστυχώς λόγω του δρόμου που η Παιδεία έχει ακολουθήσει στις μέρες μας, οι Έλληνες μαθαίνουν να πεθαίνουν μονάχα μια φορά αντί για χίλιες, όπως τόσο ιδανικά και όμορφα ονειρεύτηκε ο Σολωμός.
(*) Το ‘νεαρόν ὕδωρ’ του Βυζαντίου, το ύδωρ δηλαδή που αναβλύζει από την πηγή του και που μεταφέρθηκε στην καθομιλουμένη της καθαρεύουσας ως «νῆρον ὕδωρ» έγινε στη συνέχεια ‘νερό’.