«Πάμε και όπου βγει...»

Δεν υπάρχει πια η δικαιολογία ότι «εμείς τους ψηφίσαμε». Δεν μπορεί να κατηγορείται συνέχεια ο λαός,
|
Open Image Modal
fhm via Getty Images

Ζεις στην Ελλάδα, σε αυτή την υπέροχη μα τόσο δύσκολη χώρα για να ζει κανείς. Τόσα όμορφα που σου δίνει, άλλα τόσα σου παίρνει – κάποιος ρομαντικός θα έλεγε ότι αυτό συμβαίνει για να μην γίνει επίγειος παράδεισος. Δεν είναι έτσι όμως. Αισθάνεσαι ότι με κάθε τραγωδία που βλέπεις να συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου, τραγωδία που θα μπορούσε να αποφευχθεί, έχεις επιβιώσει από θαύμα. Θα μπορούσε και εσένα να σε βρει αλλά ευτυχώς μέχρι σήμερα δεν σε βρήκε. Βρήκε όμως άλλους. 

Πηγαίνεις το καλοκαίρι να κάνεις ένα μπάνιο να ξεπλύνεις από πάνω σου τη σκόνη και τη μαυρίλα από το μπετό, τον γκρι τάφο στον οποίο ζεις τις ημέρες σου δουλεύοντας σαν τον σκύλο για να μπορέσεις να επιβιώσεις, όχι να ζήσεις, μέχρι να έρθει η ώρα να σε βρέξει λίγο το νερό της ελληνικής θάλασσας. Και καίγεσαι. Πιάνουν όλα γύρω σου φωτιά και τη βλέπεις να σε περικυκλώνει, και να σε πλησιάζει, και να σε πλησιάζει. Στο τέλος καίγεσαι. Κάηκες. Γιατί κάηκες; Γιατί το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε να σε κρατήσει ασφαλή και επέτρεψε να δημιουργηθεί γύρω σου μια παγίδα από τσιμέντο, τούβλα και ξύλο. Και εδώ που τα λέμε, Και να ενδιαφερόταν να σε κρατήσει ασφαλή, ομολογουμένως δεν ήξερε πως.

Στέλνεις το παιδί σου στο σχολείο, το γλυκοφιλάς, του φτιάχνεις το μπουφάν, σιγουρεύεσαι ότι έβαλε καλά το σκουφί του, του δίνεις το κολατσιό του. Το πας μέχρι την πύλη, του λες «τα λέμε το μεσημέρι» και το βλέπεις να πηγαίνει τρέχοντας προς τους φίλους του. Χωρίς να το γνωρίζεις, ήταν η τελευταία φορά που το είδες. Ανατινάχτηκε μετά από λίγη ώρα από έναν έναν λέβητα που είχε εγκατασταθεί λάθος στο σχολείο, και στην πρώτη μέρα λειτουργείας του «έσκασε» παίρνοντας μαζί του ένα παιδάκι. Γιατί; Ένα τεράστιο γιατί σε κυριεύει. Κανένας δεν θα στο απαντήσει, μην ελπίζεις.

Είναι 6 το πρωί, και οδηγείς για να πας την έφηβη κόρη σου στο σημείο συνάντησης. Θα πάνε εκδρομή τα παιδιά με το σχολείο.
-Λεφτά πήρες μαζί σου παιδί μου;
- Ναι μαμά, άσε με
- Έλα να σου δώσω ένα φιλί πριν φύγεις
- Άσε με είπα ρε μαμά! 

Καλά να περάσεις και να προσέχεις!

Λίγες ώρες μετά ανοίγεις την τηλεόραση και αποσβολωμένη βλέπεις το λεωφορείο στο οποίο είδες την κόρη σου να επιβιβάζεται πριν από λίγο, κομμένο στη μέση. Όχι κάθετα. Οριζόντια. Το παιδί σου δεν θα το ξαναδείς. Σκοτώθηκε από έναν ανεύθυνο οδηγό, μια ανεύθυνη εταιρεία μεταφορών, ένα ανεύθυνο κράτος. Πάλι σε τρώνε τα γιατί.

 Τι τρομερό καρναβάλι ήταν αυτό. Πέρασες τέλεια. Ήπιες, γέλασες, χόρεψες, φίλησες επιτέλους εκείνη την ξανθιά συμφοιτήτρια σου που τόσο τη γούσταρες και δεν είχες βρει ευκαιρία να της το πεις. Τελικά ενδιαφερόταν και εκείνη, απλά περίμενε από εσένα να κάνεις το πρώτο βήμα. Ήρθε η ώρα να γυρίσεις σπίτι, έχεις πανεπιστήμιο αύριο. «Μαμά ανεβήκαμε στο τρένο, θα σου στείλω όταν φτάσουμε, θα την πέσω γιατί είμαι πτώμα». Βόλεψε άλλωστε έτσι ώστε να ρίξεις έναν υπνάκο, γιατί το ταξίδι είναι βραδινό. Κάθεσαι στη θέση σου, κλείνεις τα μάτια σου και ξεκουράζεσαι. Κάποια στιγμή σηκώνεσαι να πας να αγοράσεις ένα νερό, να τεντωθείς και λίγο - πιάστηκες, είναι άβολη η θέση για να κοιμηθείς. Φτάνεις στο κυλικείο, έχει 2 άτομα ουρά. Περιμένεις σκρολάροντας στο κινητό. Και ξαφνικά μαύρο. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο σταμάτησες να υπάρχεις. Ένας σταθμάρχης στη Λάρισα έκανε ένα λάθος, ένα κράτος αδιαφόρησε επί 30 χρόνια. Έπεσαν πάνω σου χίλιοι τόνοι σίδερο. Λίγο πριν, και ενώ είχατε μια ώρα καθυστέρηση, άκουσες έναν μηχανοδηγό να λέει στον ασύρματο «πάμε και όπου βγει». Ήθελε να γυρίσει σπίτι του. Και συ το ήθελες. Δεν γύρισε κανένας από τους δυο σας.

Μπαίνεις στο αμάξι να πας στη δουλειά, και αποκλείεσαι στο χιόνι γιατί «η κακοκαιρία ήρθε μεσημέρι ενώ το κράτος την περίμενε το απόγευμα».

Πάμε και όπου βγει.

Βρέχει και πλημμυρίζουν τα πάντα γύρω σου, βλέπεις το αμάξι σου να επιπλέει και να σε αποχαιρετάει καθώς το παρασέρνουν τα λασπόνερα. Πάμε και όπου βγει. 

Αρρωσταίνει το παιδί σου και φοβάσαι να το πας στο νοσοκομείο. Αρρωσταίνεις και εσύ και φοβάσαι να πας στο νοσοκομείο. Δεν ξέρεις τι θα σε βρει – όχι γιατί οι άνθρωποι εκεί δεν ξέρουν τη δουλειά τους, αλλά γιατί είναι απελπιστικά λίγοι για τη δουλειά που καλούνται να κάνουν. Πάμε και όπου βγει.

Αν μένεις σε δασική έκταση, κάθε χρόνο παρακαλάς να μην είναι η χρονιά σου. Κάθε χρονιά κάποια μεριά της Ελλάδας θα καεί, ας μην καεί φέτος το σπιτάκι σου και του χρόνου βλέπουμε. Όλα γύρω σου είναι αυθαίρετα. Όλα είναι μη ασφαλή. Όλα είναι θέμα τύχης. Η επιβίωση σου, είναι θέμα τύχης. Πας και όπου βγει. Στο αμάξι σου, στο μέσο μαζικής μεταφοράς, στη δουλειά σου, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο. Ζεις στη χώρα του «πάμε και όπου βγει». 

Οδηγείς σε δρόμους καρμανιόλες, πάμε και όπου βγει. 

Μετακινείσαι με ασυντήρητα και επισφαλή μέσα. Πάμε και όπου βγει.

Στέλνεις το παιδί σου να υπηρετήσει την πατρίδα και σου το γυρνάνε πίσω πεθαμένο από «ατύχημα». Πάμε και όπου βγει.

Που βγήκε τελικά; Γιατί να σου αξίζει τέτοιος πόνος, τέτοια στεναχώρια; Γιατί η ζωή σου να εξαρτάται από ένα κράτος που αδιαφορεί τελείως για την ασφάλεια και τη διαβίωση σου;

Εσύ φταις μήπως που τους ψηφίζεις; Εσύ φταις που 23 χρόνια αγοράστηκε αλλά δεν εγκαταστάθηκε ένα σύστημα παρακολούθησης για τα τρένα που συγκρούστηκαν μετωπικά σε διπλή ράγα; Εσύ φταις που η ζωή 350 ανθρώπων ήταν στο έλεος ενός ανειδίκευτου σταθμάρχη με ένα μήνα εμπειρία στο πόστο του; Εσύ φταις που ήρθε ο υποτίθεται σιδηροδρομικός κολοσσός για να εξυγχρονίσει και εξορθολογίσει τους ελληνικούς σιδηροδρόμους, και παρόλες τις πάμπολλες προειδοποιήσεις, 42 ζωές χάθηκαν γιατί ένας υπάλληλος δεν γύρισε ένα κλειδί; 

Όχι. Δεν υπάρχει πια η δικαιολογία ότι «εμείς τους ψηφίσαμε». Δεν μπορεί να κατηγορείται συνέχεια ο λαός, που απλά προσλαμβάνει κάθε 4 χρόνια ειδικούς για να φροντίζουν για τη διαβίωση του. Δεν γίνεται να φταίει μόνο ο λαός, ούτε μόνο ο σταθμάρχης, ούτε μόνο ο τωρινός παραιτημένος υπουργός, ούτε μόνο οι προηγούμενοι. Φταίνε όλοι. Τα ψέματα επιτέλους πρέπει να τελειώσουν. Η Ελλάδα είναι η χώρα του “πάμε και όπου βγει”, της προχειρότητας, της τύχης.

Η Ελλάδα είναι όμως και χώρα της αλληλεγγύης. Στην Ελλάδα όταν χρειάζεται μαζεύονται τόνοι αίμα μέσα σε λίγες ώρες. Όταν παραστεί ανάγκη, ανοίγουν σπίτια για να μπουν να μείνουν αυτοί που δεν έχουν σπίτι, και στέλνεται τόσο φαγητό σε τόπους κρίσης και τραγωδίας, που εν τέλει είναι πολύ παραπάνω από όσο ζητήθηκε. Αυτός που έχει 100 ευρώ θα δώσει τα 10 για να βοηθήσει εκείνον που έχει ανάγκη. Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα, για αυτό και είναι τόσο δύσκολο και εύκολο να ζεις σε αυτή τη χώρα.

Δεν θα κλείσω με ευχολόγια τύπου «να αλλάξουμε αυτή τη χώρα». Είναι νομίζω περιττά, όλοι ξέρουμε και αισθανόμαστε τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η Ελλάδα μας για να καταστεί ένα λειτουργικό κράτος, ένα ωραίο και ασφαλές μέρος για να ζεις. Θα ευχηθώ να μην χαθούν άλλες ζωές άδικα. Είτε στη φωτιά, είτε στο νερό, είτε στο τρένο, είτε στο αυτοκίνητο. Θα ευχηθώ καλό παράδεισο και κουράγιο στους ασθενείς και στους συγγενείς των θυμάτων. Και θα ευχηθώ κάθαρση και πραγματική, ουσιαστική απόδοση ευθυνών.

Άλλο τέτοιο κακό να μη μας βρει.